Πριν από 120 χρόνια, το 1904 στην Τραπεζούντα, ιδρύεται ένα σωματείο που σκοπό είχε την «διά παροχής εργασίας υλική υποστήριξη των δεομένων προστασίας και αρωγής Ελληνίδων». Την πρωτοποριακή ιδέα συνέλαβαν Πόντιες γυναίκες για να βοηθήσουν κορίτσια να εξασφαλίσουν μια αξιοπρεπή διαβίωση στηριζόμενες στην τέχνη τους (την κεντητική ή τη ραπτική).
Η Μέριμνα Ποντίων Κυριών, όπως ονομάστηκε, μετρά σήμερα πάνω από έναν αιώνα συνεχούς παρουσίας.
Τι κι αν έχει εξελιχθεί, και από «πολύφερνες νύφες» έχει στις τάξεις της «άξιες επιστημόνισσες» σύμφωνα με την τωρινή της πρόεδρο Ανατολή Δημητριάδου, η Μέριμνα εξακολουθεί να είναι το μοναδικό σωματείο που είναι προσανατολισμένο στην προσφορά προς τον συνάνθρωπο. Είναι το αρχαιότερο σωματείο όχι μόνο της Θεσσαλονίκης αλλά κι όλης της Ελλάδας, και δίκαια κατέχει τον τίτλο του μητροπολιτικού σωματείου της πόλης.
Τρεις Κυρίες της Μέριμνας, τρεις πρόεδροί της –δύο πρώην και η νυν– η Ιφιγένεια Πανίδου, η Άρτεμις Καρανίκα-Κούμα και η Ανατολή Δημητριάδου ξεδιπλώνουν το κουβάρι της ιστορίας του ιστορικού σωματείου καλύπτοντας όλη αυτήν τη μακρόχρονη περίοδο ζωής του και μοιράζονται μαζί μας τις ιστορίες των οικογενειών τους που ήρθαν από τον Πόντο. Οι συνεντεύξεις δόθηκαν στην Αλεξία Ιωαννίδου.
Κυρία Πανίδου, πείτε μας για την οικογένειά σας και πώς συνδέεται αυτή με τη Μέριμνα.
Η ιστορία της οικογένειάς μου συνδέεται άρρηκτα με την ιστορία της Μέριμνας. Είμαι εγγονή του Θεοφύλακτου και της Ιφιγένειας Θεοφυλάκτου, οι οποίοι μαζί με τη Θάλεια Σαουλίδου επανίδρυσαν τη Μέριμνα στη Θεσσαλονίκη το 1923, και κόρη της Άννας Θεοφυλάκτου. Ο παππούς μου, Θεοφύλακτος Θεοφυλάκτου, γεννήθηκε στην Τσίτε της Αργυρούπολης του Πόντου. Ήταν απόφοιτος του Φροντιστηρίου της Τραπεζούντας. Ήρθε στην Ελλάδα, σπούδασε Ιατρική στη μοναδική τότε ιατρική σχολή της χώρας μας, αυτή των Αθηνών, αναγορεύτηκε διδάκτορας και μετέπειτα πήγε στη Γαλλία όπου και έκανε τις ειδικότητες της Οφθαλμολογίας και της Ωτορινολαρυγγολογίας. Επέστρεψε στην Τραπεζούντα και εργάστηκε ως ιατρός.
Το 1913 παντρεύτηκε τη γιαγιά μου, την Ιφιγένεια Κογκαλίδου-Θεοφυλάκτου, η οποία ήταν εγγονή της Δόμνας Αμοιρόγλη-Καπαγιαννίδου, συζύγου του Γρηγόρη Καπαγιαννίδη, εμπόρου και τραπεζίτη της Τραπεζούντας, ιδρυτικό μέλος της Μέριμνας Ποντίων Κυριών στην Τραπεζούντα και πρώτη πρόεδρός της.
Το 1913 ο παππούς μου Θεοφύλακτος έγινε πρόεδρος του Φιλεκπαιδευτικού Μορφωτικού Συλλόγου «Ο Ξενοφών» και αντιπρόεδρος της Φιλοπτώχου Aδελφότητος στην Τραπεζούντα. Εκείνη την περίοδο εξέδιδε το περιοδικό Οι Κομνηνοί. Όταν ξέσπασε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, για να αποφύγει τη στράτευση με την πλευρά των Τούρκων ως πολίτης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, εγκατέλειψε την Τραπεζούντα και πήγε στο Βατούμ, όπου συνέχισε να εξασκεί την ιατρική και έγινε διευθυντής του νοσοκομείου της πόλης.
Όταν επέστρεψε από το Βατούμ στην Τραπεζούντα εξέδωσε τον Ελεύθερο Πόντο και παράλληλα εξασκούσε και το ιατρικό λειτούργημα. Το 1922 αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την αγαπημένη του Τραπεζούντα μαζί με την οικογένειά του, την γυναίκα του και τα τρία μέχρι τότε παιδιά του. Το ένα του παιδάκι πέθανε από τις κακουχίες στον ερχομό για τη Θεσσαλονίκη. Όταν ήρθαν στη Θεσσαλονίκη, εγκαταστάθηκαν στην οδό Βενιζέλου. Η μητέρα μου γεννήθηκε εδώ το 1924, και η γέννησή της έδωσε μεγάλη χαρά στους γονείς της και τους δύο μεγαλύτερους επιζήσαντες αδελφούς της.
Ήταν η νίκη της ζωής απέναντι στο ζόφο της Γενοκτονίας.
Πώς ιδρύθηκε η Μέριμνα στην Τραπεζούντα;
Στην Τραπεζούντα την εποχή εκείνη η προγιαγιά μου η Μελπομένη μαζί με τη Βασώ Ασλανίδου, μια εξαιρετικά μορφωμένη Τραπεζούντια γυναίκα, και τον Μητροπολίτη Τραπεζούντος Κωνστάντιο Β’, είχαν όραμα να ιδρύσουν την Αδελφότητα Ποντίων Τραπεζούντος «Η Μέριμνα». Γι’ αυτόν τον λόγο η Βασώ Ασλανίδου μίλησε στην προγιαγιά μου Μελπομένη, επειδή χρειάζονταν πόρους για την ίδρυση του σωματείου.
Η προγιαγιά μου λοιπόν η Μελπομένη πήγε στη μητέρα της, τη Δόμνα Καπαγιαννίδου, η οποία τις έδωσε 50 χρυσές λίρες και τις παρέπεμψε στην Ελένη Θεοφυλάκτου, τη γυναίκα του τραπεζίτη Κωνσταντίνου Θεοφύλακτου (με τον οποίο δεν έχουμε συγγένεια) η οποία τις έδωσε άλλες 50 λίρες.
Στη συνέχεια βρέθηκαν και άλλοι εύποροι Πόντιοι, και με τις δωρεές τους συγκεντρώθηκε το ποσό των 600 λιρών.
Έτσι μπόρεσε και έγινε πραγματικότητα το όραμα της Βασώς και της Μελπομένης, με την προτροπή και τη συμπαράσταση του Μητροπολίτη Κωνστάντιου Β’, η ίδρυση του σωματείου στην Τραπεζούντα που ευγενή σκοπό είχε την «διά παροχής εργασίας υλική υποστήριξη των δεομένων προστασίας και αρωγής Ελληνίδων». Το πρώτο άρθρο του Κανονισμού της Μέριμνας προέβλεπε τη δημιουργία της σχολής εργοχείρου-κεντήματος, και της σχολής κοπτικής-ραπτικής.
[Άρτεμις Καρανίκα-Κούμα:] Η Βασώ Ασλανίδου ήταν κόρη του εύπορου εμπόρου ξηρών καρπών Κωνσταντίνου Κωνσταντινίδη. Είχε επισκεφτεί τη Μασσαλία και είχε γνώση της λειτουργίας ενός φιλόπτωχου σωματείου, λόγω του ανοιχτού της πνεύματος και των ταξιδιών που έκανε. Στην Τραπεζούντα λοιπόν τόλμησαν αυτές οι δύο πρωτοπόρες γυναίκες να ιδρύσουν ένα γυναικείο σωματείο για να βοηθήσει τα άπορα κορίτσια, που στην Ελλάδα ούτε καν υπήρχε η υποψία για κάτι τέτοιο. Είναι συγκλονιστική αυτή η φιλανθρωπία των προγόνων μας. Φτωχοί-πλούσιοι, ήταν ο ένας για όλους και όλοι για έναν. Ανάλογα με τη δυνατότητά του, κάθε ένας και κάθε μια προσέφερε για το κοινό συμφέρον. Τα περισσότερα πήγαιναν στην Εκκλησία και στα σχολεία.
Έτσι δημιουργήθηκε το Φροντιστήριον Τραπεζούντος το 1686, έτσι δημιουργήθηκε στη συνέχεια και η Μέριμνα.
Ποια ήταν η δυναμικότητα και τι διδάσκονταν τα κορίτσια στην «Μέριμνα»;
Οι σπουδάστριες ήταν γύρω στα 100 άτομα κάθε χρόνο. Υπήρχαν δύο εργαστήρια στη Μέριμνα, όπως είπαμε, το πρώτο ήταν εργοχείρου-κεντήματος και το άλλο κοπτικής-ραπτικής. Αυτά τα εργαστήρια τα παρακολουθούσαν τα κορίτσια αφού είχαν τελειώσει την τετάρτη τάξη του Δημοτικού Σχολείου. Όσες δεν ήθελαν να σπουδάσουν, μάθαιναν μια τέχνη στη Μέριμνα. Τα κορίτσια που ήθελαν να σπουδάσουν, φοιτούσαν στο Ζάππειο και λέγονταν «Ζαππείδες».
Τα κορίτσια της Μέριμνας είχαν επόπτριες δασκάλες οι οποίες προσλαμβάνονταν με πολύ αυστηρά κριτήρια από το ΔΣ του σωματείου, καθώς επίσης και τις ίδιες τις κυρίες του ΔΣ οι οποίες φρόντιζαν για τη σωστή λειτουργία των εργαστηρίων και του σωματείου γενικότερα. Τα κεντήματα ήταν αρίστης ποιότητας και πουλιόντουσαν στην Τραπεζούντα αλλά και στην Κωνσταντινούπολη, τη Ρωσία κ.α.
Οι μαθήτριες ήταν τόσο άρτια καταρτισμένες και τόσο ευγενικές, γιατί στο σωματείο διδάσκονταν και τρόπους, και ιδιαίτερη βάση δινόταν στην καλή αγωγή των κοριτσιών, που έδιναν παντού την καλή τους μαρτυρία.
Γινόντουσαν και διαγωνισμοί για την καλύτερη δημιουργία. Το πρώτο βραβείο το χρηματοδοτούσε η κ. Σιμόνωφ, η αδελφή της Ασλανίδου και κόρη του Κωνσταντινίδη, η οποία είχε πολύ μεγάλη οικονομική επιφάνεια. Η πρώτη ύλη ήταν αρίστης ποιότητας. Την εισήγαγαν από τη Γαλλία, τη Μασσαλία, την Ευρώπη. Τα πατρόν ακολουθούσαν ευρωπαϊκή μόδα. Τα κορίτσια της αστικής τάξης στην Τραπεζούντα φορούσαν ευρωπαϊκά ρούχα. Για τις ανάγκες κάποιας φωτογράφισης σε αναμνηστική φωτογραφία έβαζαν και τις ζιπούνες, αλλά στην καθημερινότητά τους ακολουθούσαν την ευρωπαϊκή μόδα. Έκαναν ταξίδια στην Ευρώπη και επηρεάζονταν από την ευρωπαϊκή μόδα.
Θα ήθελα να μοιραστώ εάν μου επιτρέπετε μια ιστορία από τις γυναίκες της οικογένειάς μου στον Πόντο. Η γιαγιά μου η Ιφιγένεια Κογκαλίδου, με τη μητέρα της Μελπομένη, η οποία ήταν κόρη του τραπεζίτη Καπαγιαννίδη, συνάντησαν σε ένα ταξίδι τους στην Ελβετία την κ. Κωνσταντινίδου, σύζυγο του μεγαλεμπόρου ξηρών καρπών. Καθώς εξιστορούσε η κ. Κωνσταντινίδου πώς περνούσε στην Ελβετία, ανέφερε μεταξύ άλλων και για ένα γεύμα που απόλαυσε σε ένα ακριβό εστιατόριο.
Η Μελπομένη Καπαγιαννίδου-Κογκαλίδου της ζήτησε πληροφορίες για το εστιατόριο αυτό, και η Κωνσταντινίδου της απάντησε «χάσον εν ολίγον αλμυρόν».
Τότε η προγιαγιά μου ειδοποίησε όλες τις φίλες της υψηλής κοινωνίας που βρίσκονταν εκείνο το διάστημα στην Ελβετία, πως θα τους κάνει το τραπέζι. Μαζεύτηκαν λοιπόν όλες οι Πόντιες κυρίες προσκεκλημένες της προγιαγιάς μου, και απόλαυσαν ένα πλουσιοπάροχο γεύμα στο πανάκριβο εστιατόριο της Ελβετίας. Όταν ήρθε ο λογαριασμός, έβγαλε και πλήρωσε η γιαγιά μου η Ιφιγένεια όλο το ποσό. Λίγο μετά που βρέθηκαν μόνες τους στο κατάλυμά τους, η προγιαγιά μου ρώτησε την κόρη της: «Φίκα, ντο επλήρωσες»; Της απάντησε τότε η γιαγιά μου το ακριβές ποσό που πλήρωσε για το γεύμα στο πανάκριβο εστιατόριο, και τότε εκείνη μονολόγησε «ατό έτον το αλμυρόν; Τρανόν δουλείαν»! Για να καταλάβετε την οικονομική επιφάνεια των Ποντίων τραπεζιτών, και γενικότερα της αστικής τάξης. Αυτοί οι άνθρωποι λοιπόν παρά τον πλούτο τους δεν ήταν επηρμένοι. Τους ένοιαζαν οι συμπατριώτες τους και βοηθούσαν με όλες τους τις δυνάμεις για να κρατηθεί το ελληνικό στοιχείο. Και όταν ήρθαν τα χρόνια του διωγμού και της Γενοκτονίας, η μοίρα τους ήταν κοινή με όλων εκείνων των ομοεθνών τους.
Στην Τραπεζούντα δεν γινόντουσαν χοροί για την ενίσχυση των ευαγών ιδρυμάτων και σωματείων, γινόντουσαν «τσάγια» και ήταν μια πρώτης τάξης ευκαιρία ώστε να κινητοποιηθούν οι έχοντες Πόντιοι για να βοηθήσουν τους λιγότερο προνομιούχους αδελφούς τους. Σε αυτό το ενωτικό-αδελφικό κλίμα ζούσαν και δημιουργούσαν οι πρόγονοί μας.
[Ανατολή Δημητριάδου:] Αυτήν τη μαγεία έχει η Μέριμνα. Όσοι υπηρετήσαμε αυτό το σωματείο, συνδεόμαστε με κάποια αδιόρατα «δεσμά». Χωρίς να είμαστε συγγενείς, θεωρούμε η μια την άλλη ως μέλη μιας οικογένειας. Είναι η κοινή μας καταγωγή, είναι η προσήλωση στο έργο που επιτελούμε, ότι νιώθουμε την τιμή και την ευθύνη συγχρόνως ως συνεχιστές εκείνων των γυναικών που είχαν στόχο την ανιδιοτελή προσφορά στο κοινωνικό σύνολο. Είναι όλα μαζί.
Μετά την αποφοίτησή τους τι γινόταν;
Τα κορίτσια που αποφοιτούσαν από τη σχολή δεν έχαναν ποτέ την επαφή τους με το σωματείο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η Ροδή Συμβουλίδου, που μικρό κοριτσάκι ευεργετήθηκε από τη Μέριμνα στην Τραπεζούντα, και όταν έφτασε προσφυγοπούλα πλέον στην Ελλάδα, υπηρέτησε το σωματείο ως δασκάλα κεντητικής και ως μέλος του. Η Ροδή είχε και άλλες δύο αδελφές οι οποίες συνέχισαν στο σχολείο, αυτή όμως δεν ήθελε, διέκοψε στην τετάρτη Δημοτικού και τότε την επισκέφτηκε η επόπτρια Θάλεια Σαουλίδου, και της πρότεινε να πάει στη Μέριμνα για να μάθει μια τέχνη ώστε να μπορεί να βιοποριστεί.
Έτσι η Ροδή έγινε η πρώτη δασκάλα στη Μέριμνα της Θεσσαλονίκης διδάσκοντας το κέντημα για 40 ολόκληρα χρόνια, εξασφαλίζοντας στα μικρά κορίτσια, που την φώναζαν «θεία Ροδή», μια αξιοπρεπή ζωή μέσω της τέχνης τους.
Το έργο της Μέριμνας όμως δεν περιοριζόταν μόνο στην εκμάθηση της κεντητικής και της κοπτοραπτικής στις νεαρές κορασίδες. Βοήθησε την Εκκλησία, ανέλαβε τη διεύθυνση και τη λειτουργία του Ορφανοτροφείου Τραπεζούντος, έκανε εράνους, και σε συνεργασία με τον Ερυθρό Σταυρό, το 1920, κατάφερε να μαζέψει 200 λίρες και να τις προσφέρει για να αγοραστεί εξοπλισμός στο χειρουργείο του νοσοκομείου της Τραπεζούντας. Βοήθησε στη διανομή της αμερικανικής βοήθειας στον αρμένικο πληθυσμό.
Το 1917, όταν ο ρωσικός στόλος μετέφερε στην Τραπεζούντα εκδιωγμένους Ποντίους από τα Κοτύωρα, η Μέριμνα φρόντισε για την περίθαλψή τους και την φιλοξενία τους.
[Άρτεμις Καρανίκα-Κούμα:] Έτσι ακριβώς όπως τα λες Ιφιγένεια, και να συμπληρώσουμε πως και κατά τη διάρκεια του Ρωσοτουρκικού Πολέμου οι κυρίες της Μέριμνας παρείχαν γεύματα στο συσσίτιο και στα τουρκόπαιδα, μην ξεχωρίζοντάς τα από τα ελληνόπουλα. Αυτό τους επέβαλλε η χριστιανική ηθική τους. Αυτή τους την πράξη την εκτίμησαν οι Τούρκοι, και αργότερα, όταν κατέστρεφαν κάθε τι ελληνικό στην Τραπεζούντα και σε ολόκληρο τον Πόντο, τις δομές της Μέριμνας δεν τις πείραξαν.
Πότε και πως συστήνεται εκ νέου η Μέριμνα στη Θεσσαλονίκη;
Μετά την εγκατάσταση στην Ελλάδα, η Θάλεια Σαουλίδου, μια άλλη εμπνευσμένη κυρία του σωματείου, μετά από αίτημα των χήρων και των ορφανών, θέλησε να επανιδρύσει τη Μέριμνα στη Θεσσαλονίκη για να συνεχιστεί το έργο της. Έτσι απευθύνθηκε στη γιαγιά μου Ιφιγένεια και τον παππού μου Θεοφύλακτο Θεοφυλάκτου, για να ξαναζωντανέψουν το σωματείο με το σημαντικό έργο στην Τραπεζούντα.
Οι καταστάσεις το επέβαλλαν. Χιλιάδες γυναίκες είχαν χάσει τους άντρες τους και δυσκολεύονταν να ζήσουν τα παιδιά τους μην έχοντας δουλειά. Άλλα τόσα ήταν τα ορφανά που έμειναν χωρίς καμιά προστασία.
Η ανάγκη για την επανίδρυση ήταν επιτακτική όσο ποτέ. Έτσι το 1923 το σωματείο της Μέριμνας επανιδρύεται στη Θεσσαλονίκη, και συνεχίζει τη λαμπρή του πορεία, τη συνυφασμένη με την προφορά και τη δημιουργία. Στη συνέχεια ο Θεοφύλακτος Θεοφυλάκτου οραματίστηκε την Επιτροπή Ποντιακών Μελετών, και το 1927 την ίδρυσε μαζί με άλλα ιδρυτικά στελέχη. Το 1933 με δική του προτροπή ιδρύεται η Εύξεινος Λέσχη Θεσσαλονίκης, και από το 1943 και έπειτα εγκαθιδρύει το Λαϊκό Πανεπιστήμιο της ΕΛΘ όπου δίδασκαν καθηγητές του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Ο Θεοφύλακτος Θεοφυλάκτου διορίστηκε από τον Βενιζέλο υπουργός Μακεδονίας και Θράκης. Υπηρέτησε από τη θέση του υπουργού για έντεκα μήνες στο αξίωμα. Έπειτα έστειλε μια επιστολή στον Βενιζέλο γράφοντάς του ότι η θέση αυτή είναι αργομισθία και δεν θα ήθελε να συνεχίσει.
Εσείς, από ό,τι καταλαβαίνουμε, έχετε μια σχέση γονιδιακή με τη Μέριμνα, πότε όμως εμπλακήκατε ενεργά με το σωματείο;
Είχα την τιμή να διατελέσω πρόεδρος της Μέριμνας από το 2009 έως το 2018. Η μητέρα μου ήταν πρόεδρος από το 1974 έως το 1983. Αν μου επιτρέπετε, θα ήθελα να πω δυο λόγια για τους γονείς μου. Κάθε παιδί αγαπάει τους γονείς του, και αυτό είναι το θεμιτό. Όμως εγώ θα ήθελα να σταθώ και στην προσωπικότητά τους. Η μητέρα μου Άννα Θεοφυλάκτου ήταν μεγάλο «κεφάλαιο» όχι μόνο για τη Μέριμνα, αλλά και για τις γυναίκες της Θεσσαλονίκης γενικότερα, συμμετέχοντας σε διάφορα σωματεία επιστημονικά και μη.
Ήταν από τους πρώτους φοιτητές της Ιατρικής Σχολής του ΑΠΘ, η οποία ιδρύθηκε το 1941. Ήταν η πρώτη Ελληνίδα γυναίκα χειρουργός οφθαλμίατρος.
Κατά τη διάρκεια της θητείας της στη Μέριμνα ιδρύθηκε ο πρότυπος στη λειτουργία του παιδικός σταθμός «Αργώ» για την ανακούφιση της εργαζόμενης μητέρας, ενώ με εισήγησή της ο προστάτης της Μέριμνας και πολιούχος της Τραπεζούντας Άγιος Ευγένιος καθιερώθηκε από την Ιερά Σύνοδο της Ελλάδος το 1979 ως πολιούχος της Καλαμαριάς. Με δική της πρωτοβουλία ως μέλος του «Ελλάς-Κύπρος» η Μέριμνα επισκέφθηκε τη μαρτυρική Κύπρο το 1975, και το 1976 φιλοξένησε 65 παιδιά στην Παναγία Σουμελά.
Βραβεύθηκε από την Ακαδημία Αθηνών το 1992 για το πολυποίκιλο και πολυδιάστατο κοινωνικό και εθνικό της έργο. Δώρισε το φωτογραφικό της υλικό –παλαιό και νέο– στο Κέντρο Ιστορίας του Δήμου Θεσσαλονίκης και στην Έδρα Ποντιακών Σπουδών του ΑΠΘ.
Ο πατέρας μου λεγόταν Θεόφιλος Πανίδης και ήταν θωρακοχειρουργός με καταγωγή από τη Σαμψούντα. Επομένως, μετά τον παππού μου τον Θεοφύλακτο, την κόρη του και μητέρα μου, Άννα, εγώ είμαι τρίτης γενιάς οφθαλμίατρος της οικογένειας. Υπάρχει και συνέχεια σε ό,τι αφορά το ιατρικό λειτούργημα, αλλά δυστυχώς όχι για την ειδικότητα της οφθαλμολογίας. Ο ένας μου γιος, ο Θεοφύλακτος Κυριακίδης, είναι και αυτός γιατρός, τέταρτης γενιάς πλέον στην οικογένεια, αλλά επέλεξε να ακολουθήσει την ειδικότητα της ορθοπεδικής. Το βασικό είναι ότι υπηρετεί το ιατρικό λειτούργημα και έτσι συνεχίζει αυτή η προσφορά προς τον συνάνθρωπο!
Αλεξία Π. Ιωαννίδου