Λέγεται ότι το ράσο του ήταν διάτρητο από σφαίρες που είχαν ρίξει τσέτες και Λαζοί στην επίμονη προσπάθειά τους να τον εξοντώσουν – πολύ πιθανό να ισχύει. Ήταν άλλωστε ένας «παπα-αντάρτης» ο Ευθύμιος Αγριτέλλης (ή Αγριτέλης), ο επίσκοπος Ζήλων που αγιοκατατάχθηκε το 1992 από την Εκκλησία της Ελλάδος. Εκτός από άγιος είναι και εθνομάρτυρας· ο δεσπότης της Πάφρας πέθανε στη φυλακή από εξανθηματικό τύφο, εξαντλημένος από τα βασανιστήρια, τις στερήσεις και τις κακουχίες, στις 29 Μαΐου 1921.
Μια άλλη ιστορία που σχετίζεται με τον πολυτάραχο βίο του, είναι αυτή που τον θέλει να ψάλει τη νεκρώσιμη ακολουθία για τον εαυτό του.
Γεννημένος στην τουρκοκρατούμενη Λέσβο, στο χωριό Παράκοιλα το 1876, από τα 9 του μέλος της μοναστικής κοινότητας και αργότερα με σπουδές στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης, ανήκει στους ιεράρχες που θεώρησαν τους εαυτούς τους και μέντορες του ελληνισμού. Επιστρέφοντας στο νησί του διορίστηκε διευθυντής της Λειμωνιάδας Σχολής και ιεροκήρυκας της επαρχίας Μήθυμνας. Λίγο πριν από την απελευθέρωση, το 1912, κλήθηκε να υπηρετήσει στη Μητρόπολη της Αμάσειας ως βοηθός του μητροπολίτη Γερμανού Καραβαγγέλη, αφού χειροτονήθηκε επίσκοπος Ζήλων.
Πεδίο δράσης του ήταν ο δυτικός Πόντος, και συγκεκριμένα η επαρχία της Πάφρας όπου τοποθετήθηκε. Από τις μαρτυρίες προκύπτει ότι κυβέρνησε με ζήλο και πατριωτισμό τη μεγάλη Μητρόπολη, παρουσιάζοντας μέσα σε δέκα χρόνια ένα πληθωρικό έργο που είχε στο επίκεντρο την τόνωση του εθνικού και θρησκευτικού αισθήματος των Ελλήνων, χτίζοντας σχολεία και εκκλησίες και φροντίζοντας για την τοποθέτηση δασκάλων και ιερέων. Άλλωστε η περίοδος διακονίας του Ευθύμιου Αγριτέλλη «παρακολουθεί» την ανάπτυξη του σχεδίου για την εκκαθάριση της περιοχής από το ελληνικό στοιχείο, το οποίο κατέληξε σε σχέδιο γενοκτονίας των χριστιανικών πληθυσμών, αλλά ταυτόχρονα και τις πράξεις αντίστασης όπως και το όραμα για τη δημιουργία ενός ανεξάρτητου κράτους στον Πόντο.
Όπως και ο Γερμανός Καραβαγγέλης, έτσι και ο επίσκοπος Ζήλων υποστήριξε και βοήθησε το αντάρτικο στην Πάφρα.
Εξίσου πολιτικός νους, κατηύθυνε τα σώματα στα ανταρτολημέρια του Νεπιέν νταγ και κατ’ επέκταση σε Ταφσάν Νταγ, Αγιού-Τεπε κ.α. Άλλωστε, με δική του προτροπή το 1914 πολλοί κάτοικοι της Πάφρας βγήκαν στα βουνά αφότου αρνήθηκαν να καταταγούν στον τουρκικό στρατό στο πλαίσιο της γενικής επιστράτευσης για τον Α’ Παγκόσμιο, ενώ τρία χρόνια αργότερα ο δεσπότης ανέλαβε και ηγετικό ρόλο κατευθύνοντας τις ένοπλες ομάδες των Ελλήνων.
«Η δράση του Αγριτέλλη πρέπει να εκτιμηθεί στο πλαίσιο της προέλασης του ελληνικού στρατού στη Μικρασία και της προσπάθειας δημιουργίας αυτόνομης ποντιακής πολιτείας. Μόνο στην περιφέρεια της Μητρόπολης της Αμασείας και της Νεοκαισάρειας υπήρχαν 18.000 Πόντιοι αντάρτες με πλήρη οπλισμό» γράφει ο Χρήστος Σαμουηλίδης στην Ιστορία του ποντιακού ελληνισμού.
Είναι σαφές ότι ο μητροπολίτης Γερμανός Καραβαγγέλης και ο επίσκοπος Ευθύμιος Αγριτέλλης είχαν ταυτίσει τη Μητρόπολη με το στρατηγείο των αντάρτικων σωμάτων, βάζοντας τους εαυτούς τους στη λίστα των εχθρών του Μουσταφά Κεμάλ. Για τον επίσκοπο Ζήλων η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι θεωρείται η επίθεση στην κωμόπολη Τσασούρ (το σημερινό Σούσεχιρ), που ήταν έδρα συντάγματος τουρκικού στρατού με 2.500 στρατιώτες, 700 χωροφύλακες και περισσότερους από 400 ένοπλους τσέτες (ατάκτους).
Παραμονή του Δεκαπενταύγουστου του 1919 συγκέντρωσε 12.000 ενόπλους με γενικό αρχηγό τον Κυριάκο Παπαδόπουλο στη Μονή της Ματωμένης Σπηλιάς του Νεπιέν Νταγ, στην Παχατζάχ Παναγιασί (Παναγία η Περίβλεπτος).
Τότε λέγεται πως ο δεσπότης χόρεψε τεκ καϊτέ, τον αντάρτικο χορό της Πάφρας, όπως γινόταν πριν από κάθε μεγάλη μάχη.
Η επίθεση εναντίον των Τούρκων είχε ως αποτέλεσμα την καταστροφή της πόλης· ήταν ένα μεγάλο πλήγμα στις δυνάμεις που στρατοπέδευαν στην περιοχή, αλλά ταυτόχρονα σφράγισε τρόπον τινά τη μοίρα του Ευθύμιου Αγριτέλλη που πλέον ήταν καταζητούμενος ως αρχηγός των ανταρτών στον δυτικό Πόντο.
Το 1921 ιδρύθηκαν από την Εθνοσυνέλευση της Άγκυρας και τα Δικαστήρια Ανεξαρτησίας, τα οποία εγκαταστάθηκαν στην Αμάσεια για να δικάσουν τους εσωτερικούς εχθρούς του καθεστώτος και της ανεξαρτησίας.
«Η κεμαλική αγριότης εφεύρε δραστικώτατον μέτρον εξολοθρεύσεως και καταστροφής των Ελλήνων του Πόντου, τα “Δικαστήρια Ανεξαρτησίας”, τα οποία ουδέν άλλο είναι, ή η επίσημος εμφάνισης του εξοντωτικού σχεδίου των Τούρκων εναντίον των χριστιανών» είχε πει σε ομιλία του στη Βουλή στις 18 Μαΐου 1922 ο υπουργός Εξωτερικών Γεώργιος Μπαλτατζής.
Ο επίσκοπος Ζήλων, ο πρωτοσύγκελος Πλάτων Αϊβαζίδης και άλλοι επιφανείς της Αμάσειας συνελήφθησαν στις 21 Ιανουαρίου 1921 και καταδικάστηκαν σε θάνατο δι’ απαγχονισμού. Ο μητροπολίτης Γερμανός Καραβαγγέλης ήταν ο μόνος που γλίτωσε, καθώς τη στιγμή της καταδίκης ήταν εν πλω επιστρέφοντας από το Βουκουρέστι.
Το τελευταίο Πάσχα της ζωής του ο Ευθύμιος Αγριτέλλης το πέρασε στη φυλακή. Ο Χρήστος Σαμουηλίδης και πάλι, στο Μαύρη Θάλασσα – Χρονικά από την τραγωδία του Πόντου, περιγράφει:
«Κατά την ημέρα του Πάσχα, 18 Απριλίου του 1921, πηγαίνοντας προς τα αποχωρητήρια των φυλακών, περνώντας από το διάδρομο όπου βρίσκονταν και άλλα κελιά με φυλακισμένους, είχε την ευτυχία να τους χαιρετήσει με το “Χριστός Ανέστη”, και να τους ευχηθεί “Καλή λευτεριά”. Αυτό ήταν αρκετό να κάνει τους βαρβάρους δεσμοφύλακες να τον οδηγήσουν στα υπόγεια των φυλακών όπου κρατούνται οι βαρυποινίτες που ήσαν γεμάτοι βρωμιά, ψείρες και μικρόβια. Σε 3-4 μέρες μολύνθηκε από τα μικρόβια και προσβλήθηκε από εξανθηματικό τύφο.
»Όταν τον μετέφεραν στον πάνω όροφο ήταν στα κακά του χάλια. Σε λίγες ημέρες μαζί με άλλους δύο συγκρατουμένους, τον Βασίλη Καλαϊτζή και τον Ανδρέα Κολλάρο, πεθαίνει από τη φοβερή αυτή αρρώστια. Μόλις και μετά βίας οι Τούρκοι επιτρέπουν στον φίλο και συναγωνιστή του πρωτοσύγκελο Πλάτωνα να τον συνοδέψει νεκρό ως την έξοδο της φυλακής και να του αποδώσει τον τελευταίον ασπασμόν».
Η μνήμη του επισκόπου Ζήλων Ευθύμιου Αγριτέλλη τιμάται στη γενέτειρά του στις 29 Μαΐου, ενώ γιορτάζει και με τους άλλους Μικρασιάτες νεομάρτυρες την Κυριακή προ της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού (14 Σεπτεμβρίου).