Κοντάκιο του Αγίου Ρωμανού του Μελωδού με ακροστιχίδα: «τούτο ταπεινού Ρωμανού». Διαβάστε το Μέρος Α’ και το Μέρος Β’.
Ελεύθερη απόδοση στη σύγχρονη μορφή της γλώσσας μας από τον Θεόφιλο Πουταχίδη.
ια’. Μόλις τ’ ακούει ο Χριστός αυτά που φώναξ’ ο Άδης, ξεκάθαρα του μίλησε κι αμέσως έτσι του είπε:
«Με κατακρίνεις, μ’ εγκαλείς· μα εγώ απ’ τη μεριά μου, δεν θέλω στο παραμικρό κάπως να σ’ αδικήσω,
»ακόμα κι αν είσ’ άδικος· ας είσαι κι αναιδέστατος κι άξιος κατηγορίας.
»Αν έγινα άνθρωπος εγώ ‒κι όπως καλά το βλέπεις καθόλα αναμάρτητος‒,
»δεν έπαψα ούτε στιγμή να είμαι ο Λόγος του Θεού, όλης της πλάσης Κτίστης· να είμαι, δηλαδή, ο Θεός, ο Κύριος των πάντων.
»Όμως, κι αν είμαι ο Θεός, δεν είναι ότι αντιδικώ ως Δέσποτας και Κύριος εδώ που συζητάμε.
»Αντίθετα· ως του Αδάμ απόγονος, απ’ τη σκοπιά τ’ ανθρώπου εκφέρω επιχειρήματα, ώστε να κρίνουμε σωστά το αν όντως αδικείσαι.
»Αυτό είναι που έγινα: άνθρωπος, καθώς βλέπεις. Κι έτσι, λοιπόν, είναι που εγώ θα σε κατανικήσω·
»κι αν ως τα δω ήσουν κάτοχος μιας τέτοιας εξουσίας, από το θρονί σου τώρα εγώ σε ρίχνω παραχρήμα, γιατί είμ’
»Ζωή κι Ανάσταση.
ιβ’. »Τι χάρη που ’χει μια ζωή δίχως φθορά και πεθαμό! Τέτοια ζωή είχε ο Αδάμ, καθώς αυτός είχε πλαστεί απ’ τους ανθρώπους πρώτος.
»Ο που έπλασα τα Σύμπαντα, εγώ είμ’ απ’ τη φύση μου η αληθινή ζωή.
»Εκείνον, όμως, τον καιρό, εσύ πού ήσουν Άδη; Ήσουν ανύπαρκτος κι εσύ, κι ο Θάνατος το ίδιο ‒ δεν είχε υπόσταση κι αυτός.
»Απότοκα της συμφοράς μιας αμαρτίας τρομερής, αυτό είστε κι οι δύο ‒ για κείνον, λέω, και για εσέ.
»Αφού ο Αδάμ δουλώθηκε, λοιπόν, στην αμαρτία, όταν τον εξαπάτησε κείνος εκεί ο πλάνος,
»έγινε κι υποχείριο κι αιχμάλωτος
»δικός σας ‒ ήταν δικός σου, δηλαδή, και του πικρού Θανάτου.
»Γι’ αυτό λέω πως το είναι σας δεν έχει στέρια βάση, κι είστε ολωσδιόλου ευάλωτοι.
»Μ’ αυτά κι αυτά, πώς να γενεί οι δυο σας να κρατήσετε τον που ’ν’
»Ζωή κι Ανάσταση;
ιγ’. »Η τόση ανοησία σου φούσκωσε τα μυαλά σου, κι όλο το γένος του Αδάμ ‒με σκεπτικό πως είχανε μερίδιο κληρονομικό κι αυτοί στην αμαρτία‒
»με βία εσύ το κράταγες· στη φυλακή σου το έκλεινες, γιατί ήταν υπόλογοι στο χρέος του προγόνου.
»Κι έτσι για σε ήταν ένοχος κάθε τ’ Αδάμ απόγονος ‒ που έτσι κι αλλιώς γεννιότανε μέσα στην αμαρτία.
»Τέκνα ήταν όλοι της φθοράς, καθώς ήταν γεννήματα κάποιου άνδρα της συνεύρεσης, της μίξης με γυναίκα.
»Εγώ όμως είμαι ελεύθερος, συμμετοχή δεν έχω σε όλα αυτά τα πράγματα – ούτε στην αμαρτία, ούτε είμαι από συνεύρεση, όπως αυτή που λέμε.
»Αν και γεννήθηκα άνθρωπος, καθώς ο ίδιος θέλησα,
»πριν και μετά τον τοκετό η μητέρα μου παρθένος, έτσι στον κόσμο μ’ έφερε
»εμέ τον αναμάρτητο που έδωσα το αίμα μου για χάρη του Πατέρα,
»για να σωθούνε οι πάντες ‒ για όλους
»Ζωή κι Ανάσταση.
ιδ’. »Για σένα είναι εύκολο τη ζωή μου να ερευνήσεις, για να το δεις και μόνος σου πως όσο και να ψάξεις δεν θα εύρεις πράγμα άδικο, κάτι κακό στα έργα μου ή ακόμα και στα λόγια.
»Γιατί ούτε πράξη αμαρτωλή δεν έχω ποτέ κάνει, μα ούτε και το στόμα μου έχει ποτέ εκστομίσει κανέναν λόγο δολερό.
»Γι’ αυτό είναι που ρώτησα, γι’ αυτό είναι που λέω: “Ποιος είναι ανάμεσα σε σας να με κατηγορήσει για κάτι, οτιδήποτε, για κάποια αμαρτία;”.
»Μέσα σε όλους τους νεκρούς, μόνος τώρα αναδείχτηκα καθόλα πεντακάθαρος
»και παντελώς αμέτοχος σε κάθε αμαρτία π’ άνθρωπος με τη σάρκα του δύναται να διαπράξει.
»Πώς τόλμησες, λοιπόν, εσύ; Πες Άδη ‒σε ρωτάω!‒ εμέ τον αναμάρτητο να θέλεις ως κρατούμενο εδώ να με κρατήσεις; Γιά πες, για ποιο αδίκημα υπεύθυνο με βρίσκεις;
»Είσαι καλοδεχούμενος, ολόκληρο τον βίο μου στην κάθε λεπτομέρεια τώρα να τον ελέγξεις.
»Γιατί θα ’θελα, πράγματι, να μάθεις την αλήθεια,
»ώστε να το παραδεχτείς και μόνος σου να το δεχτείς πως δίκαια σε διαδέχομαι τώρα στην εξουσία, ότι είμ’
»Ζωή κι Ανάσταση.
ιε’. »Και βέβαια αγανακτείς, ως αναιδής που είσαι. Η απόφασή μου είν’ δίκαια να σας πετάξω έξω·
»γιατί είστε άδικοι, κακοί, του σκότους είστ’ οι άρχοντες, του δίκαιου παραβάτες.
»Βρήκες λοιπόν κάτι για εμέ, από αμαρτία κατιτί, έστω κι απολειφάδι;
»Αν ναι, τότε εμπρός! Έχεις κάθε δικαίωμα, βρε άδικε δυνάστη, ν’ ασκήσεις και επάνω μου την εξουσία σου όλη.
»Αν όμως δεν βρεις τίποτα, τότε αμέσως δώσ’ μου εκείνο το γραμμάτιο που ’χεις στην κατοχή σου,
»γιατί παραβασίστηκες σε τούτο το χρεόγραφο και έγινες
»θρασύτατος πολύ απέναντι μου ‒ στον αναμάρτητο Χριστό δεν πρέπει τέτοιο θράσος!
»Εμπρός να ετοιμάζεσαι τώρα να μ’ αποδώσεις όλους όσους παρέλαβες,
»αυτούς που εγώ ανέστησα, αφού είμ’
»Ζωή κι Ανάσταση.