Στη δεκαετία του 1890 αρκετοί Αρμένιοι πατριώτες εγκατέλειψαν την οθωμανική επικράτεια για να γλυτώσουν από τις διώξεις του χαμιτικού καθεστώτος και βρήκαν καταφύγιο στην Αθήνα και σε άλλες πόλεις της Ελλάδας.
Ωστόσο, το φιλαρμενικό κλίμα που υπήρχε εκείνα τα χρόνια κινδύνευσε σοβαρά να διαταραχτεί λόγω μιας σειράς εχθρικών δημοσιευμάτων στον ελληνικό Τύπο τον Αύγουστο του 1905, με αφορμή την ανακάλυψη βομβών και δυναμίτιδας που ανήκαν σε Αρμενίους.
Τα όπλα και τα εφόδια θα διοχετεύονταν από το λιμάνι του Πειραιά στη Σμύρνη και σε διάφορες πόλεις της Κιλικίας, για τη στήριξη του αρμενικού επαναστατικού κινήματος.
Ως υπαίτιοι της διακίνησης όπλων συνελήφθησαν αρκετοί Αρμένιοι, ανάμεσά τους οι Σογομών Ταρμανιάν, Αγκόπ Τακματζιάν, Λεβόν Σαλτζιάν, και κάποιος ονόματι Λεβόν, όλοι τους μέλη του κόμματος Ντασνάκ, καθώς και ο ιερέας της Αρμενικής εκκλησίας (της σημερινής Αρμενικής Μητρόπολης στην οδό Κριεζή) Αβεντίς Αβεντισιάν.
Εκείνες τις μέρες είχε εκδηλωθεί η αποτυχημένη απόπειρα κατά του σουλτάνου Αμπντούλ Χαμίτ στην Κωνσταντινούπολη έξω από το τζαμί όπου είχε πάει για να προσευχηθεί. Από την πρόωρη έκρηξη της βόμβας λέγεται ότι σκοτώθηκαν 25 άτομα και τραυματίστηκαν γύρω στα 60. Η τουρκική αστυνομία συνέλαβε αρκετούς Αρμενίους και έγιναν πολλές διώξεις σε βάρος του αρμενικού πληθυσμού της Πόλης.
Για το λόγο αυτό, οι τουρκικές μυστικές υπηρεσίες έστειλαν στην Αθήνα κλιμάκιο Τούρκων πρακτόρων με επικεφαλής τον Σαγίντ πασά, για να διεξάγουν έρευνες και σε συνεργασία με τον Τούρκο πρόξενο να παρακολουθήσουν το έργο των ελληνικών ανακριτικών Αρχών.
Παράλληλα, οι Τούρκοι προσπάθησαν μέσω πληρωμένων κονδυλοφόρων και κατασκευασμένων δημοσιευμάτων να δηλητηριάσουν την ελληνική κοινή γνώμη και να τη στρέψουν εναντίον των Αρμενίων, παρουσιάζοντας την ανακάλυψη του «αρμενικού οπλοστασίου» ως συνεργασία Αρμενίων και Βούλγαρων με στόχο να πλήξουν την ελληνική κυβέρνηση και τις σχέσεις Ελλάδας-Τουρκίας.
Μάλιστα, έφτασαν στο σημείο να ισχυριστούν ότι οι Αρμένιοι είχαν στόχο να ανατινάξουν δημόσια κτήρια, υπηρεσίες κοινής ωφέλειας, αλλά και τον… Παρθενώνα, να γκρεμίσουν τα Ανάκτορα και το Πανεπιστήμιο!
Είναι χαρακτηριστικό το δημοσίευμα της εφημερίδας Εμπρός στις 25 Αυγούστου 1905 που έδινε ανάγλυφο το κλίμα εκείνης της εποχής:
«Εκπλήττει και κινεί εις αγανάκτησιν πάσα νέα αποκάλυψις ήτις φέρει εις φως καθ’ όλην αυτού την έκτασιν το έργον των Αρμενίων εν Αθήναις. Και η αγανάκτησις αύτη απευθύνεται μάλλον κατά των αρχών υπό τας όψεις των οποίων ετελούντο ταύτα, χωρίς να λάβωσι την παραμικράν υπόνοιαν. Ολόκληρα εργοστάσια και αποθήκαι δυναμίτιδος ήσαν εγκαθιδρυμένα από πολλού εις τας Αθήνας και τον Πειραιά εξάγοντα τα προϊόντα των ακωλύτως εις την Τουρκίαν, κατά τον ίδιον τρόπον με τον οποίον οι Βούλγαροι εξήγον επί σειράν ετών χιλιάδας όπλων εις την Μακεδονίαν, ημών κοιμομένων και με τον ίδιον τρόπον με τον οποίον αυτήν την στιγμήν ακόμη εξάγονται λαθρεμπορικώς όπλα Γκρα διά των Ελληνικών συνόρων εις μικράς ποσότητας, μεταφερόμενα ανά δύω διά των χειρών των Τούρκων στρατιωτών και πωλούμενα εις τους Βουλγάρους, ημών αδιαφορούντων.
»Δεν επιτρέπεται δε η εργασία αύτη των Αρμενίων να κριθή επιεικώς ως εργασία αποβλέπουσα εις την απελευθέρωσιν λαού υπόδουλου κατά της οποίας ουδείς ελευθερόφρων θα προέβαλεν αντίρρησιν, εκτός της εγκαταστάσεως αυτής εν Ελλάδι. Αλλά πρόκειται περί καταχθονίου ανατρεπτικής εργασίας, απειλούσης το καθεστώς ολοκλήρου της Τουρκικής αυτοκρατορίας. Μη έχοντες το θάρρος οι Αρμένιοι να εξεγερθώσιν εις φανεράν κατά της Τουρκίας επανάστασιν, ως επράξαμεν και ημείς κατά το 1821 και να μετρηθώσι στήθος προς στήθος, συγκροτούσιν αναρχικάς συμμορίας και ζητούν να δολοφονήσουν τας κορυφάς, της εν Κωνσταντινοπόλει αρχής και ν’ ανατρέψουν και να καταστρέψουν δημόσια καταστήματα, προκαλούντες την αποσύνθεσιν, σύμφωνοι κατά τούτο μετά των Βουλγάρων των οποίων ακολουθούσι το σύστημα και σύμμαχοι αυτών πιστοί, εν τη ιδέα του εναντίον του ελληνικού στοιχείου αμείλικτου πολέμου.
»Αλλ’ εκτός του ότι η Ελλάς, έχουσα τοσούτον σοβαρά μετά της Τουρκίας συμφέροντα δεν θα ηδύνατο να επιτρέψη ποτέ την επί του εδάφους αυτής εγκατάστασιν τοιαύτης εργασίας, το άμεσον αυτής ενδιαφέρον υπέρ των εν Τουρκία Ελληνικών πληθυσμών και της εν αυτή ησυχίας και τάξεως, ουδέποτε θα ενέπνεον εις αυτήν την ιδέαν οιασδήποτε ανοχής του προγράμματος τούτου. Απεναντίας μάλιστα θα αντιδράση κατά των αποπειρών τούτων ως εχθρικότατων εις τον Ελληνισμόν, διότι πάσα μείωσις και πάσα βλάβη της Τουρκικής αυτοκρατορίας κατά την στιγμήν ταύτην αποτελεί σοβαρώτατην βλάβην των Ελληνικών συμφερόντων. Εάν υπάρχη τι όπερ παρέχει την ελπίδα επιτυχούς αντιδράσεως κατά των ανατρεπτικών τούτων τάσεων του Αρμενοβουλγαρικού αναρχισμού της οποίας θύμα έπεσε προ δύο ετών η Θεσσαλονίκη και σήμερον η Ανδριανούπολις και απειλείται ήδη η Κωνσταντινούπολις και η Σμύρνη, είνε η ειλικρινής μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδος σύμπραξις».
Η καθημερινή Σκριπ στις 26 Αυγούστου 1905 έγραφε:
«Δυστυχώς οι Αρμένιοι, παλινωδούντες και επηρεασθέντες υπό του σλαυΐζοντος, εν Γενεύη Αρμενικού Κομιτάτου “Tροσάκ”, συνετάχθησαν τοις Βουλγάροις Κομιτατζήδαις και εφαντάσθησαν, ότι εν συμπράξει μετά των Βουλγάρων ηδύναντο να προκαλέσωσιν, εκτρεπόμενοι εις αναρχικάς αποπείρας και δημιουργούντες σφαγάς, την επέμβασιν των Μεγάλων Δυνάμεων, εκ της ελεημοσύνης και μόνον των οποίων οι Βούλγαροι και οι Αρμένιοι απεκδέχονται την εκπλήρωσιν των ονείρων αυτών».
Το αποτέλεσμα ήταν η απληροφόρητη ελληνική κοινή γνώμη να στραφεί εναντίον των Αρμενίων, να γίνουν αντιαρμενικές διαδηλώσεις και να δεχθεί επιθέσεις με πέτρες η αρμενική εκκλησία της Αθήνας. Η ελληνική Αστυνομία, μετά από προτροπή των Τούρκων, αναζήτησε ως πρωταίτιο της συνωμοσίας έναν Αρμένιο ονόματι Ζαν Ζακόμπ, που δεν ήταν άλλος από τον Σαρχάντ*, μέλος του κόμματος Ντασνάκ, ο οποίος είχε μόλις αφιχθεί στην Αθήνα προερχόμενος από το Βατούμ της Γεωργίας.
Ωστόσο, ο ίδιος ο Σαρχάντ εμφανίστηκε οικειοθελώς στην Αστυνομία αγνοώντας το περιστατικό με τα πυρομαχικά που βρέθηκαν σε βαλίτσα στο καφεκοπτείο του Ιωάννη Οσκερσιάν στην οδό Απόλλωνος 27, κοντά στη Μητρόπολη.
Ο Σαρχάτ, δεινός γνώστης της ελληνικής γλώσσας που πολέμησε ως εθελοντής με τον ελληνικό στρατό στον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο του 1897, εξήγησε στους αστυνομικούς ότι οι σύντροφοί του είναι Αρμένιοι επαναστάτες που μάχονται εναντίον του οθωμανικού καθεστώτος, ότι δεν έχουν τίποτα εναντίον της Ελλάδας, ότι την θεωρούν μια ελεύθερη και φίλη χώρα και ότι αγοράζουν όπλα που στη συνέχεια τα στέλνουν στην Ανατολία για την αυτοδιάθεση του αρμενικού λαού.
Επίσης έδωσε εξηγήσεις για την απόπειρα δολοφονίας εναντίον του σουλτάνου Αμπντούλ Χαμίτ, διαμαρτυρόμενος για την άδικη σύλληψη των συντρόφων του που πραγματοποιήθηκε μετά από υπόδειξη των Τούρκων πρακτόρων.
Ο αστυνομικός διευθυντής μετά τις εξηγήσεις του Σαρχάντ έδωσε συνέντευξη Τύπου καθησυχάζοντας την κοινή γνώμη για τις πραγματικές διαστάσεις της υπόθεσης.
Μετά από λίγο διάστημα ο Αρμένιος ιερέας και είκοσι περίπου συλληφθέντες αφέθηκαν ελεύθεροι, ενώ οι τέσσερις σύντροφοι μαζί με τον Σαρχάντ παρέμειναν στη φυλακή για να παραπεμφθούν στο Κακουργιοδικείο και να δικαστούν για παράβαση του νόμου περί κατοχής και διακίνησης δυναμίτιδας.
Η απελευθέρωση των πέντε επαναστατών ήταν ζήτημα τιμής όχι μόνο για την ενήμερη πλέον ελληνική κοινή γνώμη, αλλά και για τους πολυάριθμους Έλληνες διανοούμενους και κρατικούς παράγοντες. Γνωστοί δικηγόροι της Αθήνας και της Λαμίας, όπως οι Κοφινιάτης, Κανελλόπουλος, Γκολεμάτης, Γουγκαδάκης ανέλαβαν την υπεράσπιση των κατηγορουμένων.
Εφημερίδες όπως η Ακρόπολις που είχαν πρωτοστατήσει στην εκστρατεία δημοσίευσης αντιαρμενικών άρθρων τήρησαν σιγήν ιχθύος υπό την πίεση της κοινής γνώμης, ενώ άλλες όπως η Μακεδονία ζητούσαν την αθώωση «των πέντε Αρμενίων μαρτύρων».
Το άρθρο της εφημερίδας Εμπρός στις 29 Νοεμβρίου 1905 αυτή τη φορά συνηγορούσε υπέρ των αρμενικών θέσεων:
«Αλλ’ είνε γνωστόν το ρητόν του Δον Μπαζίλιο “Συκοφαντείτε, συκοφαντείτε και κάτι θα μείνη”. Και πράγματι εάν κατά την ανάκρισιν δεν έμεινε τίποτε από τα γελοία αυτά κατασκευάσματα, έμεινεν όμως επαναλαμβάνομεν εις τον απλοϊκόν κόσμον, μία προκατάληψις, την οποίαν δεν δικαιολογούσιν ούτε οι δεσμοί χιλιετηρίδων όλων βίου μετά έθνους αδελφού και συνταλαιπωρηθέντος και συναγωνισθέντος μεθ’ ημών, ούτε αυτών των φιλήσυχων Αρμενίων εν Αθήναις η διαγωγή ουδέποτε ουδεμίαν εις ουδένα αφορμήν παραπόνου παρασχόντων.
»Οι Αρμένιοι δεν πρέπει να λησμονή τις οπόσους δεσμούς έχουσι μεθ’ ημών. Η πατρίς των είναι κοινή πατρίς, αρκεί μόνον να ενθυμηθώμεν ότι η κιβωτός του Νώε εκαθέσθη επί του Αραράτ. Επί της εποχής δε του Βυζαντίου διέπρεψαν διασημότατοι Αρμένιοι στρατηγοί μαχόμενοι εις το πλευρόν των Ελλήνων Αυτοκρατόρων ως ο Μοζέζ Κινόζι και Βαρτάν Πηλίκ, ως οι μεγάλοι στρατηγοί Βασιλείου του Βουλγαροκτόνου. Τελευταίον δε ακόμη εις τας Αθήνας είδομεν Αρμενίους μετέχοντας γενναίως των αγώνων της Κρήτης, μεταξύ των οποίων είνε σήμερον και είς κατηγορούμενος ο Συμεών Ιερομνιάν, μετέχοντας του ελληνοτουρκικού πολέμου. Και ενθυμούμεθα ακόμη την ωχράν και γλυκείαν μορφή του Αρμενίου Τιγράν Γεργκάτ, ο οποίος με τον άφθαστον λυρισμόν του απέσπασε δάκρυα εις τας αίθουσας του “Παρνασού” και εξέπνευσε με τους τελευταίους παλμούς φερόμενους προς την αιματόβρεκτον πατρίδα του.
»Ποία όμως είναι επί τέλους η κατηγορία δια την οποίαν οι άνθρωποι αυτοί πρέπει να δώσουν λόγον σήμερον εις την Διαιοσύνην; Έβλαψαν κανένα; Εξετέλεσαν έγκλημα εις την χώραν μας; Από πότε δε αι ιδέαι περί απελευθερώσεως της δούλης πατρίδος τινός αποτελούσι στοιχεία κατηγορίας; Ο Καραϊσκάκης και ο Κολοκοτρώνης εις την συνείδησιν του έθνους είνε ήρωες. Ήρωες δεν είνε τάχα εκείνοι οίτινες διεξάγουν τον απεγνωσμένον αγώνα να επανίδουν πραγματοποιούμενον το ιερόν όνειρον μιας ελεύθερης πατρίδος;
»Αλλά το βούλευμα παραπέμπει αυτούς, διότι συνέστησαν… συμμορίαν (!!) να διαπράξουν εν Ανατολή ταραχάς, εκ των οποίων ενδεχόμενον ήτο να πάθωσι και Έλληνες!
»Καλούνται δε να απολογηθώσι δι’ έγκλημα το οποίον δεν διέπραξαν, δι’ αποτέλεσμα το οποίον δεν επήλθε, δια πράξιν, η οποία δεν στηρίζεται εις την λογικήν και την δικαιοσύνην. Διότι απλούστατα οι μεγαλόψυχοι αυτοί ελευθερωταί και ουχί συμμορίται, ως τους θέλει το βούλευμα, εσκόπουν και έχουν το θάρρος να μη το αρνούνται, να προκαλέσουν ταραχάς εις τα όρια της Περσίας, όπου είναι η πατρίς των και όπου ουδείς, απολύτως ουδείς Έλλην υπάρχει.
»Ιδού η φοβερά και τρομερά κατηγορία των. Ιδού το έγκλημα, το οποίον διέπραξαν. Εισήγαγον βόμβας ισχυρίζονται πολλοί, εισήγαγον εκρηκτικάς ύλας, αι οποίαι ήτο ενδεχόμενον –και εδώ πάλιν ενδεχόμενον!– να εκραγώσιν εν Αθήναις και να έχωμεν δυστυχήματα. Ούτω επιστεύθη, διότι ούτω εγράφη. Και το δηλητήριον του Τύπου ενήργησε και εις την περίστασιν ταύτην.
»Αλλ’ οι ένορκοι της Λαμίας θα πεισθώσι μεθαύριον ότι βόμβαι δεν εισήχθησαν! Θα πεισθώσι δε διότι η ανάκρισις, παρά τα γραφέντα ψευδολογήματα, δεν κατώρθωσε ν’ ανακαλύψη βόμβας εν Αθήναις, το δε κατασχετήριον ομιλεί περί ανακαλύψεως χημικών σκευασιών, αι οποίαι δύνανται μεν να μεταβληθώσιν εις βόμβας, αλλ’ αι οποίαι αυτοτελείς ως ήσαν, είνε εντελώς ακίνδυνοι και αβλαβείς. Εν τη ευσυνειδησία δε η οποία διακρίνει πάντοτε τα ορκωτά δικαστήρια, τα εκπροσωπούντα την πεφωτισμένην λαϊκήν κρίσην, θ’ ακούσωμεν, ημείς δεν αμφιβάλλομεν καθ’ ολοκληρίαν, ότι δεν υπάρχει καμμία ενοχή εις τους κατηγορούμενους, ότι δεν διέπραξαν ουδέν αδίκημα.
»Επί τέσσαρας ολόκληρους μήνας εσήποντο στερούμενοι της προσωπικής των ελευθερίας. Και αν επρόκειτο τουλάχιστον η βάσανος αύτη να έχη ως αποτέλεσμα την απελευθέρωσιν της πατρίδος των με πόσην χαράν δεν θα έδιδον και την ζωήν των ακόμη!»
Η δίκη διεξήχθη στο Κακουργιοδικείο της Λαμίας και διήρκησε τρεις μέρες. Και οι πέντε κατηγορούμενοι κρίθηκαν ομόφωνα αθώοι από το δικαστήριο και αφέθηκαν ελεύθεροι. Μετά το πέρας της δίκης ο δήμαρχος της πόλης παρέθεσε γεύμα προς τιμήν των αθωωθέντων και των συνηγόρων υπεράσπισης!