Τη μνήμη των αγίων και ισαποστόλων Κωνσταντίνου και Ελένης τιμά και εορτάζει στις 21 Μαΐου η Εκκλησία μας. Ο πρώτος βασιλιάς των χριστιανών και η μητέρα του αποτελούν σημαντικά πρόσωπα για τον Χριστιανισμό, που επί των ημερών τους έπαψε να είναι μια θρησκεία υπό διωγμό.
Ποιοι ήταν όμως ο Μέγας Κωνσταντίνος και η Αγία Ελένη;
Η Αγία Ελένη
Ήταν η μητέρα του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Γεννήθηκε στη Γιάλοβα της Μ. Ασίας (Δρέπανο Βιθυνίας) στα μέσα του 3ου αιώνα μ.Χ. Όταν ήταν περίπου 20 ετών γνωρίστηκε με τον Κωνστάντιο Χλωρό, αξιωματούχο της Αυτοκρατορίας, τον οποίο παντρεύτηκε το 270 με βάση ειδικό νόμο ο οποίος επέτρεπε το γάμο αξιωματούχων με γυναίκες λαϊκής καταγωγής.
Καρπός του γάμου ήταν ο Κωνσταντίνος, ο μετέπειτα μονοκράτορας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ο οποίος γεννήθηκε στη Ναϊσσό της Μοισίας (Νίσσα Σερβίας). Όμως ο Κωνστάντιος για να προβιβαστεί από τον Διοκλητιανό σε καίσαρα Γαλατίας, Ισπανίας και Βρετανίας χώρισε την Ελένη και παντρεύτηκε την ανιψιά του Μαξιμιανού Θεοδώρα.
Τότε η Αγία Ελένη μαζί με τον Κωνσταντίνο παρέμειναν υπό τη φρούρηση του Διοκλητιανού και στη συνέχεια του Γαλέριου, για να μπορούν να ελέγχουν τον Κωνστάντιο. Η ανάληψη του καισαρικού αξιώματος από τον Κωνστάντιο λειτούργησε ευνοϊκά για την Εκκλησία, αφού ακόμη και κατά την περίοδο των διωγμών που εξαπέλυσε ο Διοκλητιανός οι πιστοί σε αυτή την περιοχή δεν καταδιώχτηκαν. Επίσης, με την άνοδο του Χλωρού στο αξίωμα άνοιξε ο δρόμος και για τον γιο του Κωνσταντίνο.
Η Αγία Ελένη επανήλθε στη δημόσια ζωή κατά την ανάδειξη του Κωνσταντίνου σε καίσαρα το 306, οπότε ο Κωνσταντίνος την έφερε κοντά του στα Τρέβηρα και ακολούθως την πήρε μαζί του στη Ρώμη. Την ανακήρυξε σε αυγούστα όταν αυτός παρέμεινε μονοκράτορας νικώντας τον Λικίνιο, ενώ στην πορεία λειτούργησε ως σύμβουλος και συνεργάτρια του.
Στη μητέρα του παραχώρησε το ανάκτορο στο Σεσσόριο του Λατερανού, όπου έκτισε μια εκκλησία ώστε να μπορεί να επιτελεί το φιλανθρωπικό και πνευματικό έργο της. Στη συνέχεια η Αγία Ελένη, με τη συγκατάθεση του Κωνσταντίνου, ανάλαβε η ίδια την ευθύνη της ανοικοδόμησης ναών και το κτίσιμο νέων εκκλησιών και ευαγών ιδρυμάτων σε όλη την επικράτεια της Αυτοκρατορίας. Ο ιστορικός Ευσέβιος αναφέρει σχετικά: «Ελένη αυγούστα… ευσεβούς τεκμήρια διαθέσεως ίδρυσε».
Η εύρεση του Τίμιου Σταυρού
Πέραν, όμως, της ζωής και του έργου της Αγίας Ελένης στο πλευρό του γιού της, το πιο σημαντικό γεγονός που σφράγισε την ίδια ήταν η μετάβασή της στους Αγίους Τόπους. Εκεί, σύμφωνα με την παράδοση κατόπιν θεϊκού σημείου βρήκε το σταυρό του Κυρίου το 326 μ.Χ.
Η Αγία Ελένη αποφάσισε να οικοδομήσει επιτόπου το ναό της Αναστάσεως, ένα ακόμη ναό επάνω από το Σπήλαιο της Γεννήσεως στη Βηθλεέμ και άλλους δύο, ένα στο όρος της Αναλήψεως και ένα στο ορός Θαβώρ.
Κατόπιν, αναχώρησε για την Κωνσταντινούπολη μεταφέροντας μαζί της τεμάχια του Τιμίου Ξύλου. Στην πορεία της πέρασε για δεύτερη φορά από την Κύπρο. Έτσι αποβιβάστηκε νότια του νησιού κοντά στο σημερινό Ζύγι.
Στην περιοχή στην οποία αποβιβάστηκε υπήρχε ένα ποτάμι που ονομάστηκε βασιλοπόταμο, κοντά στο οποίο εναπόθεσε τους σταυρούς – κατά την παράδοση, επειδή οι τρεις σταυροί είχαν παραμείνει μαζί για πολλά χρόνια, τους αποσύνδεσε, έσμιξε τα ξύλα τους και τους ξαναέφτιαξε. Από το ξύλο του υποποδίου του σταυρού του Χριστού έφτιαξε, επίσης, έναν άλλο μικρό σταυρό.
Το όραμα για το ναό στην Κύπρο
Η παράδοση αναφέρει πως κατά τη διάρκεια του ύπνου της ένας νέος με αγγελική μορφή της είπε: «Σεβαστή μου βασίλισσα, είμαι απεσταλμένος του Παναγάθου Θεού, για να σου εκφράσω το θέλημά Του. Όπως εκεί στα Ιεροσόλυμα έκτισες ναούς, για να δοξάζεται και να υμνείται ο Θεός, έτσι κι εδώ, σε τούτο το νησί το ευλογημένο, πρέπει να πράξεις το ίδιο. Να κτίσεις κι εδώ ιερό ναό, τον οποίο μάλιστα να θεμελιώσεις με το Τίμιο Ξύλο, για να προσκυνάται και να δοξάζεται στους αιώνες ο Σταυρός του Κυρίου από τους κατοίκους αυτού του τόπου. Εδώ θα ζουν Χριστιανοί μέχρι τη συντέλεια του κόσμου».
Η Αγία όταν ξύπνησε διέταξε αμέσως να γίνει όπως ο λαμπρός εκείνος νέος της υπέδειξε. Ο ένας όμως από τους μεγάλους σταυρούς είχε εξαφανιστεί και εθεάθη στην κορυφή του βουνού Όλυμπος. Εκεί, λοιπόν, βρέθηκε το Τίμιο Ξύλο, που προς στιγμή είχε χαθεί. Τότε, η Αγία Ελένη με τους συνεργάτες της έκτισαν ναό τον οποίο εγκαινίασαν με το Τίμιο Ξύλο. Έκτοτε το βουνό αυτό ονομάζεται Σταυροβούνι, όπου μέχρι σήμερα υπάρχει η ομώνυμη Ιερά Μονή.
Κατόπιν η Αγία αναχώρησε για την Βασιλεύουσα όπου ο Κωνσταντίνος υποδέχθηκε τον Τίμιο Σταυρό, τους τέσσερις ήλους (καρφιά) και την μητέρα του με κάθε λαμπρότητα. Σημειώνουμε ότι απ’ αυτούς τους τέσσερις ήλους οι δύο τοποθετήθηκαν στο στέμμα που φορούσε ο βασιλιάς Κωνσταντίνος.
Η Αγία Ελένη εκοιμήθη έναν χρόνο αργότερα σε ηλικία περίπου 81 ετών (328-329), ενώ σήμερα το μεγαλύτερο μέρος του Τιμίου Ξύλου φυλάσσεται στην Ιερά Μονή Ξηροποτάμου στο Άγιο Όρος.
Ο Μέγας Κωνσταντίνος
Είναι ο Ρωμαίος αυτοκράτορας επί των ημερών του οποίου κατοχυρώθηκε η ανεξιθρησκεία και προωθήθηκε η χριστιανική πίστη η οποία μέχρι τότε ήταν υπό διωγμό. Ανέλαβε υψηλά καθήκοντα το 306 όταν ο πέθανε ο πατέρας του, και ο στρατός τον αναγνώρισε ως αύγουστο κατόπιν της νίκης του κατά του Μαξεντίου.
Ο ιστορικός Ευσέβιος αναφέρει ότι ο Κωνσταντίνος δεν γνώριζε καλά-καλά σε ποιον ακριβώς Θεό να προσευχηθεί για να αντιμετωπίσει τον Μαξέντιο.
Όταν όμως άρχισε να αναπέμπει παρακλήσεις, μετά το μεσημέρι φάνηκε στον ουρανό ένα σημείο, ο Σταυρός με την περίφημη επιγραφή «εν τούτω νίκα». Έτσι, έχοντας τη βεβαιότητα της θείας συμπαράστασης επιτίθεται εναντίον του Μαξεντίου, τον οποίο και κατατροπώνει.
Μετά τα γεγονότα αυτά και αφού πλέον είναι ο μόνος άρχων της Αυτοκρατορίας, ο Κωνσταντίνος θα πάρει μια απόφαση που έμελλε να αλλάξει την πορεία της ανθρωπότητας: μεταφέρει την πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας από τη Ρώμη σε ένα ψαροχώρι του Βοσπόρου και πάνω στο παλαιό Βυζάντιο οικοδομεί την Κωνσταντινούπολη.
Αξιοσημείωτο γεγονός, μεταξύ άλλων, είναι η υπογραφή του διατάγματος των Μεδιολάνων το 313, το οποίο προέβλεπε να σταματήσουν οι διωγμοί και να αποφυλακιστούν οι πιστοί. Το διάταγμα υπογράφηκε με την ευκαιρία του γάμου του Λικινίου με την αδελφή του Κωνσταντία.
Με την επικράτηση του χριστιανισμού ξεκινούν και οι πρώτες έριδες στο σώμα της Εκκλησίας. Η πρώτη βόμβα που θα ταράξει τα θεμέλιά της είναι ο Άρειος ο οποίος θα υποστηρίξει τη μία και μόνη φύση του Ιησού Χριστού.
Ο Κωνσταντίνος αντιλαμβανόμενος το πρόβλημα που προκαλούσαν οι αιρέσεις στη συνοχή της Αυτοκρατορίας συγκαλεί την Α’ Οικουμενική Σύνοδο στη Νίκαια της Βιθυνίας το 325, η οποία και αποφάνθηκε ότι ο Άρειος διδάσκει αιρετικές απόψεις. Μετά το πέρας των εργασιών της Συνόδου ο ίδιος ο Κωνσταντίνος ανέλαβε την γνωστοποίηση των σχετικών αποφάσεων προς όλη την επικράτεια της Αυτοκρατορίας.
Ο Άρειος, όμως, και οι ομόφρονές του παραπλάνησαν τον Κωνσταντίνο ασκώντας την φιλολογική και φιλοσοφική τους τέχνη έπεισαν τον Κωνσταντίνο ότι η διδασκαλία τους δεν αφίσταται από το δόγμα της Οικουμενικής Συνόδου.
Παρά το γεγονός ότι ο ίδιος σε όλη του τη ζωή λάτρευε τον θεό Ήλιο, λίγο πριν πεθάνει αποφάσισε να βαπτιστεί χριστιανός.
Από τότε και μέχρι την ημέρα της κοίμησής του το 337 σε προάστιο της Νικομήδειας δεν ενδύθηκε βασιλικό μανδύα. Η κοίμησή του σημειώθηκε εννέα χρόνια μετά την κοίμηση της μητέρας του σε ηλικία 63 ετών και έγινε την ημέρα της εορτής της Πεντηκοστής, όπως αναφέρει ο ιστορικός Ευσέβιος.
- Πληροφορίες: el.wikipedia.org.