Η Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου, μια θλιβερή πτυχή της παγκόσμιας ιστορίας που προκαλεί αποτροπιασμό και αποτελεί μέγιστη ντροπή για τους θύτες, έχει τεκμηριωθεί από πλήθος επιστημόνων –ανάμεσά τους και Τούρκοι– και δεν μπορεί να αμφισβητηθεί παρά μόνο από επιλογή. Εξάλλου είναι τόσο ξεκάθαρη η στρατηγική που ακολούθησαν οι αρχιτέκτονες της ανείπωτης καταστροφής και τόσο πολλοί οι μάρτυρες από διαφορετικές πλευρές για το τι συνέβη στις αρχές του 20ού αιώνα στην περιοχή του Πόντου!
Πολλοί ήταν εκείνοι που έσπευσαν να ανέβουν στο άρμα του Μουσταφά Κεμάλ για έναν «καθαρό Πόντο», όχι απαραίτητα επειδή μοιράζονταν το ίδιο εθνικιστικό όραμα, αλλά γιατί τα οφέλη ήταν πολλά. Αν σκεφτεί κανείς ότι οι Τούρκοι πρωταγωνιστές σε εκείνα τα γεγονότα πήραν αξιώματα που δεν άξιζαν και απέκτησαν τεράστιες περιουσίες Ελλήνων, τότε αντιλαμβάνεται πως τα κίνητρα ήταν ισχυρά.
Ποια ήταν όμως τα πρόσωπα που υπέγραψαν τις σφαγές εκατοντάδων χιλιάδων Ελλήνων του Πόντου;
Μουσταφά Κεμάλ
Ο Μουσταφά Κεμάλ είναι ο ιδρυτής του σύγχρονου τουρκικού κράτους. Έγραψε την προσωπική του ιστορία με αίμα, συνεχίζοντας τις αγριότητες των Νεότουρκων με τη Γενοκτονία των Ποντίων. Οι πρακτικές που ακολούθησε εκθειάστηκαν αργότερα από τη ναζιστική Γερμανία του Χίτλερ, κάνοντας λόγο για το «τουρκικό μοντέλο».
Γεννήθηκε το 1880 ή 1881 στη Θεσσαλονίκη, και γύρω από την καταγωγή του υπάρχουν πολλοί μύθοι και λιγοστά στοιχεία. Πατέρας του φέρεται να ήταν ο μουσουλμάνος Αλή Ριζά, ο οποίος αρχικά δούλευε για λογαριασμό μουσουλμανικών θρησκευτικών ιδρυμάτων και υπηρέτησε ως υπολοχαγός εθελοντικής στρατιωτικής μονάδας κατά τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1877-8. Ο Αλή Ριζά πέθανε όταν ο Μουσταφά ήταν 7 ετών. Μητέρα του ήταν η Ζουμπεϊντέ Χανούμ (Zübeyde Hanım), με καταγωγή από την κωμόπολη του Λαγκαδά.
Για την καταγωγή του υπάρχουν θεωρίες ότι είχε προγόνους αλβανικής ή σλαβικής καταγωγής.
Μετά το θάνατο του πατέρα του, έφυγε με τη μητέρα του από τη Χρυσαυγή Λαγκαδά και επέστρεψε χρόνια αργότερα στη Θεσσαλονίκη όπου έζησε με τη θεία του, Χατιτζέ. Κάποιες πηγές αναφέρουν ότι έζησε κάποια χρόνια στην περιοχή των Σκοπίων.
Η στρατιωτική καριέρα
Σε ηλικία 12 ετών ο Μουσταφά εισήχθη στην κατώτερη στρατιωτική σχολή της Θεσσαλονίκης και στη συνέχεια φοίτησε στη Στρατιωτική Σχολή του Μοναστηρίου, για να καταλήξει το 1899 στην Αυτοκρατορική Στρατιωτική Ακαδημία της. Αμέσως μετά εισήχθη στη Σχολή Ειδικής Εκπαίδευσης του Γενικού Επιτελείου, από όπου το 1904 αποφοίτησε με το βαθμό του λοχαγού. Εκεί απέκτησε το όνομα «Κεμάλ», που σημαίνει ωριμότητα και τελειότητα.
Στην Κωνσταντινούπολη ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με το μεταρρυθμιστικό κίνημα των Νεότουρκων και άρχισε να αναπτύσσει πολιτική δραστηριότητα, εξαιτίας της οποίας συνελήφθη και φυλακίστηκε για αρκετούς μήνες. Μετά την αποφυλάκισή του μετατέθηκε στη Δαμασκό όπου, το 1906, οργάνωσε αντιστασιακή ομάδα την οποία ονόμασε «Πατρίδα και Ελευθερία». Αλλά μετά την «Επανάσταση για το Σύνταγμα» των Νεότουρκων, το 1908, ο Κεμάλ διαφώνησε με τους αρχηγούς τους και αποφάσισε να αποσυρθεί από την πολιτική και να αφοσιωθεί αποκλειστικά στη στρατιωτική του καριέρα.
Παίρνοντας μέρος στον Ιταλοτουρκικό Πόλεμο το 1911 και μετά στους Βαλκανικούς Πολέμους (1912-1913), ο Κεμάλ διακρίθηκε και το 1913 διορίστηκε στρατιωτικός ακόλουθος στη Σόφια. Με την καινούργια του ιδιότητα είχε την ευκαιρία να ταξιδέψει στη Δύση και να έλθει σε επαφή με τον Δυτικό τρόπο ζωής και σκέψης.
Η Καλλίπολη και οι πολιτικές φιλοδοξίες
Η στρατιωτική του καριέρα και οι πολιτικές του φιλοδοξίες εκτοξεύτηκαν μετά την αποφασιστική συμβολή του στην απόκρουση των Αγγλογάλλων στη χερσόνησο της Καλλίπολης το 1915, οπότε ανακηρύχθηκε «υπερασπιστής του Ισλάμ» και «σωτήρας της Κωνσταντινούπολης».
Μετά την Ανακωχή του Μούδρου (30 Οκτωβρίου 1918) ανάμεσα στην Τουρκία και τις δυνάμεις της Αντάντ (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία) ο Κεμάλ ενοχλήθηκε από τους ταπεινωτικούς όρους της συμφωνίας για τη χώρα του. Όταν τον Απρίλιο του 1919 διορίστηκε στρατιωτικός επιθεωρητής των Ανατολικών Επαρχιών, αντί να εξαρθρώσει τις εθνικιστικές οργανώσεις, όπως του είχε αναθέσει η τουρκική κυβέρνηση, άρχισε να τις συσπειρώνει γύρω του, προχωρώντας στη σφαγή των Ελλήνων του Πόντου.
Τον Ιούνιο του 1919 υπέγραψε στην Αμάσεια, μαζί με άλλους ανώτατους αξιωματικούς, ένα μυστικό πρωτόκολλο με το οποίο οι στρατιωτικοί αυτοί αποφάσιζαν να αρχίσουν ανταρτοπόλεμο εναντίον της φιλικής προς την Αντάντ τουρκικής κυβέρνησης. Μαθαίνοντας τα γεγονότα, ο σουλτάνος Μωάμεθ ΣΤ΄ απέταξε τον Κεμάλ από τον τουρκικό στρατό και τον κήρυξε εκτός νόμου.
Τον Ιούλιο του 1919 ο Κεμάλ συγκάλεσε στο Ερζερούμ Εθνικό Συνέδριο όπου διατυπώθηκαν οι αρχές του «Εθνικού Συμφώνου» με βασικό σύνθημα «H Τουρκία για τους Τούρκους». Δύο μήνες αργότερα, σε δεύτερο Εθνικό Συνέδριο στη Σεβάστεια, ο Κεμάλ εξελέγη πρόεδρος της «Εταιρείας για την προάσπιση των εθνικών δικαιωμάτων των Ανατολικών Επαρχιών». Ως πρόεδρος της επαναστατικής επιτροπής απαίτησε την απόρριψη των συμμαχικών όρων ειρήνης, ασκώντας πιέσεις στον σουλτάνο. Παράλληλα, ξεκίνησε και τη δεύτερη φάση των διώξεων του ελληνισμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Τότε ο σουλτάνος τον καταδίκασε ερήμην εις θάνατον, αλλά αυτός στο μεταξύ είχε συγκροτήσει τακτικό στρατό και μετέφερε το στρατηγείο του στην Άγκυρα. Εκεί στις 23 Μαΐου 1920 συγκάλεσε συντακτική συνέλευση, τη «Μεγάλη Εθνοσυνέλευση», από την οποία αναδείχτηκε η «Επιτροπή των Επιτρόπων», η προσωρινή κυβέρνηση με πρόεδρο τον Κεμάλ.
Μετά τη Συνθήκη των Σεβρών και την προσπάθεια του Ελληνικού Στρατού στη Μικρά Ασία να επεκτείνει τη ζώνη κατοχής, οι στρατιώτες του Κεμάλ ανέκοψαν την προέλαση των Ελλήνων προς την Άγκυρα και τους ανάγκασαν σε άτακτη υποχώρηση. Τον Αύγουστο του 1922 ο κεμαλικός στρατός έφθασε στη Σμύρνη, την οποία έκαψε ολοσχερώς. Ακολούθησαν εκτεταμένες σφαγές και διώξεις των Ελλήνων της Μικράς Ασίας.
Η επίσημη ανάληψη της εξουσίας
Με σύμβαση που υπογράφτηκε τον Ιανουάριο του 1923 συμφωνήθηκε ανταλλαγή πληθυσμών, και εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες ξεριζώθηκαν μετά από 3.000 χρόνια από τα παράλια της Μικράς Ασίας και την Ανατολική Θράκη, εκτός από τους Έλληνες της Κωνσταντινούπολης.
Μετά τη Συνθήκη της Λοζάνης, που υπογράφηκε στις 24 Ιουλίου 1923, η Τουρκία ανακηρύχθηκε Δημοκρατία με πρωτεύουσα την Άγκυρα και πρόεδρο τον Μουσταφά Κεμάλ. Μέχρι το θάνατό του, το 1938, ο Κεμάλ προχώρησε σε αναμόρφωση του τουρκικού κράτους, δίνοντάς του πιο κοσμικό χαρακτήρα, προσπαθώντας να το δομήσει στα πρότυπα της Δύσης.
Ο γάμος, το διαζύγιο και τα υιοθετημένα παιδιά
Ο Κεμάλ ήταν ένας μοναχικός άνθρωπος και παντρεύτηκε το 1923 τη Λατιφέ Ουσάκι, που γεννήθηκε το 1899 στη Σμύρνη και ανήκε σε οικογένεια σαμπαταϊστών. Ο γάμος δεν διήρκεσε πολύ, καθώς χώρισαν το 1925.
Οι επιστολές της Λατιφέ (οι οποίες με ανανεωμένη απόφαση του τουρκικού κράτους παραμένουν απόρρητες) σύμφωνα με τους ερευνητές αφήνουν υπονοούμενα για τις σεξουαλικές προτιμήσεις του Κεμάλ, οι οποίες αποτέλεσαν την κύρια αιτία του χωρισμού.
Δεν απέκτησε ποτέ δικά του παιδιά, αν και υιοθέτησε εννέα. Ένα από αυτά, η Σαμπιχά Γκιοκτσέν, ήταν ορφανή Αρμένια, η οικογένεια της οποίας σφαγιάστηκε από τους Νεότουρκους. Μάλιστα, έγινε η πρώτη γυναίκα πιλότος στην Τουρκία.
Καταπονημένος τα δύο τελευταία χρόνια της ζωής του από κίρρωση του ύπατος, που προήλθε από αλκοολισμό, ο Μουσταφά Κεμάλ πέθανε στην Κωνσταντινούπολη στις 10 Νοεμβρίου 1938. Είναι θαμμένος στην Άγκυρα, στο μαυσωλείο Ανίτκαμπιρ, που κατασκευάστηκε ειδικά για αυτόν.
Τοπάλ Οσμάν
Όταν ο Μουσταφά Κεμάλ, με την ιδιότητα του επιθεωρητή της 9ης Στρατιάς, έφθασε στο λιμάνι της Σαμψούντας «για να προστατεύσει τους Έλληνες και τους Αρμένιους που υπέφεραν από τους αντάρτες, και να επιβάλει την τάξη με την έγκριση και την υποστήριξη των Συμμάχων», είχε μαζί του πολλά πρωτοπαλίκαρα έτοιμα για όλα. Ο Τοπάλ Οσμάν ήταν ένα από αυτούς.
«Το αφήνω στα έμπειρα χέρια σου» φέρεται να του είπε ο Κεμάλ δίνοντάς του την εντολή να καθαρίσει το πρόβλημα που ονομάζονταν ελληνισμός του Πόντου.
Ο Οσμάν Φερουντούν Ζαντελέρ –αυτό ήταν το όνομά του–, ο άνθρωπος που έμεινε γνωστός ως «ύαινα του Πόντου» και «σφαγέας των Ποντίων», γεννήθηκε στην Κερασούντα το 1883. Κατά την επικρατέστερη εκδοχή, το προσωνύμιο Τοπάλ (κουτσός) το απέκτησε λόγω του τραυματισμού του κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων –πολέμησε ως εθελοντής, παρόλο που ο πατέρας του είχε εξαγοράσει τη θητεία του–, από βουλγαρική οβίδα στο δεξί γόνατο, που είχε σαν αποτέλεσμα να κουτσαίνει.
Μέχρι τον (χαριστικό) βαθμό του λοχαγού έφτασε ο Τοπάλ Οσμάν χάρη στις σχέσεις που καλλιέργησε με τον συνταγματάρχη Χατζή Χαμδή βέη, αρχηγό του παραλιακού στρατού, θρησκομανή και φανατικό.
Ουσιαστικά είχε υπό τις εντολές τους Τούρκους ατάκτους, με χαρακτηριστικό μαύρο ντύσιμο – σύμφωνα με κάποιες πηγές στην πλειοψηφία τους ήταν Λαζοί.
Εικάζεται ότι το μίσος του προς τους Έλληνες το τροφοδοτούσε το αίσθημα κατωτερότητας που τον διακατείχε, ακόμα και όταν έφτασε να αποτελεί την προσωπική σωματοφυλακή του Μουσταφά Κεμάλ και να έχει στα χέρια του το αξίωμα του δημάρχου της πόλης όπου γεννήθηκε.
«Ο Οσμάν αγάς, καίτοι αγράμματος και άξεστος, συνεκέντρωνε πολλά προσόντα πολιτικά, προ πάντων εις το να κατωρθώνη να επωφελήται οιασδήποτε ευκαιρίας ή αδυναμίας των αντιπάλων του», έγραψε ο Γ.Κ. Βαλαβάνης στο βιβλίο του Σύγχρονος Γενική Ιστορία του Πόντου.
Τα στρατιωτικά του προσόντα στα πολεμικά μέτωπα (βρέθηκε και στο ρωσικό) δεν θεωρούνταν ιδιαίτερα· η έλλειψη ενσυναίσθησης όμως ήταν, όπως και οι ομάδες των τσετών που συγκροτούσε προς υποστήριξη των τουρκικών μονάδων του στρατού. Τα εκτεταμένα δίκτυα ανδρών που συγκρότησε είχαν μεγάλη ακτίνα δράσης και ήταν διαβόητα για τις πιο αδιανόητες πράξεις: δολοφονίες μωρών εκσφενδονίζοντάς τα σε βράχους, βιασμούς, φωτιές σε εκκλησίες μέσα στις οποίες βρίσκονταν ηλικιωμένοι και γυναικόπαιδα.
Απ’ όπου περνούσαν οι ομάδες του Τοπάλ Οσμάν δεν έμενε πέτρα πάνω σε πέτρα. Ο ίδιος άλλωστε ήταν μετρ της αγριότητας.
Τα γενοκτονικά του ένστικτα τα έχει περιγράψει ο Αχμέτ Εμίν Γιαλμάν στο αυτοβιογραφικό Turkey in my time. Ο πολεμικός ανταποκριτής σε εφημερίδα της Κωνσταντινούπολης τον είχε γνωρίσει προσωπικά, και μάλιστα περιγράφει δύο περιστατικά: το ένα είναι με τον 8χρονο γιο «αυτού του βάρβαρου», ο οποίος τον απείλησε με πιστόλι επειδή άργησε να εμφανίσει μια φωτογραφία, και το άλλο είναι με την εκτέλεση ενός Πόντιου οπλαρχηγού στο δημαρχείο της Κερασούντας, την ώρα που στη διπλανή αίθουσα ήταν σε εξέλιξη δεξίωση προς τιμήν Βρετανού διπλωμάτη.
Όπως όμως έγινε άνθρωπος με εξουσία, έτσι έγινε και αποδιοπομπαίος τράγος. Η δολοφονία του βουλευτή Τραπεζούντας Σουκρή μπέη ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων στην Εθνοσυνέλευση. Παρόλο που ο ίδιος ο Μουσταφά Κεμάλ λέγεται ότι είχε δώσει την εντολή στον Τοπάλ Οσμάν, ο ίδιος τον υπέδειξε ως ένοχο. Πρόβαλε αντίσταση στο απόσπασμα που εστάλη για να τον συλλάβει, παγιδεύτηκε σε σπίτι και εκτελέστηκε τα ξημερώματα 2ας Απριλίου 1923 στην Άγκυρα.
Μεχμέτ Ναζίμ μπέης
Ο Μεχμέτ Ναζίμ γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1870, αλλά από ό,τι φαίνεται η τότε πολυπολιτισμικότητα της πόλης δεν τον επηρέασε, καθώς υπήρξε φανατικός οπαδός της «τουρκοποίησης» της Αυτοκρατορίας.
«Η Οθωμανική Αυτοκρατορία πρέπει να είναι μόνο τουρκική. Η παρουσία ξένων στοιχείων αποτελεί απλώς πρόσχημα για μια ευρωπαϊκή παρέμβαση. Πρέπει να “τουρκοποιηθούν” με τη βία», δήλωνε, και είναι σίγουρο πως τη βία την έκανε πράξη.
Ο Ναζίμ μπήκε στο εθνικιστικό κίνημα των Νεότουρκων όταν η Θεσσαλονίκη πέρασε στην κυριαρχία της Ελλάδας, το 1912. Το να φεύγει η πόλη στην οποία γεννήθηκε από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, τον έσπρωξε περισσότερο στον εθνικισμό. Και ο εθνικισμός, από την άλλη, τον έσπρωξε στη φυλακή, αφού φυλακίστηκε το 1912 για έντεκα μήνες στην Αθήνα ως Τούρκος εθνικιστής.
Το τελειωτικό χτύπημα που εγκαθίδρυσε για τα καλά τον εθνικισμό του ήταν η ήττα των Οθωμανών στους Βαλκανικούς Πολέμους, αλλά και η αναγκαστική μετακίνηση και κακομεταχείριση των Μουσουλμάνων στις περιοχές όπου έχασε η Αυτοκρατορία.
Ο ρόλος του στη Γενοκτονία
Ο Ναζίμ ήταν μέλος της «Ειδικής Οργάνωσης» της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, πολλά μέλη της οποίας είχαν κεντρικούς ρόλους στη Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου και των Αρμενίων. «Είναι απολύτως απαραίτητο να εξαφανίσουμε του Αρμενίους ολοκληρωτικά, έτσι ώστε να μην υπάρξει άλλος Αρμένιος πάνω στη γη και ακόμα και η Αρμενία ως ανάμνηση να εξαφανιστεί», είχε πει σε λόγο του σε συνάντηση των Νεότουρκων.
Σε άλλη συνάντηση των Νεότουρκων εμφανίζεται να λέει: «Η σφαγή είναι απαραίτητη. Όλα τα μη τουρκικά στοιχεία, ανεξαρτήτως εθνικότητας, πρέπει να εξαλειφθούν».
Ο Ναζίμ αναγκάστηκε να δραπετεύσει από την Αυτοκρατορία το 1918, μετά το τέλος του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου, εξαιτίας των πράξεών του περί Γενοκτονίας. Καταδικάστηκε σε θάνατο το 1919-1920, αλλά δεν εκτελέστηκε καθώς βρισκόταν στο Βερολίνο. Επέστρεψε, στο εθνικό κράτος της Τουρκίας, πλέον, το 1922, αλλά καταδικάστηκε εκ νέου σε θάνατο το 1926, αφού προσπάθησε να δολοφονήσει τον Μουσταφά Κεμάλ.
Ρεφέτ πασά
Ο Ρεφέτ πασά γεννήθηκε το 1881 στη Θεσσαλονίκη όπως και ο Μεχμέτ Ναζίμ, ωστόσο ο παππούς του καταγόταν από τη Βουλγαρία. Σπούδασε στη στρατιωτική ακαδημία και έγινε μέλος του Κομιτάτου «Ένωση και πρόοδος» που γέννησε το Κίνημα των Νεότουρκων. Συμμετείχε σε όλους τους μεγάλους πολέμους της εποχής (Βαλκανικοί, Α΄ Παγκόσμιος κ.ά.). Γρήγορα ανέπτυξε εθνικιστικά συναισθήματα που έγιναν εντονότερα ειδικά όταν ο Ελληνικός Στρατός έφτασε στη Σμύρνη, το 1919.
Έτσι έφυγε από την Κωνσταντινούπολη, όπου και διέμενε την εποχή εκείνη, και πήγε στη Μικρά Ασία για να οργανώσει αντίσταση εναντίον αυτών των δυνάμεων, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας.
Όπως και ο Ναζίμ, ο Ρεφέτ δεν είχε καλές σχέσεις με τον Μουσταφά Κεμάλ. Και αυτός κατηγορήθηκε για την απόπειρα δολοφονίας του το 1926, αλλά σε αντίθεση με τον Ναζίμ, αθωώθηκε.
Το ότι συμμετείχε στην αντίσταση και στον πόλεμο εναντίον των Ελλήνων στη Μικρά Ασία, αλλά και τον Πόντο, είναι γνωστό, αλλά ο Ρεφέτ φέρεται να είχε μεγαλύτερο ρόλο αλλά και μένος εναντίον των Ελλήνων που διέμεναν τότε στην Τουρκία. Αν και δεν είναι αποδεδειγμένο, φέρεται ότι είχε πει: «Πρέπει να αποτελειώσουμε τους Έλληνες, όπως κάναμε με τους Αρμενίους […] σήμερα έστειλα διμοιρίες στο εσωτερικό της χώρας για να σκοτώσει κάθε Έλληνα που θα δει». Επιπλέον, έγγραφα που συλλέχθηκαν από την ελληνική πρεσβεία στην Κωνσταντινούπολη, κρίνουν υπεύθυνο τον Ρεφέτ πασά για τον εμπρησμό και την απέλαση των Ελλήνων κατοίκων της Σαμψούντας το 1916 και στις αρχές του 1917.
Τον περιγράφουν ως «φανατικό, παθιασμένο και με μεγάλο βαθμό μίσους εναντίον των Ελλήνων». Τα έγγραφα λένε ότι είχε γίνει «η μάστιγα της χώρας και ο τύραννος των χριστιανών». Πέθανε το 1963.
Ισμαήλ Εμβέρ
Ο Ισμαήλ Εμβέρ ήταν ο στρατιωτικός διοικητής των Νεότουρκων, και ως διοικητής του στρατού είχε πολύ σημαντικό ρόλο στις κινήσεις του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου.
Ήταν από τους πρώτους που κατηγόρησε τους Αρμενίους για τις δικής του υπαιτιότητας ήττες, αλλά αργότερα στράφηκε και εναντίον των Ελλήνων του Πόντου.
Ο Γερμανός στρατιωτικός σύμβουλος, στρατηγός Λίμαν φον Σάντερς, τον θεωρούσε το λιγότερο ανίδεο. Αποδείχθηκε ότι είχε δίκιο, όταν λόγω του ασαφούς και πολύπλοκου σχεδίου που κατάρτισε οι Οθωμανοί γνώρισαν τη χειρότερη ήττα στον Α΄ ΠΠ, στη μάχη του Σαρίκαμις στην επαρχία του Καρς.
Μεχμέτ Ταλαάτ πασάς
Ο Μεχμέτ Ταλαάτ πασάς ήταν υπεύθυνος της πολιτικής διοίκησης του κινήματος. Ήταν αυτός που στις 23 Μαΐου 1915 έδωσε την εντολή για την τελική μετακίνηση του πληθυσμού των Αρμενίων. Ήδη μερίδα ανθρώπων είχε εξαναγκαστεί σε υποχρεωτική μετακίνηση. Ο τελικός τους προορισμός ήταν η αφιλόξενη ερημική πόλη Ντελ ελ Ζορ της Συρίας.
Για να φανεί νόμιμη η μετακίνηση, στις 29 Μαΐου εισήχθη νόμος που την δικαιολογούσε. Την ευθύνη της είχε η «Διεύθυνση για την Εγκατάσταση Φυλών και Μεταναστών», υπό την εποπτεία του στρατού.
Ο ίδιος παρουσίαζε τους Αρμενίους και τους Έλληνες ως επικινδύνους για την Αυτοκρατορία – κάτι που στήριζε και με βιβλίο που κυκλοφόρησε το 1916.
Στο βιβλίο τής …παραπληροφόρησης, υπήρχαν παραποιημένες φωτογραφίες που υποτίθεται πως έδειχναν Αρμενίους τρομοκράτες να στρέφονται κατά της οθωμανικής αστυνομίας.
Δολοφονήθηκε στο Βερολίνο στις 15 Μαρτίου 1921, από τον 25χρονο Αρμένιο Σογομόν Τεχλιριάν στο πλαίσιο της Επιχείρησης «Νέμεσις».
Τζεμάλ πασάς
Ο Τζεμάλ πασάς ήταν γιος στρατιωτικού και είχε σπουδάσει Φαρμακευτική. Μετά το τέλος του πολέμου διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην προπαγάνδα του Κομιτάτου «Ένωση και Πρόοδος» κατά των διαπραγματεύσεων ειρήνης με τις ευρωπαϊκές δυνάμεις. Τον Ιανουάριο του 1913 διορίστηκε διοικητής της Κωνσταντινούπολης και υπουργός Δημοσίων Έργων, ενώ έναν χρόνο αργότερα ανέλαβε το υπουργείο Ναυτικών.
«Αιμοδιψή σεΐχη» τον αποκαλούσαν, καθώς ήταν υπεύθυνος για τον απαγχονισμό πολλών Λιβανέζων, Σύρων σιιτών και μουσουλμάνων.
Δολοφονήθηκε στην Τιφλίδα στις 21 Ιουλίου 1922 από τον Αρμένιο Στεπάν Ντζαγκιγιάν, και αυτός στο πλαίσιο της Επιχείρησης «Νέμεσις».