Ο Γεώργιος Γρηγοριάδης γεννήθηκε στον οικισμό Σίμικλι (ή Σιμικλή, Σιουμιουκλιού – στα τουρκικά sümuklü, που σημαίνει μυξιάρης), ο οποίος ήταν κτισμένος σε υψόμετρο 2.000 μέτρων, 28 χλμ δυτικά της Άρδασας. Επρόκειτο για έναν από τους παλαιότερους οικισμούς της παραποτάμιας περιοχής του Κιουρτούν, όπου κατοικούσε αποκλειστικά ελληνικός πληθυσμός (περί τα 2.600 άτομα, τα οποία μιλούσαν ποντιακά).
Κατά τους χειμερινούς μήνες κατέβαιναν σε χωριά της Τρίπολης που βρίσκονταν σε χαμηλότερο υψόμετρο. Στον οικισμό υπήρχαν πέντε μεγάλες εκκλησίες (η μεγαλύτερη ήταν αφιερωμένη στην Κοίμηση της Θεοτόκου), καθώς και τρία δημοτικά σχολεία.
Στο Σίμικλι είχαν εγκατασταθεί πολλοί τεχνίτες, κτίστες και αρτοποιοί, αλλά και ράφτες και τσαγκάρηδες. Οι γυναίκες κατά τη διάρκεια του χειμώνα ασχολούνταν με την οικοτεχνία γνέθοντας μαλλί και πλέκοντας κάλτσες, τις οποίες πουλούσαν στους εμπόρους την επόμενη άνοιξη. Αρκετοί κάτοικοι μετανάστευαν για δουλειά σε άλλα μέρη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αλλά και στη Ρωσία.
Η μαρτυρία του Γεώργιου Γρηγοριάδη περιλαμβάνεται στο Αρχείο Προφορικής Παράδοσης του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, της μεγαλύτερης και παλαιότερης συλλογής προφορικής ιστορίας στην Ελλάδα και μίας από τις σημαντικότερες της Ευρώπης.
◊◊◊
Στα 1916 οι Ρώσοι προχωρούσαν στον Πόντο. Οι Τούρκοι έφευγαν από τα χωριά τους, καταδιωγμένοι από τους Ρώσους. Έπεφταν επάνω μας όπως ο αητός ορμά στις κότες, κι εμείς, σαν τις κότες, σκορπίσαμε στα βουνά, κρυφτήκαμε στα σπήλαια, πεινάσαμε, κρυώσαμε, χτυπήσαμε, όλα τα κακά και όλα τα βάσανα.
Έφευγαν οι άνθρωποι για να σωθούν κι άφηναν τα μωρά τους στις κούνιες. Μια γνωστή μας από τη Δέσμαινα πήρε το παιδί της αγκαλιά και πήδησε πάνω από το δώμα για να μην πέσει στα χέρια των Τούρκων. Αυτή σώθηκε, μα το παιδί σκοτώθηκε. Πέντ’-έξι γυναίκες, νυφάδες, που κινδύνεψαν να πιαστούν, έπεσαν πάνω από το γεφύρι μέσα στο ποτάμι και πνίγηκαν.
Άλλες πετούσαν τα μωρά τους για να μην πέσουν στα χέρια των Τούρκων. Πολλές γυναίκες τις σκότωσαν οι Τούρκοι και τις έριξαν στο ποτάμι.
Όμως μέσα σ’ αυτήν την απελπισία βρέθηκαν και άνθρωποι. Η μάνα του Κώστα Σαπαλίδη είχε κρύψει πολλές νυφάδες. Στη Δέσμαινα έγινε αυτό. Ανέβηκε στο δώμα ο Τούρκος αξιωματικός, έτρεξε η μάνα του Σαπαλίδη και τον αγκάλιασε: «Παιδί μου, εμείς με σας μεγαλώσαμε, με σας ζήσαμε· τώρα είμαστε ανάμεσα σε δύο στρατούς, τι θα γίνομε;»
«Σ’ αυτό το μέρος βρίσκονται οι Ρώσοι» είπε ο αξιωματικός. «Μόλις νυχτώσει, πάρε τις νυφάδες σου και φύγετε από κείνον τον δρόμο». Ακολούθησε τη συμβουλή του Τούρκου αξιωματικού η Σαπαλίδου και σώθηκαν. Οι υπόλοιποι Τούρκοι δεν πήραν χαμπάρι.
Οι άλλοι στα βουνά, χωρίς ρούχα και τροφή, πέθαναν οι περισσότεροι. Όσοι πρόλαβαν να πάνε στους Ρώσους, σώθηκαν. Όμως εμείς του Σιμικλή πέφταμε πιο μακριά. Δεν πρόλαβαν να πάνε στους Ρώσους. Τους μάζεψαν και τους έστειλαν εξορία. Τους πήγαν με χιόνι και με βροχή, με πείνα, με αρρώστιες, ως τα μέρη της Τοκάτης.
Τελείωσε μετά ο πόλεμος, έγινε η Ανταλλαγή, όσοι κατάφεραν να ζήσουν, ως τότε, κατέβηκαν στην άκρα της θάλασσας και από κει ήρθαν στην Ελλάδα και σκόρπισαν πάλι σ’ όλους τους νομούς και τα χωριά της.