Ο Σάββας Μιχαηλίδης γεννήθηκε στον οικισμό Γαγιάσαρ (Γαάσαρη, Καγιάσαρ, Γαάσαρ), κτισμένο στην κοιλάδα παραπόταμου του Damu, 22 χλμ νοτιοδυτικά της Κερασούντας. Η ονομασία αποτελεί παραφθορά του αρχικού ονόματος του οικισμού που ήταν Καγιά-Χισάρ, (kaya hisar) που σημαίνει το Κάστρο του Βράχου. Εκκλησιαστικά άνηκε στη δικαιοδοσία της Μητροπόλεως Χαλδίας και Χερροιάνων.
Ο οικισμός αριθμούσε περίπου 300 Έλληνες κατοίκους, που κατάγονταν από την περιοχή της Αργυρούπολης και μιλούσαν ποντιακά. Συντηρούσαν εκκλησία, αφιερωμένη στον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο, καθώς και δημοτικό σχολείο.
Η οικονομία του οικισμού βασιζόταν κυρίως στη γεωργία, ενώ τα φουντούκια που παρήγαγαν, τα εμπορεύονταν αποκλειστικά στην αγορά της Πουλαντζάκης, η οποία λειτουργούσε ως οικονομικό κέντρο της ευρύτερης περιοχής.
Η μαρτυρία του Σάββα Μιχαηλίδη περιλαμβάνεται στο Αρχείο Προφορικής Παράδοσης του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, της μεγαλύτερης και παλαιότερης συλλογής προφορικής ιστορίας στην Ελλάδα και μίας από τις σημαντικότερες της Ευρώπης.
◊◊◊
Χειμώνας, αρχή του 1916 ήτανε. Χιόνι στρωμένο ενάμισο μέτρο είχε. Βράδυ ήρθανε τζανταρμάδες απ’ την Πουλαντζάκη και είπανε: «Αύριο το πρωί όλοι πρέπει να σηκωθείτε να φύγετε». Μαζί μας δικαίωμα είχαμε να πάρουμε ό,τι σηκώνεται στην πλάτη. Τ’ άλλα τα αφήσαμε όλα στα σπίτια μας, ρουχισμό, τροφήματα, ζώα, όλα μείνανε. Οι τζανταρμάδες μείνανε. Το πρωί κινήσαμε όλοι μαζί, άντρες, γυναίκες, παιδιά, όλοι. Το χωριό έμεινε έρημο. Τούρκος γείτονας δεν παρουσιάστηκε κανείς. Τι να κάνουνε; Βοήθεια να δώσουνε δεν μπορούσανε, δε θέλανε να βλέπουνε το κακό μας. Νοτίως βαδίζαμε. Περάσαμε την Κουλάκκαγια και κατεβαίναμε προς τη Γαράσαρη. Τη νύχτα καθίζαμε σε τούρκικα χωριά. Σε στάβλους μάς βάζανε, στο ύπαιθρο μάς αφήνανε. Σε κάθε καρακόλι αλλάζαμε τζανταρμάδες. Ο ένας μας παράδινε στους άλλους. Περάσαμε Σούσεχιρ, Γκιολέχισαρ, Ρεσάdια.
Τριανταμία μέρες βαδίζαμε μέσ’ στα χιόνια. Βρόμικα νερά πίναμε, μολυσμένα απ’ τα πτώματα των Αρμένηδων που σαπίζανε μέσ’ τα ρέματα.
Αρρώστια και θάνατος έπεσε. Γέροι, παιδιά, αδύνατοι άνθρωποι, έγκυες γυναίκες, κάθε μέρα πέφτανε πεθαμένοι. Τούς σκέπαζε το χιόνι. Ούτε οι μισοί δεν μείναμε.
Άμα φτάσαμε στη Ρεσάdια, εγώ μαζί με άλλα εφτά-οχτώ παλικάρια φύγαμε κρυφά και, νυχτοβαδίζοντας, φτάσαμε στην Αμάσεια. Οι άλλοι, όσοι απομείνανε από την αρρώστια και το θανατικό, στα 1918 που υπογράφηκε η Ανακωχή, φύγανε κι αυτοί και γυρίσανε στο χωριό μας. Από τους εκατό ανθρώπους, είκοσι το πολύ πολύ να γυρίσανε πίσω. Παιδιά και γέροι χαθήκανε. Εγώ από την Αμάσεια πήγα Κάβζα, Μερτζιφούν, Τσορούμ, Γιοσγάτ, Ακdαγμαdέν, Σαμψούν κι από ‘κει Πουλαντζάκ και Κερασούντα. Στα κρυφά βάδιζα, στα κρυφά δούλευα λίγο, στα κρυφά έφευγα.
Στην Κερασούντα που πήγα, δούλεψα στον Τοπάλ Οσμάν. Πολλά παλικάρια Ρωμαίοι δουλεύαμε αναγκαστικά σ’ αυτόν. Η χρονιά ήτανε 1920. Ο Τοπάλ Οσμάν μάς είχε και γκρεμίζαμε τα ρωμαίικα σπίτια. Όλους τους πλούσιους Ρωμαίους της Κερασούντας τούς είχε κάνει εξορία. Με τις πέτρες που κουβαλούσαμε, φτιάχναμε τον δημόσιο δρόμο. Κουβαλούσαμε πάνω στις πλάτες μας, μέσα σε πυκνά κοφίνια, άμμο. Πυρώναμε από τη ζέστη. Ούτε φαΐ μάς έδινε. Κάθε δεκαπέντε μόνο είχαμε άδεια να πάμε στα σπίτια μας, να πάρουμε λίγα τρόφιμα.
Έξι μήνες δουλεύαμε στον Τοπάλ. Μια Κυριακή που πηγαίναμε στο Γαγιάσαρ για τρόφιμα, μας βρήκε στο δρόμο μια Ρωμιά από το Τσορλίκ και μας είπε πως οι Τούρκοι πιάνουνε όλους τους άντρες από δεκατεσσάρω χρονώ και άνω.
Δέκα άτομα ήμαστε, άντρες, όλοι, και πήραμε την απόφαση να βγούμε στο βουνό. Στο Γιουλντούς ανεβήκαμε. Κάναμε μια πρόχειρη καλύβα εκεί και μέναμε. Χιόνι είχε και τρόφιμα δεν είχαμε τίποτε. Κάναμε συνεννόηση με τους δικούς μας στο χωριό –γυναίκες και παιδιά ήτανε– άμα είναι κίνδυνος, άμα είναι Τούρκοι, να σηκώνουνε κόκκινο πανί, κι άμα είναι ησυχία, άσπρο. Βλέπαμε άσπρο και πηγαίναμε και παίρναμε λίγο αλεύρι, λίγο ψωμί και φεύγαμε πάλι στο βουνό. Μια Κυριακή πήγα και πήρα τρόφιμα και η γυναίκα μου με είπε: «Ήρθανε Τούρκοι να μας πειράξουνε, τους έδωσα εξήντα λίρες και φύγανε. Είπανε θα ‘ρθούνε πάλι». Τότες ήτανε αρχές Φεβρουαρίου 1921. Το χιόνι πάνω στα βουνά είχε πάει δύο μέτρα.
Πρώτες μέρες Μαρτίου ήτανε, μια Κυριακή μέρα καθόμαστε και παίζαμε κεμεντζέ μέσ’ στο καλύβι και ήρθε ένα παιδί και μας είπε τα φοβερά πράματα που γίνανε. Το παιδί γλίτωσε από θαύμα Θεού, πήρε τα βουνά κρυφά, με το πολύ χιόνι δεν είδανε τα πατήματά του και ήρθε και μας τα είπε όλα. Πιάσανε όλους, γυναίκες και παιδιά από τα τρία χωριά, Γαγιάσαρ, Τσορλίκ και Γαλέκιοϊ και τους πήγανε στο Ντεμιρτζήκιοϊ. Πιασμένες είχανε κι εκεί τις γυναίκες. Τους κλείσανε όλους στην εκκλησία.
Εξήντα Τσετέδες του Τοπάλ ήτανε. Πήρανε εξήντα γυναίκες τη νύχτα, τις κλείσανε στο σπίτι του Κυνηγόπουλου και τις βιάσανε.
Όλη νύχτα τις κρατήσανε. Την άλλη μέρα τούς πήρανε όλους από την εκκλησία, τους κλείσανε σ’ άλλο σπίτι ρωμαίικο. Τον ένα πάνω στον άλλο τούς ρίξανε να χωρέσουνε. Κλείσανε καλά πόρτες και παράθυρα και βάλανε φωτιά. Καήκανε όλοι, κι αυτοί πετροβολούσανε κιόλας απ’ έξω. Τέτοιο κακό τρομερό έγινε. Τέσσερα χωριά μαζικά χαθήκανε. Το παιδί μπόρεσε και ξέφυγε όταν τους παίρνανε απ’ την εκκλησία. Έκανε τον πεθαμένο και ύστερα σιγά-σιγά σούρθηκε και ήρθε μέχρις εμάς και μας είπε τη συμφορά.
Κυκλωμένοι στα χιόνια ήμαστε και τρόφιμο δεν είχαμε τίποτε. Άμα αρχίσανε και λιώνουνε λίγο, κατεβήκαμε στα ρέματα και στου ποταμού την άκρη. Είπανε να πάμε σε τούρκικο χωριό, να ζητήσουμε από γνωστούς Τούρκους λίγη βοήθεια. Στο Τεπεράν θα πήγαιναν μερικοί. Εγώ και τρεις άλλοι είπαμε θα πάμε στη Σαρίμουσα. Εκεί με χρωστούσε ένας Τούρκος σαράντα λίρες, θα πήγαινα να τις πάρω. Στον Αϊ-Γιώργη κοντά βρήκαμε μια Τουρκάλα με δύο παιδιά, μας έδωσε λίγα φασόλια και φάγαμε. Μπήκαμε στη Σαρίμουσα. Ο Τούρκος μάς δέχτηκε. Μας έδωσε μια ολάκερη πίτα και φάγαμε. Νηστικοί ήμαστε κι απ’ το πολύ φαΐ πάθαμε. Ο Τούρκος χρήματα δεν είχε να μου δώσει. Για το χρέος αντίς για λίρες έδωσε τρία ζευγάρια τσαρούχια, επτά ψωμιά, ένα σαχάνι και μισή οκά καπνά. Γυρίσαμε πάλι στο βουνό στο καλύβι μας. Μείναμε ως να λιώσουνε τα χιόνια, Απρίλιο μήνα.
Δεκαοχτώ μήνες μείναμε στο βουνό. Και νηστικοί καθίσαμε. Πότες μας δίνανε από τούρκικα χωριά λίγα τρόφιμα, πότε ληστεύαμε. Ούτε την Ανταλλαγή δε θα καταλαβαίναμε που γίνηκε.
Αρρωστήσαμε όμως οι περισσότεροι κι αναγκαστικά κατεβήκαμε στην Πουλαντζάκη. Μόνο γυναίκες ήτανε κι εκεί, μικρά παιδιά και λίγοι γέροι. Τις γυναίκες τις είχανε επιστρατεμένες οι Τούρκοι και δούλευαν στο δρόμο. Κουβαλούσανε πέτρες. Ό,τι δουλειά αντρίκια μπορούσανε, κάνανε. Καθίσαμε σε δύο σπίτια ρωμαίικα. Χρήματα δεν είχαμε. Κι αυτοί εκεί τίποτε δεν είχανε, όλα τους τα είχανε πάρει οι Τσετέδες του Τοπάλ. Τα πολλά φουντούκια τα είχανε πια οι Τούρκοι. Ένα μήνα σκέτα λάχανα με νερό τρώγαμε. Ύστερα φύγαμε στην Ορdού με το σκοπό να μπορέσουμε να βρούμε τρόπο να φύγουμε από θαλάσσης.
Τρεις μέρες κάναμε να πάμε. Μείναμε κι εκεί σε Ρωμιές γυναίκες. Άντρες δεν είχε. Τότες ήρθε η είδηση της Ανταλλαγής. Έρχονταν καράβια και παίρνανε τον κόσμο. Έπρεπε να πληρώσεις για να μπεις. Εμείς δεν είχαμε πεντάρα να δώσουμε. Κρυφά μπήκαμε στο τούρκικο πλοίο «Ακ ντενίζ» και φύγαμε (το 1922). Μας πήγε στην Πόλη. Εκεί βγήκαμε όλοι, το καράβι γύριζε πίσω. Οι μισοί μείνανε στην Πόλη, οι άλλοι μισοί λίγες μέρες καθίσαμε και φύγαμε με πλοίο. Δε θυμούμαι τ’ όνομά του, ξενικό ήτανε. Τριανταμία μέρες μείναμε στη θάλασσα για να φτάσουμε στην Ελλάδα. Μας βγάλανε στη Βόνιτσα.
Αυτή είναι η ιστορία μας. Μέχρι τα 1914 είχαμε ησυχία και καλοσύνη. Τα σπίτια μας γεμάτα καλά κι όλοι μας χαρούμενοι με τα παιδιά μας, με την οικογένεια όλη. Όποιος να μας το έλεγε τι κακό μάς μέλλεται, δε θα τον πιστεύαμε. Τρελός, θα λέγαμε, είναι…