Ο Χρύσανθος Λαζαρίδης γεννήθηκε στην Ινέπολη, πόλη των βόρειων παραλίων του Εύξεινου Πόντου που εκκλησιαστικά άνηκε στη μητρόπολη Νεοκαισαρείας και Ινέου, με έδρα μητροπολίτη τα Κοτύωρα.
Η Ινέπολη είχε ελληνικό και τουρκικό πληθυσμό. Ο συνολικός πληθυσμός της περιφέρειας ανερχόταν στους 14.000 κατοίκους, εκ των οποίων οι 4.000 ήταν Έλληνες.
Στην περιοχή κατοικούσαν επίσης λίγες αρμενικές και εβραϊκές οικογένειες. Σύμφωνα με τη στατιστική του Πατριαρχείου, κατά την περίοδο 1920-1921, μεγάλο μέρος του ελληνικού πληθυσμού μετακινήθηκε προς την Κασταμονή. Στην πόλη υπήρχε εκκλησία της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού και λειτουργούσε Κεντρική Αστική Εμπορική Σχολή, καθώς και μικτό τετρατάξιο Δημοτικό Σχολείο. Οι περισσότεροι κάτοικοι ήταν έμποροι, αλλά και τεχνίτες ή επαγγελματίες.
Η μαρτυρία του Χρύσανθου Λαζαρίδη περιλαμβάνεται στο Αρχείο Προφορικής Παράδοσης του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, της μεγαλύτερης και παλαιότερης συλλογής προφορικής ιστορίας στην Ελλάδα και μίας από τις σημαντικότερες της Ευρώπης.
≈
Ήμαστε στην Προύσα όταν έγινε η καταστροφή και φύγαμε. Έλληνες αξιωματικοί μάς συνόδεψαν ως τα Μουδανιά. Δεν πήραμε παρά μικρά πράγματα μαζί μας. Δεν μπορούσαμε να μεταφέρομε έπιπλα.
Μόλις φτάσαμε στα Μουδανιά, πήρα την οικογένειά μου και την άφησα σ’ ένα σπίτι γνωστό. Αυτή που κάθονταν σ’ αυτό ήταν υπηρεσία μας, όταν εγώ υπηρετούσα στα Μουδανιά. Εν τω μεταξύ, τα πλοία γέμιζαν με κόσμο και φεύγανε. Τα Μουδανιά άδειαζαν. Σαν καθίσαμε στο σπίτι, η γυναίκα άρχισε να κλαίει που άφησε τα πράγματα στην Προύσα. Εγώ την λυπήθηκα κι αποφάσισα να πάω στην Προύσα να φέρω ό,τι μπορούσα.
Ήθελα να της στερέψω την πηγή των δακρύων.
Όταν έφτασα στην Προύσα, οι Έλληνες υποχωρούσαν. Πάνω στα υψώματα γύρω από την Προύσα φάνηκαν οι τσετέδες που κατέβαιναν προς την Πόλη. Ο ορίζοντας είχε μαυρίσει. Μέσα στην πόλη, δεξιά κι αριστερά, κάθε μέρα γίνονταν φόνοι. Τίποτε να πάρω δεν μπορούσα. Είπα να φύγω και να σώσω τα παιδιά μου.
Στο δρόμο που ερχόμουνα από την Προύσα στα Μουδανιά κι έξω από μια Λέσχη που τη λέγανε «Βιθυνία», περπατούσε ένας στρατιώτης. Μια σφαίρα ήρθε και τον χτύπησε κι έπεσε κάτω. Εγώ την γλίτωσα. Άμα έφτασα στα Μουδανιά, δεν βρήκα κανέναν. Τα Μουδανιά τα είχαν κενώσει. Μονάχα γάτους και σκύλους έβλεπες στους δρόμους.
Πήγα στο σπίτι που άφησα τους δικούς μου και το βρήκα δεμένο μ’ έναν σπάγκο. Έλυσα τον σπάγκο και μπήκα μέσα. Κανέναν δεν βρήκα. Αποφάσισα να πάω στην παραλία, στη Σκάλα όπως την λέγαμε, για να ψάξω να βρω τους δικούς μου. Από το σπίτι που ήμουνα μέχρι τη Σκάλα ήταν 2 χιλιόμετρα. Ώσπου να φτάσω μονάχα σκύλους και γάτες συναντούσα.
Βρήκα κι έναν τρελό, που έμεινε στα Μουδανιά και δεν ήρθε στην Ελλάδα.
Στα Μουδανιά είχε δύο σκάλες. Και στις δύο έρχονταν άλλοτε τα βαπόρια για να φορτώσουν και να ξεφορτώσουν. Όταν έφτασα στην παραλία, η μία σκάλα ήταν έρημη. Στην άλλη είχε ένα βαπόρι και πολύς κόσμος ήταν μαζεμένος και περίμενε να φύγει. Ήταν το τελευταίο πλοίο που έφευγε από τα Μουδανιά. Το τι είδα, δεν περιγράφεται. Ο ένας έσπρωχνε τον άλλο για να φτάσει ως το βαπόρι και απάνω στις πλάκες ήταν ξαπλωμένοι άνθρωποι που τους είχαν πατήσει οι άλλοι για να προχωρήσουν. Πολλοί από αυτούς είχαν πεθάνει. Οι γυναίκες και τα παιδιά που είχαν κατέβει από τα βουνά και βλέπανε για πρώτη φορά τη θάλασσα φοβόταν να προχωρήσουν και όπως τις σπρώχνανε οι άλλοι, πέφτανε στη θάλασσα. Από μακριά πέφτανε κοντά μας σφαίρες.
Στη θάλασσα, μακριά από τις σκάλες, ήταν πλοία ξένα, αγγλικά, γαλλικά που βλέπανε και δεν βοηθούσαν. Ένας στρατιώτης πήγε κολυμπώντας να φτάσει ως τα πλοία και όπως πιάστηκε για ν’ ανέβει, του κόψανε τα χέρια. Στη φασαρία αυτή που γινόταν, δεν μπορούσα να βρω τους δικούς μου. Κοίταζα να φύγω. Βλέπω ξαφνικά στην άλλη σκάλα που ήταν έρημη, ένα πλοίο και τρέχω να μπω μέσα. Έτσι γλίτωσα. Αλλιώς θα ήμουνα κι εγώ πατημένος.
Έφτασα στη Ραιδεστό. Εκεί αντάμωσα και τους δικούς μου. Η γυναίκα μου έτρεχε σαν τρελή να βρει τα παιδιά της, γιατί στα Μουδανιά με τη φασαρία χώρισαν και χάθηκαν.
Ύστερα από 15 μέρες βρεθήκαμε όλοι γεροί και πήγαμε αμέσως στο Σιδηροδρομικό Σταθμό για να έρθομε στην Ελλάδα.
Όταν φτάσαμε στο Ουζούνκöπρü, που είναι πριν περάσεις τα σύνορα και να ‘ρθεις στην Αλεξανδρούπολη, οι αξιωματικοί οι Έλληνες θέλουν να μας γυρίσουν πίσω στην Προύσα. «Εγώ», τους είπα, «μια φορά πρόσφυγας έγινα, δεύτερη δεν μπορώ να γίνω». Ακόμη η κατάσταση ήταν πολύ συγκεχυμένη, γι’ αυτό και δεν μας άφηναν να περάσομε στην Ελλάδα.
Εγώ όμως επέμεινα και πήρα την οικογένειά μου και ήρθα στην Αλεξανδρούπολη. Από ‘κει πάλι έφτασα στη Θεσσαλονίκη. Άρχισα αμέσως να εργάζομαι. Πρώτα πήγα στη Γεωργική Σχολή της Θεσσαλονίκης και ύστερα διορίστηκα δάσκαλος σε χωριά.