Στα περσινά επίπεδα και για ένα έτος θα «παγώσουν» τα επιτόκια στις ρυθμίσεις των ληξιπρόθεσμων οφειλών προς την Εφορία, όπως προανήγγελλε ο Κωστής Χατζηδάκης σε συνέντευξή του στον ΣΚΑΪ, λέγοντας ότι σύντομα θα υπάρξει σχετική νομοθετική πρωτοβουλία.
Σύμφωνα με τον υπουργό Οικονομικών, η κυβέρνηση θέλει να διατηρήσει τα επιτόκια στα επίπεδα του Νοεμβρίου του 2022, και να μην συμπαρασυρθούν από τις διαδοχικές αυξήσεις των επιτοκίων του ευρώ.
Προς το παρόν πάντως οι φορολογούμενοι που μπαίνουν στις πλατφόρμα της ΑΑΔΕ για να βάλουν σε πάγιες δόσεις τον ΕΝΦΙΑ ή κάποια άλλη φορολογική οφειλή διαπιστώνουν ότι το ετήσιο επιτόκιο έχει αυξηθεί κατά 2,31 ποσοστιαίες μονάδες.
Ειδικότερα, για τις 12 δόσεις έχει αυξηθεί στο 6,68% (από 4,37%), ενώ όσοι επιλέγουν τις 24 δόσεις (για τακτικές οφειλές) ή 48 δόσεις (για έκτακτες οφειλές) επιβαρύνονται με επιτόκιο 8,18% από 5,87%.
Το συγκεκριμένο επιτόκιο ήταν στο 4,12% το 2021, στο 4,09% το 2022, στο 6,43% το 2023, και έφτασε το 6,78% τον περασμένο Ιανουάριο, σύμφωνα με την Κεντρική Τράπεζα. Σε αυτό προστίθεται κατά περίπτωση προσαύξηση 0,25%-1,5%.
Αντίθετα με την πάγια ρύθμιση, το επιτόκιο των αρρύθμιστων οφειλών –η μηνιαία προσαύξηση δηλαδή που επιβάλλεται σε όσους αφήσουν μια δόση φόρων ή περισσότερες απλήρωτες– έχει «παγώσει» έως τον Αύγουστο του 2025 στο 0,73% για κάθε μήνα καθυστέρησης, ή στο 8,76% σε ετήσια βάση.
Επίσης σταθερό στο 6% παραμένει μέχρι τις 2 Αυγούστου 2025 το ετήσιο επιτόκιο με βάση το οποίο υπολογίζονται οι τόκοι επιστροφής αχρεωστήτως καταβληθέντων φόρων.
Όπως προκύπτει από τα πιο πρόσφατα στοιχεία της ΑΑΔΕ, από τα 106,3 δισ. ευρώ του ληξιπρόθεσμου υπόλοιπου, μόνο το 4,6% ή 4,611 δισ. ευρώ έχει ενταχθεί σε κάποια ρύθμιση. Από το σύνολο των ληξιπρόθεσμων χρεών τα 26,3 δισ. ευρώ έχουν χαρακτηριστεί ως «ανεπίδεκτα είσπραξης» χωρίς ωστόσο να διαγράφονται από τα βιβλία της ΑΑΔΕ.
Πέρσι με ρυθμίσεις και κατασχέσεις μπήκαν στον κρατικό κορβανά 2,8 δισ. ευρώ ενώ οι διαγραφές χρεών έφτασαν τα 12 δισ. ευρώ (το μεγαλύτερο μέρος τους αφορούσε τον ΟΣΕ).