Περί τα 18 χιλιόμετρα μέσα στη φύση διανύουν κάθε χρόνο οι πιστοί την Πέμπτη της Διακαινησίμου (δηλαδή την πέμπτη μέρα μετά το Πάσχα), στην Καλή Βρύση Δράμας, τηρώντας ευλαβικά το έθιμο λιτάνευσης της ιερής εικόνας της Αναστάσεως.
Πρόκειται για μια από τις ωραιότερες αποδείξεις για το πώς η παράδοση και η λαογραφία «δένουν» αρμονικά με την αναγέννηση της φύσης και την Ανάσταση του Θεανθρώπου.
Με μπροστάρη τον π. Στυλιανό, εφημέριο του ενοριακού ναού του Αγίου Νικολάου της Καλής Βρύσης και την εικόνα της Αναστάσεως που κρατούσαν εναλλάξ, κάτοικοι της Καλής Βρύσης αλλά και των γειτονικών χωριών που συμμετείχαν στη λιτανευτική πομπή διέσχισαν μια απόσταση συνολικής διάρκειας περίπου πεντέμισι ωρών μέσα στη φύση.
Οι πιστοί ξεκινούν από το εξωκλήσι του Προφήτη Ηλία μετά την τέλεση της Θείας Λειτουργίας και τον αγιασμό. Ο ιερέας αναπέμπει δέση προς τον Αναστάντα Χριστό για υγεία των κατοίκων και καρποφορία της γης, για προστασία των καλλιεργειών από το χαλάζι και τις άσχημες καιρικές συνθήκες.
Σε όλη τη διάρκεια της πομπής οι κάτοικοι κουβαλούν μαζί τους ένα μεγάλο σήμαντρο που αποτελεί το παλαιότερο κειμήλιο του χωριού. Το κρατούν δυο νέοι άντρες, που το χτυπούν σε όλη τη διάρκεια της λιτανείας, ψάλλοντας το «Χριστός Ανέστη».
Σε αυτήν τη μακρά διαδρομή άνθρωποι κάθε ηλικίας διασχίζουν αγροτικούς δρόμους, ανθισμένα μονοπάτια και καταπράσινες πλαγιές βουνών υμνώντας το μεγαλείο της φύσης και δοξάζοντας τον Αναστάντα Χριστό. Την πομπή συνοδεύουν αναβάτες πάνω σε άλογα και όλοι μαζί φτάνουν μέχρι το τελευταίο άκρο των γεωγραφικών ορίων του χωριού προκειμένου να επισκεφθούν όλα τα εξωκλήσια.
Όλο και περισσότεροι νέοι άνθρωποι
Όπως εξηγεί, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ο Δημήτρης Σίδος, με καταγωγή από την Καλή Βρύση και πρώην γραμματέας του ομώνυμου πολιτιστικού συλλόγου, «οχτώ είναι συνολικά τα εξωκλήσια που επισκέπτονται ο ιερέας και οι πιστοί: του Προφήτη Ηλία, της Ζωοδόχου Πηγής, των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, του Αγίου Αντωνίου, του Αγίου Αθανάσιου, της Μεταμόρφωσης του Σωτήρως, του Αγίου Γεωργίου και τελευταίο του Αγίου Βλασίου. Όταν η πομπή φτάνει σε κάθε εξωκλήσι, ο ιερέας μαζί με τα άτομα που κρατούν το σήμαντρο και την εικόνα κάνουν τρεις στροφές γύρω από το ναό.
»Στη συνέχεια μπαίνουν μέσα, ανάβουν τα καντήλια και ο ιερέας τοποθετεί πάνω στην Αγία Τράπεζα ένα κομμάτι αντίδωρου από τη λειτουργία της Μεγάλης Πέμπτης τυλιγμένο σε ένα σβόλο άσπρου κεριού.
«Το πιο σημαντικό είναι ότι κάθε χρόνο ολοένα και περισσότεροι νέοι άνθρωποι συμμετέχουν σε αυτή την αναβίωση του εθίμου. Αυτή η λιτανευτική πομπή είναι η εκπλήρωση ενός τάματος για πολλούς κατοίκους και χάρη στην ενέργεια των νέων ανθρώπων το έθιμο διασώζεται και περνάει από γενιά σε γενιά», υπογραμμίζει ο Δ. Σίδος.
Η «γλυκιά ψιχάλα» που εύχονται οι ντόπιοι
Η λιτανευτική πομπή καταλήγει στα δυο τελευταία εξωκλήσια του Αγίου Γεωργίου και του Αγίου Βλασίου, προστάτη των γεωργών και των κτηνοτρόφων που βρίσκεται στην ορεινή περιοχή του Μενοικίου όρους. Εκεί, ο ιερέας αναπέμπει δέηση και αγιάζει την περιοχή.
Οι ντόπιοι –αγρότες στην πλειονότητά τους– προσεύχονται για τη «γλυκιά ψιχάλα», όπως αποκαλούν την ποτιστική βροχή που είναι απαραίτητη τους καλοκαιρινούς μήνες για τις καλλιέργειες του κάμπου, απευχόμενοι τις έντονες καιρικές συνθήκες και ιδιαίτερα το χαλάζι.
Με το τέλος ακολουθεί γλέντι απ’ όλους τους κατοίκους του χωριού, με τους ήχους των παραδοσιακών οργάνων της γκάιντας και του νταχαρέ (ντέφι με μεγάλη διάμετρο), αλλά και κεράσματα που προσφέρει η εκκλησιαστική επιτροπή του ιερού ναού του Αγίου Νικολάου.