Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης επισκέπτεται, τη Δευτέρα, την Άγκυρα για συνομιλίες σχετικά με την πορεία της διαδικασίας του Συμφώνου Φιλίας. Οι παρατηρητές των ελληνοτουρκικών εξελίξεων δεν είναι αισιόδοξοι.
Η Ελλάδα ανταποκρίθηκε στην τουρκική πρόσκληση για ήρεμα νερά διότι θέλει να κερδίσει χρόνο για να προετοιμασθεί στον εκσυγχρονισμό και την οργάνωση του στρατεύματος, εκτιμούν οι αναλυτές, αλλά ο χρόνος περνά και οι αλλαγές καθυστερούν.
Ίσως δεν υπάρχουν χρήματα σε μια χώρα που βρίσκεται στα τελευταία οικονομικά σκαλοπάτια της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κυρίως, λόγω διαφθοράς, κακής κρατικής οργάνωσης, γραφειοκρατίας, συγκεντρωτισμού.
Η Τουρκία ζήτησε την ηρεμία στις ελληνοτουρκικές σχέσεις διότι χρειαζόταν το πιστοποιητικό καλής συμπεριφοράς απέναντι στην Ελλάδα για το ξεμπλοκάρισμα της αγοράς F-16 και για να έχει καλυμμένα τα νώτα της καθώς εστιάζει το σύνολο των δυνάμεών της στη Μέση Ανατολή. Η Ελλάδα την παρείχε ασθμένως. Μια συνήθης τακτική της Άγκυρας η οποία δεν έπαψε να φοβάται τον ελληνικό στρατό σε περιπτώσεις που το ελληνικό μέτωπο είναι αραγές και οι διεθνείς δυνάμεις δεν είναι διατεθειμένες να υπονομεύσουν το ελληνικό στράτευμα.
Παρόλα αυτά η Τουρκία έδειξε το τελευταίο διάστημα πώς εννοεί το Σύμφωνο Φιλίας. Διαμαρτυρήθηκε (αν είναι δυνατόν!) για την επίσκεψη του υπουργού Άμυνας στην Κω υποστηρίζοντας ότι η Ελλάδα δεν τηρεί τα συμφωνηθέντα από τη Διακήρυξη (η Κως είναι νησί των Δωδεκανήσων και όποιες δεσμεύσεις έχει αναλάβει η Ελλάδα στα Δωδεκάνησα δεν αφορούν την Τουρκία διότι δεν είναι συμβεβλημένο μέρος της Συμφωνίας).
Κατά το διάστημα προετοιμασίας της επίσκεψης, η ίδια η Τουρκία:
-ανακοίνωσε ότι θα συμπεριλάβει στη διδακτέα ύλη της Μέσης Εκπαίδευσης τη θεωρία της «Γαλάζιας Πατρίδας».
-μετέτρεψε την Μονή της Χώρας από μουσείο σε τζαμί, λίγες ημέρες πριν από την επίσκεψη Μητσοτάκη, ενώ θα μπορούσε να το κάνει μερικές ημέρες μετά την επίσκεψη. Στη διπλωματική διάλεκτο τέτοιες κινήσεις έχουν τη σημασία τους.
-διεξάγει τη μεγάλη ναυτική άσκηση «Θαλασσόλυκος» ενώ υπήρχε συνεννόηση να αποφεύγονται οι μεγάλες ασκήσεις. Η Ελλάδα δεν πραγματοποίησε τον «Παρμενίωνα».
-αντέδρασε στην πρόθεση της Αθήνας για δημιουργία Θαλασσίων Πάρκων επαναφέροντας τον ισχυρισμό της περί Γκρίζων Ζωνών.
Η αντίδραση της ελληνικής κυβέρνησης στα παραπάνω υπήρξε από ανύπαρκτη ως χαλαρή στέλνοντας το μήνυμα της παθητικότητας απέναντι στις τουρκικές προκλήσεις.
Ο κ. Μητσοτάκης δήλωσε πως θα θέσει στον Τούρκο πρόεδρο το θέμα της μετατροπής σε τζαμί της Μονής της Χώρας αλλά αυτό είναι το λιγότερο ενδιαφέρον για την Ελλάδα. Είναι θέμα που αφορά τη διεθνή κοινότητα και τη διατήρηση των μνημείων ανά τον κόσμο. Η Ελλάδα δεν έχει άμεση σχέση.
Στα θέματα, δε, που ενδιαφέρουν την Ελλάδα, όπως η έναρξη συνομιλιών σε πολιτικό επίπεδο για τον καθορισμό του πλαισίου επίλυσης της μοναδικής διαφοράς που αναγνωρίζει η Ελλάδα, την οριοθέτηση θαλασσίων ζωνών, οι εξελίξεις είναι ανύπαρκτες.
Για να επισημανθεί το ενδιαφέρον της Αθήνας για τη συνάντηση αξίζει να σημειωθεί πως οι δύο υπουργοί εξωτερικών Γεραπετρίτης και Φιντάν, εστίασαν στο τι θα πει ο Ερντογάν κατά τις κοινές δηλώσεις των δύο ηγετών για να αποφευχθεί η καταγγελία του Ισραήλ από τον Τούρκο πρόεδρο παρουσία του Μητσοτάκη!
Ειρήσθω εν παρόδω πως στο θέμα των ναών και των ιδρυμάτων άλλων θρησκειών στην Τουρκία, επικρατούν διαχρονικά δύο τάσεις: η μια η κεμαλική, τα θέλει μουσεία και η άλλη η μουσουλμανική, τα θέλει τζαμιά. Ο Ερντογάν στην πρώτη φάση της προεδρίας του είχε ήπια στάση απέναντι στα χριστιανικά ιδρύματα αλλά στην πορεία τη μετέβαλε. Στην τελευταία μετατροπή, εκτιμούν οι παρατηρητές, ο Ερτογάν οδηγήθηκε για να ικανοποιήσει το μουσουλμανικό ακροατήριό του λόγω της πτώσης του στις δημοτικές εκλογές και της διαρροής ψηφοφόρων του προς το μουσουλμανικό, επίσης, κόμμα του υιού Ερμπακάν, το οποίο τον ανησυχεί.
Το ουσιαστικό θέμα είναι τι επιδιώκει ο Ερντογάν, πόσο σε βάρος της Ελλάδας είναι και πώς το υλοποιεί.
Κατ’ αρχάς επιδιώκει την παγίωση του μουσουλμανικού χαρακτήρα της τουρκικής κοινωνίας στο ιδεολογικό πλαίσιο ενός νεοοθωμανισμού. Μ’ έναν συνδυασμό αξιοποίησης της θρησκείας και της προβολής σκληρής ισχύος ο Τούρκος πρόεδρος προσπαθεί να καταστήσει τη χώρα του περιφερειακή δύναμη στο γεωπολιτικό τρίγωνο Μέση Ανατολή, Κεντρική Ασία, Βαλκάνια. Δύσκολο να το πετύχει αλλά το προσπαθεί.
Στην προσπάθεια αυτή εκτός από δυνάμεις που θα του συμπαραστέκονταν (στη Μέση Ανατολή επιδιώκει τη συνεργασία οντοτήτων όπως η Χαμάς, η Μουσουλμανική Αδελφότητα, ορισμένες κουρδικές οντότητες όπως ο Μπαρζανί στο Βόρειο Ιράκ, τρομοκρατικές ομάδες στη Συρία κ.λπ., στα Βαλκάνια προσπαθεί να καταστήσει μακρύ χέρι του την Αλβανία), χρειάζεται τη μέγιστη εξοπλιστική και στρατιωτική αυτοδυναμία και επιδιώκει να καταστεί εξαγωγέας όπλων ενώ αναζητά και ενεργειακές πηγές. Τις χρειάζεται η βιομηχανία του.
Έχει βάλει στο μάτι τα αποθέματα της Ανατολικής Μεσογείου με τον Αμερικανό υφυπουργό Εξωτερικών Τζέφρι Πάιατ να συνιστά στην Ελλάδα συνεργασία με την Τουρκία.
Υπονομεύει σταθερά την οικονομική ανάπτυξη της Ελλάδας –όσα περιθώρια απομένουν από την υπονόμευση της οικονομίας από το ίδιο το διεφθαρμένο ελληνικό κράτος–, και για να αναβαθμιστεί και γεωπολιτικά προσπαθεί να διαμορφώσει συνθήκες ντε φάκτο ελέγχου του Αιγαίου από τον 25ο μεσημβρινό και ανατολικά. Ο 25ος μεσημβρινός τέμνει το Αιγαίο στη μέση και, φυσικά, αφήνει πολλά νησιά στην πλευρά της Τουρκίας.
Γιατί επιδιώκει αυτόν τον έλεγχο η Τουρκία; Διότι θέλει, περαιτέρω, γεωπολιτική αναβάθμιση εκεί που μπορεί.
Η Τουρκία ελέγχει τα Στενά από τον Βόσπορο ως την έξοδο του Ελλησπόντου και αυτός ο έλεγχος τής δίνει γεωπολιτική βαρύτητα. Δεν ελέγχει, όμως, την έξοδο των Στενών. Η έξοδος περνά στον έλεγχο της Ελλάδας. Με την απαίτησή της να ελέγχει το Αιγαίο ανατολικά του 25ου μεσημβρινού επιδιώκει τον έλεγχο και της εξόδου των Στενών.
Αλλά και κάτι ακόμη: η αξιοποίηση της Αλεξανδρούπολης από τους Αμερικανούς, στέρησε στην Τουρκία ένα σημαντικό προνόμιο που είχε. Και όπως όλα δείχνουν η νέα γραμμή Δύσης-Ανατολής θα διέρχεται απο τις Βαλτικές χώρες και θα περνά κάθετα από τον ελλαδικό χώρο (Θράκη – νησιά μεταξύ Ελλάδας-Τουρκίας). Αυτό ενοχλεί την Τουρκία. Θέλει να το διαρρήξει για να μπορεί να παίζει τον ρόλο του επιτήδειου ουδέτερου.
Και κάτι τελευταίο:
Οι εκλογές στη «Βόρεια Μακεδονία» ανησύχησαν πολλούς στην Ελλάδα ότι η γειτονική χώρα θα επαναφέρει την ένταση μεταξύ των δύο χωρών. Ελάχιστα πιθανό είναι κάτι τέτοιο διότι η κύρια αιτία του συντριπτικά, υπέρ της αντιπολίτευσης, εκλογικού αποτελέσματος είναι η οικονομική ανέχεια του πληθυσμού, ο υψηλός πληθωρισμός, η διαφθορά του κράτους και η διάψευση της ευρωπαϊκής πορείας της χώρας.
Οι διαφορές σήμερα της γειτονικής χώρας είναι περισσότερο με τη Βουλγαρία παρά με την Ελλάδα.
Βεβαίως, η νέα πρόεδρος της χώρας, προφανώς και άλλοι κυβερνητικοί παράγοντες, δήλωσαν πως δεν θα χρησιμοποιούν το συνταγματικό όνομα «Βόρεια Μακεδονία», χωρίς να το αμφισβητήσουν, αλλά αυτό μπορεί να γίνει με μια εύκολη διαχείριση του λόγου. Στα επίσημα κείμενα δεν θα μπορέσουν να υποχωρήσουν. Αν και στην Ελλάδα πολλοί θα το εύχονταν.
Είναι άλλο οι δηλώσεις, όταν σε εκλογές διεκδικείς την εξουσία, και άλλο η καθημερινή διαχείριση της κυβερνητικής εξουσίας.