Από το Αρχείο της Βιβλιοθήκης της Εστίας Νέας Σμύρνης ένα απόσπασμα από το βιβλίο του Δημήτρη Ι. Αρχιγένη για την περιφορά του Επιταφίου στη Σμύρνη*.
≈
Άμα, πια, ητέλευ’ η ακολουθία, είχανε φτάξει τα μεσάνυχτα. Και τότες ήθελ’ να γυρίσουνε το Επιτάφιο, στα κεντρικά σοκάκια γύρω απ’ την εκκλησιά. Ο’ μπρος, ηπάαινε η μπάντα (η φιλαρμονική που ηλέαμε), που ήπαιζε λυπητερή μουζική.
Ηακολουθούσανε τα Ξεφτέρια, οι ψαλτάδες, ο Σταυρός με τα τρία του κεριά αναμένα κι αποπίσω οι τέσσερις παπάδες με το χρουσοκέ’ντητο και ζουγραφιστό τετράγωνο μανδήλιο που ηπαράσταινε ξαπλωμένο το νεκρό Χριστό.
Και τελευταίο, πια, το κουβούκλιο με την κοφτή εικόνα μέσα και με αναμένα τα πολλά κεριά πάνω στη σκεπή του. Το ‘χανε σηκώσει και το βγάζανε ώσαμ’ όξω οι επιτρόποι τση εκκλησιάς (έτσι πάντα ηκάνανε) κ’ υστερνά πια το σηκώνανε τα λεβέντικα παλικάρια του μαχαλά, με σεβασμό και ευλάβεια.
Οι μεγάλες εκκλησιές είχανε τη μπάντα τως. Η Μητρόπολη (Αγία Φωτεινή) τη δικιά τση. Η εκκλησιά του Ορφανοτροφείου τη ξακουστή μπάντα, που παίζανε τα ορφανά και που ‘χε πάρει παράσημο απτό Σουλτάν-Χαμίτ. Η Άγια Κατερίνη, τη μπάντα του αθλητικού συλλόγου «ο Απόλλων», το Νεκροταφείο, τη δικιά του, ο Άης Δημήτρης τη δικιά του κ.λ.π.
Σε κάθε τρίστρατο, η πομπή του Επιτάφιου ησταματούσε κι’ ηγενού’ ντανε μια δέηση, το ίδιο κι’ ο’ μπρός σε ίδρυμα για μεγάλο κατάστημα, καθώς και σε τούρκικο καρακόλι (αστυνομικό σταθμό). Κι έτσι, αργοπορώντας το Επιτάφιο, ηκαταντούσε να γυρίσει στην εκκλησιά σκεδόν ξημερώματα.
Πολλά Επιτάφια ηανταμωνού’ντοστε αναμεταξύ τως, όπως τσ’ Άγιας Φωτεινής με τ’ Άη Γιωργιού – τ’ Άη Νικόλα με τση Ευαγγελίστρας – τση Ευαγγελίστρας με τ’ Άη Δημητριού – τσ’ Άγιας Κατερίνας με τ’ Άη Τρύφωνα – τσ’ Άγιας Κατερίνας με του Μετοχιού του Φασουλά.
Στο γυρισμό όμως, την ώρα που τα παλικάρια ηχαμηλώνανε το Επιτάφιο για να μπει μεσ’ στην εκκλησιά ήτανε τότες η δύσκολη στιμή (στιγμή). Γιατίς, ήτανε αντέτι (έθιμο) τω Σμυρνιώνε ν’ αρπάξουνε τα πούλουδα και τα κεριά που ηανάβανε στη σκεπή του κουβούκλιου και στο Σταυρό. Γιαταυτό, τα άλλα παλικάρια που ήτανε στο πλάϊ του Επιτάφιου, είχανε το νου τως να προλάβουνε να α’μποδίσουνε το αρπολόημα, που η’μπορούσε να στραπατσάρει το ιερό και πολύτιμο αυτό κουβούκλιο.
Μα, κι’ ο κόσμος, αν καις ήξερε πως ηφυλάανε τα παλικάρια, ήπεφτε, ωστόσο, με τα μούτρα ν’ αρπάξει.
Κι άμα πια το Επιτάφιο ή’μπαινε στην εκκλησιά, και το αποκου’μπούσανε απάνω στο βάθρο του, τότες ηγενού΄ντανε μοιρασιά των πουλουδιώνε και κεριώνε με τάξη σε όσοι (όσους) ηβρισκού’ντοστε κο’ντά. Κι’ ήτανε τα πούλουδα και τα κεριά αυτά πολυζητούμενα.
Τα κεριά απτσοί ψαράδες που, άμαν η θάλασσα ήπιανε φουρτούνα κ’ ηγενού’ντανε χαλασμός Κυρίου, ηανάβανε τότες το αγιασμένο αυτό κερί του Επιτάφιου, με την ελπίδα να γαληνέψει ο καιρός κ’ η θάλασσα.
Τα δε αγιοπούλαυδα ‘φτα, τα βάζανε στα φυλαχτά, είτες πάλε (πάλι) τα κάβανε (καίγανε) στο θυμιατό για να ξεματιάσουνε. Γιαταυτό, κάθε νενέ (γιαγιά) και κάθε μαμά το φύλαε με προσοχή.
Και όσοι, πια, δεν η’ μπορέσανε να πάρουνε κερί του κουβούκλιου, ήτανε παρηγορημένοι με το κομάτι που τως ηαπόμεινε απτό κερί, που’ χανε ανάψει κ’ ηκρατούσανε στην ακολουθία του Επιτάφιου, γιατίς κι’ αυτό τηνέ ‘χε ακούσει κι είχε αγιαστεί.
Ο κόσμος, πια, κουρασμένος ηγύριζε στο σπίτι του με αναμένο το κερί στο χέρι. Κι άμαν ήφτανε στην πόρτα του, ηάκουε τσί φωνές του αρνιού, που κλεισμένο μέσα, ήτανε παραπονεμένο.