Ο μήνας Μάιος, ο πέμπτος κατά σειρά του έτους, αντιστοιχεί στον μήνα Θαργηλίωνα του αττικού ημερολογίου. Πήρε το όνομά του κι αυτός, όπως και οι υπόλοιποι μήνες, από τη λατινική γλώσσα. Συγκεκριμένα οι Ρωμαίοι έδωσαν στον μήνα αυτόν την ονομασία του από τη μητέρα του θεού Ερμή, τη Μαία, λατινιστί Maja.
Στις παραδοσιακές κοινωνίες του ελλαδικού χώρου ο μήνας αυτός λεγόταν με διάφορες ονομασίες όπως Λούλουδος, Ανοιξιάτης, Φουσκοδέντρης κ.ά., που προσδιόριζαν τα χαρακτηριστικά της φύσης κατά την περίοδο αυτήν.
Στον Πόντο λεγόταν Καλομηνάς, σύνθετη λέξη από το επίθετο καλός και το ουσιαστικό μήνας.
Αυτός ο μήνας σηματοδοτούσε την έξοδο των ζώων από τους μιζερέδες –τα ιδιωτικά λιβάδια– στα παρχάρια. Το χορτάρι ήταν φρέσκο και η παραγωγή του γάλακτος πλούσια «Έρθεν ο Καλομηνάς, γάλαν φα όνταν πεινάς»!
Οι παλαιοί εμούν συνήθιζαν να έλεγαν τη φράση για κάποιον που θεωρούσαν όχι και τόσο ικανό: «Ο Καλομηνάς επεδέβεν ατόν», θέλοντας σκωπτικά να δηλώσουν ότι αναξίως και χαριστικώς κάποιος χαρακτηρίστηκε επαρκής. Ο πιο όμορφος μήνας της άνοιξης δεν θα μπορούσε να αφήσει αδιάφορη και την ποντιακή μούσα η οποία αφιέρωσε αρκετά δίστιχα σε αυτόν όπως εκείνα από το Σταυρίν της Αργυρούπολης:
«Εγώ καλόν παιδίν είμαι, Καλομηνέσ’ τσιτσέκι,
Θα σύρω και σκοτώνω σε, γουεύω το φυσέκι»
(εγώ είμαι καλό παιδί, λουλούδι του Μάιου,
Θα σε σκότωνα αλλά λυπάμαι τη σφαίρα)
«Όνταν έρτ’ ο Καλομηνάς φυτρών’ νε τα χορτάρα,
ντ’ έμορφα επρασίντσανε τα τσόλα τα παρχάρα»
(όταν έρθει ο Μάιος φυτρώνουν τα χορτάρια,
τι όμορφα που πρασίνισαν τα έρημα παρχάρια)
Αλλά και στο ακριτικό δημώδες άσμα «ο Μάραντον» αναφέρεται:
«τα δάκρυα ‘τ ’σ εκατέβαιναν Καλομηνέσ’ χαλάζι»
(τα δάκρυά της έπεφταν σαν το χαλάζι του Μαΐου).
Στον Πόντο χρησιμοποιούσαν το ρήμα «καλομηνεύκουμαι» για να δηλώσουν τα χαρακτηριστικά του Μάη. Ο Άνθιμος Παπαδόπουλος στο Ιστορικόν Λεξικόν της Ποντικής Διαλέκτου αναφέρει το γνωμικό:
«Ο Μάρτ’ς οντάν μαρτεύκεται, διαβαίν τον Καλαντάρην
Κι όνταν καλομηνεύκεται, διαβαίν’ τον καλοκαίρην»
(Ο Μάρτιος όταν τον πιάνουν τα κρύα ξεπερνάει και τον Γενάρη
κι όταν μιμείται τον Μάη ξεπερνάει το Καλοκαίρι στην καλοκαιρία)
Στη Χαλδία χρησιμοποιούνταν το ρήμα καλομηνιάουμαι που σήμαινε πως πλήττεται η υγεία μου, σε περίπτωση που κοιμόταν κάποιος στην ύπαιθρο κατά τον μήνα Μάιο.
Στην Ινέπολη της Κερασούντας, πόλη που βρισκόταν δυτικά στον χάρτη άρα ήταν τρόπον τινά εξευρωπαϊσμένη, χρησιμοποιούνταν η ονομασία Μάης για τον μήνα και όταν ήθελαν να δηλώσουν πως κάτι είναι αδύνατον να συμβεί έλεγαν: «όνταν κ’ έχει ο Μάης Πέφτην κ’ η εβδομάδα Κερεκήν» (όταν δεν έχει ο Μάης Πέμπτη και η εβδομάδα Κυριακή). Όταν δε οι Ινεπολίτες ήθελαν να δηλώσουν την απέχθειά τους σε κάτι ή σε κάποιον έλεγαν: «κι θέλ’ ατό(ν) ίσα με του Μάη την φωτία».
Στην Τραπεζούντα, τη Χαλδία, τη Σάντα και τη Ματσούκα έλεγαν: «Καλομηνά πα είδα σε και ξαν το μυτί σ’ ύλιζεν» (τον Μάιο σε είδα και η μύτη σου εξακολουθούσε να στάζει) όταν ήθελαν να δηλώσουν πως κάποιος δεν αλλάζει με τίποτα.
Ο Κανδηλάπτης διέσωσε ένα παραμύθι από τη Χαλδία σύμφωνα με το οποίο ένας βασιλιάς θέτει το ερώτημα στους υπηκόους του «Ας σην έμπαν τη Καλομηνά ους το τέλος ατ’ πόσον έσοδον έχ το κράτος» (από την έναρξη έως το τέλος του Μαΐου πόσα έσοδα έχει το κράτος); Η σωστή απάντηση είναι ότι αυτό εξαρτάται από τις ευεργετικές βροχές του Μαΐου.
Ο μήνας Μάιος ήταν ο μήνας ζευγαρώματος για τα ζώα αλλά και αυτός που ξύπναγε ερωτικά πάθη για τους ανθρώπους. Έτσι λοιπόν οι πρόγονοί μας όταν ήθελαν να σχολιάσουν σκωπτικά κάποιον ή κάποια που είχε τέτοιες τάσεις έλεγαν «Έρθεν ο Καλομηνάς- αν’ τ’ ουράδιν ατ’» δηλαδή ήρθε ο Μάιος και σήκωσε την ουρά του/της, κατά τη συνήθεια των ζώων σε περίοδο οίστρου να σηκώνουν ή να πλευρίζουν την ουρά τους για να διευκολύνουν το ζευγάρωμα. Ένα δίστιχο που αναφέρεται σε έναν τέτοιο ερωτικό οίστρο είναι το ακόλουθο:
«Τ’ αρνί μ’ επαρακάλ ‘ν ατο, κι ατό εποίν’ νεν νάζα
τα δάκρα μ’ εκατήβαιναν Καλομηνά χαλάζα»
Το νερό από τις βροχές του Μαΐου εκτός από ευεργετικό για τα χωράφια θεωρούνταν και ευλογημένο και για άλλου είδους χρήσεις. Έτσι πολλές νέες έστεκαν κάτω από τη βροχή για να αποκτήσουν πλούσια κώμη. Με το νερό της βροχής του Μαΐου έπηζαν το γάλα για να κάνουν γιαούρτι. Αν και σε ολόκληρη την Ελλάδα και στον κόσμο το γιαούρτι λέγεται με αυτήν την ονομασία που προέρχεται από το τουρκικό yoğurt, στον Πόντο οι παππούδες και οι γιαγιάδες μας χρησιμοποιούσαν την ελληνική λέξη ξύγαλαν (οξύγαλαν), γεγονός που αποδεικνύει όχι μόνο το ότι η ποντιακή διάλεκτος έχει άρρηκτους δεσμούς με την αρχαία ελληνική γλώσσα αλλά και τη μέθοδο δημιουργίας του που προφανώς για να έχει διαφορετική ονομασία από την τουρκική μέθοδο είναι σαφώς διαφοροποιημένη με ρίζες από πολύ παλιά, πριν εμφανιστούν στα παράλια του Εύξεινου Πόντου οι τουρκικές φυλές.
1η Μαΐου
Ο λαογράφος Δημ. Λουκάτος στα έργα του Εισαγωγή στην Ελληνική λαογραφία και Πασχαλινά και της Άνοιξης, αναφέρει πως ο μήνας Μάιος, το αποκορύφωμα της άνοιξης, από την αρχαία εποχή έως τις ημέρες μας κάνει τους ανθρώπους να εκδηλώνουν τον ερωτισμό τους με διάφορους τρόπους. Έτσι βλέπουμε αυτόν τον ερωτισμό να εκδηλώνεται στα Διονυσιακά ανθεστήρια των αρχαίων Ελλήνων, στα Ροζάλια και στα Φλοράλια των Ρωμαίων αλλά και στα σύγχρονα ευρωπαϊκά May mornings. Όλα αυτά με μικρές παραλλαγές θα τα βρούμε και στους Έλληνες του Πόντου πριν από τον ξεριζωμό τους από τις πανάρχαιες εστίες τους, αναφέρει η φιλόλογος Έλσα Γαλανίδου- Μπαλφούσια.
Την Πρωτομαγιά λοιπόν όπως σε όλη την υπόλοιπη Ελλάδα έτσι και στον Πόντο, οι Έλληνες έβγαιναν στην εξοχή, κυλιόντουσαν στο χορτάρι για να πάρουν δύναμη και υγεία από την ανανεωμένη φύση, έπλεκαν στεφάνια και γιόρταζαν την ζωή!
Αναρτούσαν πάνω από την πόρτα του σπιτιού τους το πρωτομαγιάτικο στεφάνι, ο σκελετός του οποίου έπρεπε να ήταν απαραιτήτως από μασούρα (αγριοτριανταφυλλιά) για να σχηματίζεται ένας αγκαθωτός κύκλος που λειτουργούσε αποτροπαϊκά – προστατευτικά για την προστασία των μελών αλλά και των ζώων της οικογένειας τα οποία ανήκαν στην περιουσία, τον «βίο» της. Κατόπιν αυτός ο σκελετός διακοσμούνταν με λουλούδια του αγρού κάθε λογής.
Την παραμονή η ‘κοδέσπαινα, η κυρία του σπιτιού, κατασκεύαζε μικρούς σταυρούς από κλωνιά αγριομηλιάς τους οποίους έδενε στην αλυσίδα του κουδουνιού κάθε αγελάδας μαζί με ένα ματοζίνιχο (ματόχανδρο) για να προφυλάξει τα ζώα της από τη βασκανία.
Τα ξημερώματα πήγαινε στο μαντρί και στερέωνε τα σταυρουδάκια και τα ματόχαντρα στα καπίστρια των θηλυκών αγελάδων και με ένα κλαδί από λεφτοκάρ’ (φουντουκιά) ή μασούρα (αγριοτριανταφυλλιά) τις χτυπούσε χαϊδευτικά στην πλάτη για να τις βγάλει έξω λέγοντας «με το καλόν να πας και με το καλόν να κλώσκεσαι» (με το καλό να πας και με το καλό να γυρίσεις). Μετά έσπαζε στα κέρατα του ταύρου μια χορτόπιτα και τον κερνούσε χοντρό αλάτι λέγοντάς τον «όσα έδωκά σε άλλα τόσα να φερτς με» (όσα σου έδωσα, άλλα τόσα να μου φέρεις). Στη συνέχεια έδινε στις αγελάδες και στον ταύρο να φάνε την πίτα.
Στο Σταυρίν σύμφωνα με τον Σταυριώτη δάσκαλο και λόγιο Δ. Παπαδόπουλο, έβγαιναν οι νέοι από νωρίς το πρωί για να προϋπαντήσουν τον Μάη. Διασκέδαζαν, χόρευαν και έπλεκαν στεφάνια για τα μαλλιά των κοριτσιών. Τα στεφάνια ήταν φτιαγμένα από λουλούδια του αγρού και όχι από οπωροφόρα δέντρα. Πολλές φορές στόλιζαν με στεφάνια και τα κεφάλια των αμνοεριφίων αλλά και τα κέρατα των αγελάδων. Το κλίμα ήταν εύθυμο και ποντιακή λύρα συνόδευε τις αυτοσχέδιες εκδηλώσεις στις υπέροχες εξοχές του Πόντου.
Καλή Πρωτομαγιά και καλόν μήνα!
Αλεξία Ιωαννίδου