«Ατώρα θεμελίωσα, και χτίζω ξάν’ φωλέαν, θα έχω ξάν’ τα σήμαντρά μ’ θα έχω τα καμπάνας»! Μ’ αυτή τη φράση, το 1952 και λίγο μετά τα θυρανοίξια του Ιερού Ναού της Παναγίας Σουμελά στους πρόποδες του Βερμίου, ο Φίλων Κτενίδης είχε αποτυπώσει μέσω της Ποντιακής Εστίας όχι μόνο τα σχέδια αλλά και το συναίσθημά του.
Την επόμενη χρονιά, το 1953, περίπου 30 χρόνια από την τελευταία Λαμπρή στον Πόντο, ήταν οι αρκετοί οι Πόντιοι που έζησαν την πρώτη Ανάσταση στη νέα Παναγία Σουμελά.
Τα όσα έγιναν το Μεγάλο Σάββατο και την Κυριακή του Πάσχα του 1953 περιγράφονται με κάθε λεπτομέρεια σε άρθρο που φιλοξενείται στο τεύχος 40 της Ποντιακής Εστίας και φέρει την υπογραφή «Ο Ρεπόρτερ».
≈
Ύστερα από τριάντα χρόνια!
Η πρώτη Ανάσταση στη νέα Παναγία Σουμελά
Μεγάλο Σάββατο!
Οι κάτοικοι της Καστανιάς έχουν ανοίξει τα φιλόξενά τους σπίτια στους προσκυνητές της Παναγίας Σουμελά που καταφθάνουν τες απογευματινές ώρες. Άνδρες, γυναίκες, παιδιά, όλοι βρίσκουν έτοιμα, ολοκάθαρα τα κρεβάτια τους μέσα σε δωμάτια που η αναμμένη σόμπα γεμίζει από μια ευχάριστη θαλπωρή και που μια μυρωσιά από καμμένο κέδρο και οξιά μιλάει για το κοντινό δάσος της Παναγίας Σουμελά. Μερικοί αφού δείπνησαν με ένα παξιμαδάκι, τα παιδιά μ’ ένα φτωχικό τσάι, οι περισσότεροι νηστικοί, έπεσαν να κοιμηθούν από νωρίς, σύμφωνα με το… πρόγραμμα που καταρτίσθηκε με κάθε φροντίδα τέτοιο, ώστε να θυμίζη η Ανάσταση που επρόκειτο να κάμουν την Ανάσταση όπως την κάναμε στο παληό Μοναστήρι και σ’ όλο τον αξέχαστο Πόντο.
Έτσι την δωδεκάτη ώρα της νύχτας που σ’ όλη την άλλη Ελλάδα οι καμπάνες αναγγέλλουν το μέγα γεγονός της Αναστάσεως και οι Χριστιανοί ανταλλάζουν τον εν Χριστώ ασπασμόν και τσουγκρίζουν το Πασχαλινό αυγό, εκεί πάνω στην αετοφωληά του Βερμίου, στο μαγευτικό χωριό της Καστανιάς και στα υψώματα της Παναγίας Σουμελά, μαζύ με τες ηρωικές κορυφογραμμές, και τες δασόφυτες χαράδρες του Βερμίου που ήσαν βυθισμένες σιωπηλές μέσα στο ασημένιο φως του φεγγαριού μιας ανοιξιάτικης πραγματικά νύχτας, ήσαν βυθισμένοι στον ύπνο κι’ όλοι οι άνθρωποι και θα έλεγε κανείς πως η Σιγή έστησε εκεί πάνω το βασίλειό της, κοντά στο θρόνο της Μεγαλόχαρης του Πόντου…
Ώρα τρίτη πρωινή
Ένας άνθρωπος, σαν σκιά μέσα στη νύχτα, προχωρεί από πόρτα σε πόρτα και μ’ ένα χοντρό ραβδί χτυπά δυνατά –τέσσαρα-πέντε χτυπήματα– στην κάθε μια, αρκετά δυνατά ώστε να ξυπνήσουν οι ένοικοι. Είνε ο «ζαγκότζον», ο νυχτοφύλαξ που ξυπνούσε τον σκλάβο χριστιανό την νύχτα του Πάσχα για την εκκλησιά. Γιατί οι καμπάνες ήσαν απαγορευμένες… Και το έθιμο αυτό παρέμεινε στον Πόντο. Σε λίγο όλο το κατασκότεινο χωριό άρχισε να δείχνη φωτισμένα τα παράθυρα των σπιτιών του.
Ώρα τρίτη και ημίσεια
Μες σ’ την ησυχία εκείνη της νύχτας ακούεται η καμπάνα της Παναγίας Σουμελά. Παίρνουν τους χτύπους της όλες οι κορυφές του Βερμίου και χαιρετούν μ’ αυτούς τον αντικρυνό Αράπη και τα μακρυνά Πιέρρια..
Ανατριχιάζει απο ιερή συγκίνηση η Καστανιά και απ’ τα σπίτια βγαίνουν σειρές, σειρές φωτεινές κινούμενες γραμμές –όπως φαίνονταν πάνω απ’ το μοναστήρι τα κεράκια που κρατούν αναμμένα– οι προσκυνητές που ξεκίνησαν για την Εκκλησιά της Παναγίας Σουμελά, που η καμπάνα της ύστερα από τριάντα χρόνια ξαναδοξάζει το Θεό.
Οι φωτεινές γραμμές προχωρούν. Κρύβονται μέσ’ το ανηφορικό δάσος για να ξαναφανούν σε κάποια στροφή και σιγά-σιγά απλώνονται και αγκαλιάζουν τον βράχο που υποβαστάζει την εκκλησιά της Μεγαλόχαρης.
Ώρα τετάρτη πρωινή
Οι ψάλται υμνούν τον αναστησόμενον Χριστόν.
Λυτρωτά ο Θεός! Ευλογητός εί. Οι εορτασταί σαν σκιαί γονατίζοντας προσκυνούν την σεπτή Εικόνα της Παναγίας Σουμελά, μέσα στο ημίφως που σκορπούν τα κεριά μπροστά στην πανάρχαια Εικόνα και τα λίγα καντήλια. Παρουσιάζεται ο ιερεύς στην ιερή Πύλη, με αναμμένη τη λαμπάδα του.
-«Δεύτε λάβετε φως, εκ του ανεσπέρου φωτός!..» Πλησιάζει πρώτος, με καταφανή συγκίνηση, ο μεγάλος νοσταλγός και οραματιστής αυτής της στιγμής ο Κτενίδης. Ανάβει την λαμπάδα του. Ακολουθούν οι άλλοι πρωτεργάται της ανιδρύσεως του νέου αυτού θρόνου της Μεγαλόχαρης, οι Σύμβουλοι, ο Κώτας Πανίδης, ο Αβραάμ Αβραμίδης, ο Αθαν. Αθανασιάδης, ο Κώστας Παρασκευόπουλος και ύστερα όλο το εκκλησίασμα.
Σε λίγες στιγμές ολόκληρο το εσωτερικό της εκκλησίας πλημμυρίζει από φως. Προπορεύεται ο ιερεύς με τους ψάλτας και ακολουθούν όλοι.
Έξω από το ύπαιθρο, κάτω απ’ τον έναστρον ουρανό, στο γραφικό εκείνο, ακόμη και την νύχτα, τοπίο με το υψόμετρο των 1.200 μέτρων, αρχίζει η τελετή της Αναστάσεως. Η ώρα είναι ακριβώς 4η πρωινή.
Χριστός Ανέστη εκ νεκρών…
Ψάλλει ο ιερεύς, το επαναλαμβάνουν οι ψάλται και μαζύ των όλοι. Τέσσαρες στρατιώται, από τους φρουρούς των υψωμάτων, με τον επί κεφαλής υπαξιωματικόν παρουσιάζουν όπλα. Μερικοί πυροβολισμοί, λίγα βεγγαλικά, για την τήρηση του εθίμου (Διαταγή του Σ. Στρατού απαγορεύονται οι πυροβολισμοί εις την μεθοριακήν εκείνη περιοχή).
Ιερεύς, χοροί, εκκλησίασμα ξαναμπαίνουν σ’την εκκλησιά που είνε τώρα ολόφωτη. Όλοι ξαναπροσκυνούν την σεπτή Εικόνα της Σουμελά, για να την ευχαριστήσουν γιατί τους αξίωσε να κάμουν και πάλιν Ανάσταση υπό την σκέπη Της, ύστερα από τριάντα χρόνια.
Μέσα στο παιχνίδιασμα της λάμψης των αναρίθμητων κεριών που έκαιγαν μπροστά Της, το πονεμένο πρόσωπο της Μεγάλης Μητέρας, φαινόντανε σαν να έπλεε σε πέλαγος ευτυχίας, αντικρύζοντας και πάλιν ζωντανούς λάτρας Της, εορταστική συναγωγή, ύστερα από τόσα χρόνια ερημιάς και μοναξιάς…
Με τη χαραυγή έγινε η απόλυση. Στο διαμέρισμα του προσωπικού της Μονής ένα πασχαλινό τραπέζι περίμενε όλους, νηστεύσαντας και μη νηστεύσαντας, κοινωνήσαντας των αχράντων Μυστηρίων προ ολίγου και μη κοινωνήσαντας.
Το πρωινό αυτό τραπέζι που άρχισε με το τσούγκρισμα των αυγών, εξελίχθηκε σ’ ένα τρικούβερτο γλέντι, αφού προηγουμένως έγινε η προσευχή.
Τους αρχικούς εκκλησιαστικούς ύμνους και ψαλμούς διεδέχθησαν τραγούδια παληού καιρού και σύγχρονα, χάρις και στον μικροσκοπικό ακορτεονίστα Ι. Διαμαντίδην, που κατέπληξε όλους με την δυσανάλογη με την ηλικία του δεξιοτεχνία.
Όταν ετελείωσε το πρωινό αυτό χριστιανικό σημπόσιο, έξω ο ήλιος δεν γέμισε το παν μόνο με το φως του, αλλά και με την θερμότητα των ακτίνων του. Ξεχύθηκαν όλοι στα πέριξ της εκκλησίας και καθ’ ομάδας ξάπλωσαν πάνω στο πράσινο χαλί του χόρτου που το στόλιζαν διάσπαρτα πολύχρωμα αγριολούλουδα. Εν τω μεταξύ τρεις «οβελίαι» περιστρεφόμενοι πάνω στη φωτιά που είχα ανάψη από τη νύχτα, γέμισαν την ατμόσφαιρα με την προκλητική των κνίσσα. Το γενικό πρόσταγμα αυτού του θυσιαστηρίου το είχε ο ακούραστος Περικλής Αμοιρίδης.
Μεσημέρι Κυριακής
Η καμπάνα χαρμόσυνα καλεί τους προσκυνητάς στη Διπλανάσταση. Ο ναός ξαναγεμίζει από κόσμο, από τον καπνό των κεριών και των λαμπάδων.
Χριστός Ανέστη – Αληθώς Ανέστη.
Στο ύπαιθρο, κοντά στο αγίασμα της Παν. Σουμελά, στρώθηκαν τα πλούσια τραπέζια της Λαμπρής. Το ένα απ’ αυτά συνεκέντρωνε όλα τα παιδιά, τους αυριανούς συνεχιστάς των εθίμων που ξαναζωντάνευαν.
Το πρωινό το γλέντι –που αναφέραμε– βρήκε την συνέχεια και ολοκλήρωσή του στο δεύτερο αυτό, το μεσημεριάτικο, που επισφραγίσθηκε και με χορούς.
Είναι η πρώτη Ανάσταση που έγινε στο νέο ναό της Παναγίας Σουμελά.
Ας αναγράψωμε τα ονόματα –όσα θυμούμεθα– εκείνων που εώρτασαν εκεί πάνω με την σεπτή Εικόνα της Παναγίας Σουμελά, που ύστερα από τριάντα χρόνια, απέκτησε και πάλι θρόνο ιερό και υπό την προστασία Της εορτάσθηκε ένα τόσο χαρούμενο Πάσχα.
Οι ευτυχείς εορτασταί αυτής της ημέρας ήσαν: Ο κ. Δημ. Φυλλίζης, ο κ. Κ. Πανίδης μετά της κ. Καλλιόπης Πανίδου, ο κ. Αβρ. Αβρααμίδης μετά της κ. Αρτεμησίας Αβρααμίδου, ο κ. Σταύρος Διαμαντίδης και η κ. Ελένη Διαμαντίδου και τα τέκνα των Ιωάννης και Θωμάς, ο κ. Κ. Παρασκευόπουλος με την κ. Όλγα Παρασκευοπούλου, ο κ. Αθ. Αθανασιάδης μετά της κ. Αλεξάνδρας Αθανασιάδου και τα τέκνα των Καίτη, Λυδία και Κωστάκης, ο κ. Νίκος Πανίδης μετά της κ. Κίτσας Πανίδου και των δων Ελένης και Ρούλας θυγατέρων των, ο κ. Παν. Πανίδης μετά της κ. Όλγας Πανίδου και τα παιδιά των Γεώργιος και Μαριάννα, ο κ. Ανέστης Πανίδης μετά της κυρίας του Λίζας και τα παιδιά των Νίτσα και Πέτρος, ο κ. Αγάπιος Μακρίδης με την κ. Κλειώ Μακρίδου και τον μικρο Πετράκη, ο κ. Μιχ. Αβρααμίδης μετά της κ. Ισμήνης Αβρααμίδου, ο κ. Αλέκος Πανίδης με την μνηστή του Αφροδίτη Παπαδοπούλου, ο κ. Φίλων Κτενίδης μετά της κ. Όλγας Κτενίδου, κ.ά.
Από το χωρίον Καστανιά παρευρέθησαν οι κ. κ. Περικλής Αμοιρίδης, Σταύρος Αμοιρίδης και Δ. Παυλίδης καθώς και ο σταθμάρχης Χωροφυλακής κ. Κανελλόπουλος. Ο πανοσιολογιώτατος Παπαπέτρος, προϊστάμενος του ναού της Παναγίας Σουμελά, κατέβαλε πάσαν προσπάθειαν διά την περιποίησιν των προσκυνητών και εδέχθη τας ευχαριστίας και τα συγχαρητήρια όλων.
Ο Ρεπόρτερ