Το θέατρο είναι η «τέχνη του εφήμερου». Γεννιέται, μεγαλώνει, δημιουργείται και σβήνει κάθε βράδυ. Και όποιος πρόλαβε είδε, αλλιώς ζει με το μύθο. Ειδικά όσο πάμε πιο πίσω, στις αρχές του 20ού αιώνα, τόσο περισσότερα είναι τα ονόματα που αν και έχουν γράψει ιστορία ή την έχουν αλλάξει στο εγχώριο θεατρικό σανίδι, όσοι είναι από 60 ετών και κάτω δεν τους έχουν προλάβει πάνω στη σκηνή.
Όπως την Κυρία Κατερίνα, που μαζί με την Κυβέλη έκαναν σπουδαία καριέρα με το μικρό τους όνομα.
Και καλά, η Κυβέλη έχει αφήσει και μια ταινία πίσω της (Άγνωστο, 1955)· η Κυρία Κατερίνα; Τίποτε απολύτως! Μία και μοναδική εμφάνιση σε εκπομπή του Φρέντι Γερμανού το 1976, που μέχρι πριν από μερικά χρόνια υπήρχε στο διαδίκτυο, αλλά πλέον έχει εξαφανιστεί.
Και όπως φαίνεται η Κυρία Κατερίνα δεν ενδιαφερόταν τόσο για την υστεροφημία της, όσο για το τι ζούσε και δημιουργούσε σε ενεστώτα χρόνο. Φυσικά πάνω στο σανίδι. Και μην νομίζετε ότι το «Κυρία Κατερίνα» ήταν καπρίτσιο της ή ντιβισμός. Προέκυψε ύστερα από δικαστική απόφαση.
Γεννημένη θεατρίνα
Η Κατερίνα Καρύδα, όπως ήταν το πατρικό της όνομα, γεννήθηκε το 1903 σε πλούσια οικογένεια. Στα εφηβικά της χρόνια προκύπτει ο έρωτας με το θέατρο. Γράφεται στην Επαγγελματική Σχολή Θεάτρου του Θεόδωρου Συναδινού, πρωτεργάτη της θεατρικής παιδείας στην Ελλάδα και ιδρυτή του Θεατρικού Μουσείου.
Με την αποφοίτησή της συμμετείχε σε δύο παραστάσεις του Φώτου Πολίτη και αμέσως μετά έφυγε στη Βιέννη, για να φοιτήσει στην περίφημη σχολή του Μαξ Ράινχαρντ.
Πτυχίο πήρε στην υποκριτική αλλά και στη σκηνοθεσία, και ο σπουδαίος της δάσκαλος την ενέταξε στη διανομή του Δύσκολου του Χόφμανσταλ, που παίχτηκε στο Διεθνές Φεστιβάλ του Ζάλτσμπουργκ.
Στην Αυστρία παίζει την «Ολίβια» στη Δωδεκάτη νύχτα του Σαίξπηρ. Αλλά από τη μια η πίεση από την πλευρά της οικογένειάς της να επιστρέψει στην Ελλάδα και από την άλλη η υπενθύμιση του παλιού της δασκάλου, του Πολίτη, ότι όφειλε να συμμετάσχει στο νεοϊδρυθέν Εθνικό Θέατρο (τότε Βασιλικό) την έφεραν πίσω στην Αθήνα.
Έτσι, τον Μάιο του 1932 έπαιξε στη μονόπρακτη κωμωδία του Μεριμέ Η άμαξα. Παντρεμένη με τον δικηγόρο Δημήτρη Ανδρεάδη, θα λανσαριστεί με το νέο της όνομα και θα μείνει τρία χρόνια στο Εθνικό, παίζοντας θαυμάσιους ρόλους του κλασικού ρεπερτορίου δίπλα στους καλύτερους της γενιάς εκείνης.
Ο πρόωρος θάνατος του Πολίτη την έκανε να αποχωρήσει –και δεν ήταν η μόνη– και να ξεκινήσει μεγάλη προσωπική πορεία στο ελεύθερο θέατρο. Η πρώτη της απόπειρα πραγματοποιήθηκε το καλοκαίρι του 1935 με το θίασο της Μαρίκας Κοτοπούλη, και αμέσως μετά μαζί με τους Δημήτρη Μυράτ και Περικλή Γαβριηλίδη, με τους οποίους συγκρότησε θίασο.
Οι καλύτεροι συνεργάτες
Δεν ήταν μόνο σπουδαία ηθοποιός, ήταν και μοναδική θιασάρχης. Κοινώς «έκοβε το μάτι της», όπως θα λέγαμε λίγο…βάρβαρα σήμερα. Οι ηθοποιοί που πέρασαν από το θίασό της, μετά έγραψαν τη δική τους ιστορία. Στην ουσία η Ανδρεάδη επέβαλε ανθρώπους. Και ηθοποιούς, και έτερους δημιουργούς.
Από τον «εισαγόμενο» από το Παρίσι Λάμπρο Κωνστάνταρα, μέχρι τον πρωτοεμφανιζόμενο Νίκο Ξανθόπουλο που έκανε στο θίασό της ντεμπούτο, πολλά χρόνια πριν γίνει «το παιδί του λαού».
Και βέβαια την πιτσιρίκα Άννα Φόνσου, που διέσχισε την Αθήνα πάνω σε ένα γαιδουράκι και στην ουσία την «υιοθέτησε», μέχρι να βρει τα πατήματά της, αλλά και τη Μελίνα. Η τελευταία, μετά από μια παταγώδη θεατρική αποτυχία, βίωνε την απαξίωση. Με μεγάλη γενναιότητα, η Ανδρεάδη την πήρε στο θίασό της, σε έναν μεγάλο ρόλο σε ένα εξίσου μεγάλο έργο. Η Μελίνα ερμήνευσε τη Λαβίνια στο Το πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα του Ευγένιου Ο’Νιλ, και κέρδισε το χαμένο έδαφος.
Και βέβαια τον Αλέκο Αλεξανδράκη. Το 1949, παρακολουθώντας ακρόαση του εικοσάχρονου ηθοποιού για ένα έργο που ετοίμαζε, εντυπωσιάζεται τόσο πολύ από τον τριτοετή του Εθνικού, που αλλάζει έργο για να πρωταγωνιστήσει εκείνος και να αναδείξει έναν νέο ζεν πρεμιέ με τη Φθινοπωρινή παλίρροια της Δάφνης ντι Μοριέ.
Στον θίασο ήταν και η Έλλη Λαμπέτη. Ο λόγος για τον οποίο επέστρεψε, καθώς δεν είχαν καθόλου καλές σχέσεις με την Κυρία Κατερίνα, ήταν ο Αλεξανδράκης με τον οποίο ζούσε τότε έναν μεγάλο έρωτα. Έπαιξε και στο επόμενο έργο, τους Τρομερούς Εραστές του Κάουαρντ, αλλά όταν εκείνος ακολούθησε την Κυρία Κατερίνα σε μεγάλη τουρνέ στην Αφρική, εκείνη τον εγκατέλειψε, βαθιά απογοητευμένη – ουσιαστικά δεν του το συγχώρεσε ποτέ.
Απλώς Κατερίνα
Όταν χώρισε τον Ανδρεάδη, εκείνος της απαγόρευσε δικαστικά να χρησιμοποιεί το επίθετό του. Εκείνη λοιπόν συστήθηκε στο κοινό ως Κυρία Κατερίνα. Ονόμασε δε τον θίασό της «Ελεύθερο Καλλιτεχνικό Οργανισμό», όταν το μεταξικό καθεστώς απαίτησε να επιστρέψει στο Εθνικό, αλλιώς θα έπρεπε να ξεχάσει το θέατρό της.
Φυσικά δεν υπάκουσε στο καθεστώς.
Καλλιεργημένη, πολύγλωσση, κοσμοπολίτισσα, ταξίδευε συχνά στο εξωτερικό για να ενημερώνεται θεατρικά, συναντούσε διεθνείς προσωπικότητες, διάβαζε αναρίθμητα έργα για να επιλέξει ποιο θα ανεβάσει. Και μπορεί το κοινό να την λάτρευε, αυτό όμως δεν σημαίνει πως δεν υπήρχαν και αποτυχίες – ή ευτράπελες στιγμές όπως στην πρεμιέρα του Αντώνιος και Κλεοπάτρα όπου συνέβησαν μια σωρεία από ατυχίες, με επιστέγασμα μια σκηνή που όταν ανοίγει η αυλαία εμφανίζεται ένας ηθοποιός πεσμένος στο σανίδι με σχεδόν κατεβασμένο το εσώρουχο.
Αλλά αυτά συμβαίνουν στο θέατρο, που γενικότερα είναι ου μπλέξεις. Παρ’ όλα αυτά η Κυρία Κατερίνα –πλέον– τόλμησε και έπαιξε με ρεπερτόριο, αλλά και συνεργάστηκε με δημιουργούς θεωρητικά διαφορετικούς από το ύφος της, όπως ο Κάρολος Κουν.
Εισπρακτικά πάντως η μεγαλύτερη επιτυχία της ηταν η Χαρτοπαίχτρα του Δημήτρη Ψαθά.
Η παράσταση έκανε πρεμιέρα στις 7 Νοεμβρίου του 1963 και είχε τόση επιτυχία που κράτησε τρεις σεζόν, σημειώνοντας περισσότερες από επτακόσιες παραστάσεις. Τότε είχε κυκλοφορήσει η φήμη ότι θα έπαιζε και στην κινηματογραφική μεταφορά του έργου, μόνο που ο Γιάννης Δαλιανίδης δεν της πρότεινε ποτέ το ρόλο γιατί πίστευε ότι η σχέση της με τη χαρτοπαιξία δεν ήταν ρεαλιστική, σε αντίθεση με τη Βλαχοπούλου, η οποία θριάμβευσε στο σινεμά και καθιερώθηκε ως πρωταγωνίστρια. Από τη θεατρική διανομή μόνο η Σαπφώ Νοταρά συμμετείχε στην ταινία.
Όσον αφορά την προσωπική της ζωή, μετά τον Ανδρεάδη συνδέθηκε με τον ηθοποιό και σκηνοθέτη Τίτο Φαρμάκη που ήταν και καλλιτεχνικός διευθυντής του θιάσου της, αν και δεν έμειναν μαζί μέχρι το τέλος.
Παλιοί λογαριασμοί
Το θέατρό της ήταν καλοκαιρινό, επί της Πατησίων, στο ύψος της πλατείας Βικτωρίας. Για το χειμώνα έκλεινε σε άλλες σκηνές. Προς τα τέλη του ’60 είχε αρχίσει να αραιώνει τις εμφανίσεις της. Το λαμπερό φινάλε της έγινε στο «Διάνα» της Ιπποκράτους, δίπλα στην Έλλη Λαμπέτη. Είναι αυτά τα παιχνίδια της ζωής. Όχι δεν έγιναν φίλες, απλώς η μια σεβόταν το ταλέντο και την ιστορία της άλλης.
Μάλιστα μια δεκαετία μετά, που η Κυρία Κατερίνα είχε αποσυρθεί και έδωσε συνέντευξη στη Μαρία Ρεζάν, όταν ρωτήθηκε ποιες θεωρεί καλύτερες ηθοποιούς απάντησε «Η Λαμπέτη, η Λαμπέτη και η Λαμπέτη».
Η αυλαία λοιπόν πέφτει με τις Μικρές αλεπούδες. Και εκεί στα 70 της, η Κυρία Κατερίνα αποσύρεται, παρά τις προτάσεις που είχε. Ήταν συνειδητή απόφαση και έζησε στο μυθικό εξοχικό της στη Νέα Μάκρη. Εκεί όπου κατά καιρούς είχε φιλοξενηθεί σχεδόν όλο το ελληνικό θέατρο. Γιατί όπως είχε πει και η ίδια, «Τίποτα δεν μ’ έχει ικανοποιήσει σαν το θέατρο. Το θέατρο είναι ένα πάθος που σε κυριεύει, ένα μεθύσι. Δεν μπορείς να το κόψεις, να λιγοστέψεις τη δόση. Το κόβεις σαν το τσιγάρο. Ή θα το κόψεις εντελώς ή… δεν χωράνε ημίμετρα».
Έφυγε σαν σήμερα, το 1993, στα 90 της. Ευτυχισμένη, ήρεμη, χορτασμένη, δοξασμένη από αυτό που αγάπησε, το θέατρο. Και αν δεν άφησε κάποια παρακαταθήκη για το μέλλον, δεν πειράζει. Όσοι την είδαν στη σκηνή, δεν την ξέχασαν ποτέ.
Σπύρος Δευτεραίος