Η Λαμπρή αποτελούσε τη μεγαλύτερη θρησκευτική γιορτή στον Πόντο, ενώ παράλληλα σηματοδοτούσε τον ερχομό της άνοιξης.
Ο συνδυασμός αυτός ενέπνεε τους ανθρώπους, οι οποίοι, προκειμένου να εκφράσουν το σεβασμό τους προς τον Θεό, αλλά και να γιορτάσουν την αναγέννηση της φύσης, δημιούργησαν αντίστοιχα δίστιχα, ένα είδος ποίησης ιδιαίτερα αγαπητό στον Πόντο.
Σε ολοκληρωμένη μορφή εμφανίζονται τον 15ο αιώνα και ο λογοτεχνικός «κανόνας» που ακολουθούσαν είναι ότι κάθε δεκαπεντασύλλαβος στίχος είχε αυτοτελές νόημα και ήταν μια ακέραια κύρια ή δευτερεύουσα πρόταση.
«Οι δύο στίχοι μαζί αποτελούν ποιητικό καρπό μιας ψυχικής συγκίνησης», γράφει χαρακτηριστικά ο Στάθης Ευσταθιάδης στο έργο του «Τα τραγούδια του ποντιακού λαού» και σημειώνει ότι αποτελούν χωριστό κεφάλαιο των ποντιακών τραγουδιών και καλύπτουν σχεδόν όλους τους τομείς της ζωής.
Ανάμεσα σε αυτά, ο Στάθης Ευσταθιάδης κατέγραψε τα ποντιακά δίστιχα για τη Λαμπρή:
Λαμπρή (παμποντιακό)
Έρθεν κι οφέτος η Λαμπρή, τον κουκαράν εβγάλτεν,
φετισνόν κόκκινον ωβόν ξαν ‘ς σην εικόναν βάλτεν.
Χριστός Ανέστη οσήμερον, όλ’ λάσκουν χαρεμένα,
σ’ όλια τ’ οσπίτια τρών’ και πίν’, τα πόρτας ανοιγμένα.
Έρθεν αρνόπο μ’ η Λαμπρή, τα καλά τα ημέρας,
θα φορούν και σκεπάουνταν τα κορτσόπα τη χώρας.