Στο Τσαγράκ στην περιοχή της Κερασούντας, το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου, όλοι μαζεύονταν στο προαύλιο της εκκλησίας, όπως έκαναν κάθε παραμονή της Λαμπρής, μέχρι να ξεριζωθούν βίαια από τις πατρογονικές εστίες τους. Τους είχε ειδοποιήσει ο τζαγκός (κράχτης), ο οποίος ζωσμένος με κουδούνια γύριζε από σπίτι σε σπίτι χτυπώντας τις πόρτες και προκαλώντας μεγάλο θόρυβο.
Είχαν ήδη νηστέψει καθ’ όλη τη διάρκεια της Σαρακοστής, σύμφωνα με τις πατρογονικές παραδόσεις που τηρούνταν ευλαβικά στον Πόντο και κάθε Μεγάλη Εβδομάδα το χωριό είχε την τιμή να υποδεχτεί τον ιερομόναχο Γερβάσιο, από το μοναστήρι του Χουτουρά.
Ο συγκεκριμένος ιερομόναχος ξεκινούσε με το μουλάρι του στις αρχές της Σαρακοστής περιοδεία σε όλα τα χριστιανικά χωριά, προκειμένου να εξομολογήσει τους χριστιανούς ώστε να μεταλάβουν το Πάσχα, και τη Μεγάλη Εβδομάδα κατέληγε πάντα στο Τσαγράκ.
Τις ώρες πριν από την Ανάσταση, κάθε οικογένεια φρόντιζε να τοποθετήσει ξεραμένα κερκέλια και βαμμένα αυγά στην Αγία Τράπεζα για να ευλογηθούν.
Τα κερκέλια αυτά τα έτριβαν στο γάλα της Πρωτομαγιάς για να τα φάνε, καθώς σύμφωνα με τα έθιμα της ευρύτερης περιοχής, πριν ακόμη ανατείλει ο ήλιος την πρώτη ημέρα του Μαΐου, έπρεπε να πιουν γάλα με εφτάζυμο ψωμί. Αν το έπιναν μετά την ανατολή, πίστευαν ότι θα αποκτούσαν ψώρα1.
Όταν είχαν μαζευτεί όλοι οι κάτοικοι του χωριού στο προαύλιο της εκκλησίας φορώντας τα καλά ή τα καινούρια τους ρούχα, ο Γερβάσιος έδινε το σύνθημα να βγουν έξω από το ναό τα εξαπτέρυγα με τα λάβαρα, μαζί με την εικόνα της Αναστάσεως του Κυρίου και το Ευαγγέλιο.
Μάλιστα, δεν ήταν λίγες οι φορές που λίγο πριν ολοκληρώσει την ανάγνωση του Ευαγγελίου, πυκνές νιφάδες χιονιού έκαναν την εμφάνισή τους, ενώ μόλις έψαλλε ο ιερέας το «Χριστός Ανέστη», ακολουθούσε ομοβροντία από τουφέκια και κουμπούρια, που έριχναν τα παλικάρια του χωριού.
Ανήμερα το Πάσχα, οι άνδρες και οι έφηβοι έβγαιναν σε ομάδες και επισκέπτονταν τα σπίτια του χωριού, ανταλλάσσοντας ασπασμούς και χαιρετισμούς όπως «Χριστός Ανέστη, Αληθώς Ανέστη», «Ζει και βασιλεύει ο Κύριος». Σπανίως έπιναν ποτό αυτή την ημέρα, αλλά την επομένη στρώνονταν στο γλέντι από το πρωί μέχρι το βράδυ, πολλές φορές μέχρι και την Τρίτη του Πάσχα.
Επίσης, τις μέρες εκείνες ο παπάς της εκκλησίας μαζί με τον καλόγερο επισκέπτονταν τα σπίτια και γέμιζαν τις πλατιές τσέπες των ράσων με αυγά και κουλούρια, τα οποία κατανάλωναν ολόκληρη την εβδομάδα μετά την Ανάσταση.
Ορισμένοι αρσούζηδες (επίμονοι) συνέχιζαν το γλέντι μέχρι και την Τετάρτη της Διακαινησίμου, οπότε σε κάποιο σπίτι οι συγκεντρωμένοι έψηναν κοκόρια και κοτόπουλα τα οποία τα είχαν μαζέψει κρεμώντας ανάποδα έναν… νιόπαντρο.
Το έθιμο πρόσταζε ότι σε παρέα που υπήρχε κάποιος νιόγαμπρος, όταν κάθονταν στο τραπέζι που ετοίμαζαν τα πεθερικά του ή άλλο συγγενικό πρόσωπο, φρόντιζαν να «κρεμάσουν» τον γαμπρό. Έδεναν τα πόδια του με σκοινί και τον κρεμούσαν στο ταβάνι κατακέφαλα, υποχρεώνοντας τους δικούς του να υποσχεθούν ότι θα προσφέρουν έναν κόκορα ή κότα, για να τον ελευθερώσουν. Κι έτσι γινόταν.
Πού βρίσκεται το Τσαγράκ
Το χωριό Τσαγράκ της Κερασούντας βρίσκεται στις υπώρειες του όρους Ερμέζ των Ποντικών Άλπεων και υπάγεται στην επαρχία Αλούτζερας. Βρίσκεται νότια της Έσπιας και της Κεπέκλησας.
Το όνομά του προέρχεται, κατά τον αείμνηστο δικηγόρο Παναγιώτη Χ. Ερμείδη, κατά το πρώτο συνθετικό από το τσαχ (σαχ=σάχης, που σημαίνει βασιλιάς) και το ραχ (ο δρόμος στα αραβικά), υπονοώντας το δρόμο ων καραβανιών που περνούσαν από εκεί για τα ενδότερα της Μικράς Ασίας. Πριν από την Ανταλλαγή είχε πάνω από 1.000 Έλληνες (αρκετούς κρυπτοχριστιανούς και μερικούς μουσουλμάνους). Στην κωμόπολη οι Έλληνες συντηρούσαν δύο εκκλησίες και μια πλήρη αστική σχολή.