Παραμονές του Πάσχα του 1920, ο εθνομάρτυρας Νίκος Καπετανίδης, δημοσιογράφος και εκδότης της Εποχής, καταδίκαζε με τόλμη την πολιτική που ακολουθούσαν οι Τούρκοι, ενώ δεν δίσταζε να έρθει σε αντιπαράθεση μέσω της εφημερίδας του με τη μισελληνική τουρκική εφημερίδα της Τραπεζούντας Σελαμέτ.
Ήδη από το 1919 το τουρκικό καθεστώς προσπαθούσε να επιβάλει λογοκρισία στην κριτική που ασκούσαν οι ελληνικές εφημερίδες. Αψηφώντας όμως το κεμαλικό καθεστώς, ο Νίκος Καπετανίδης είχε ήδη περιγράψει με τα μελανότερα χρώματα την καταστροφή της υπαίθρου από τους φανατικούς Τούρκους μέσα από τα άρθρα του «Η ύπαιθρος κατασφάζεται» και «Ρίζε, καϋμένε Ρίζε!».
Μάλιστα, όπως έγραψε ο αδελφός του Κώστας Καπετανίδης στην Ποντιακή Εστία (τχ Σεπτ.-Οκτ. 1975), με το ψευδώνυμο Κώστας Μορφίδης, ο εθνομάρτυρας στις 20 Μαρτίου του 1920 είχε δεχθεί επίσκεψη από τον ίδιο τον Τοπάλ Οσμάν και τους άνδρες του στα γραφεία της Εποχής, προκειμένου να τον «γνωρίσει», καθώς είχε πληροφορηθεί για τα άρθρα που δημοσίευε κατά των Νεότουρκων.
Στη διάρκεια της συνάντησης, ο Οσμάν ζήτησε από τον Νίκο Καπετανίδη να μην γράφει ανακρίβειες, και του επισήμανε ότι οι Έλληνες και οι Τούρκοι είναι αδέλφια.
Την επόμενη μέρα ο Τοπάλ Οσμάν αναχώρησε από την Τραπεζούντα για να συνεχίσει τις σφαγές στην επαρχία, αφού πρώτα είχε σπείρει τον όλεθρο μεταξύ άλλων σε Κερασούντα, Τρίπολη, Ορντού, Σαμψούντα, Οινόη, Φάτσα και Έρπαα.
Έτσι, με αφορμή τη συνάντηση, αλλά και τον ερχομό του Πάσχα, ο Νίκος Καπετανίδης δημοσίευσε ανήμερα του Μεγάλου Σαββάτου, 28 Μαρτίου 1920, ένα άρθρο στο οποίο δεν δίστασε να «φωτογραφίσει» τις θηριωδίες του Τοπάλ Οσμάν στα χωριά του Πόντου, χωρίς να γνωρίζει πόσο προφητικά ήταν και για τον ίδιο αυτά που έγραφε.
Ο τίτλος του άρθρου του ήταν «Προς υψηλότερα και ωραιότερα» και αναρωτιόταν τι μπορεί να επιφυλάσσει το μέλλον για τον καθένα, με δεδομένες τις επεκτατικές διαθέσεις των Τούρκων που γίνονταν ολοένα και πιο εμφανείς.
Στο κείμενο έγραφε μεταξύ άλλων:
«…Είναι απόψε ο μεγάλος εξιλασμός. Όλοι μας έχομε περάσει τον δρόμον της Αμαρτίας. Είμεθα οι πεζοπόροι μιας νύκτας αφώτιστης, ταρταρικής. Ενθυμηθείτε τι είδαν τα μάτια μας, χρόνους τώρα, τι εχάσαμεν, τι προσφέραμεν, ποίαν δύναμιν ζωής απωλέσαμεν. Και ακόμη: Ποίος βλέπει το τέρμα του δρόμου αυτού; Θα δώσωμεν ίσως νέας θυσίας ακόμη, ακόμη υπάρχει η σκάλα τον κακού. Ποίος γνωρίζει τι κλώθεται εις τον καθένα αύριον ή μεθαύριον, ποίος γνωρίζει ποία αμαρτία και ποίον έγκλημα ακόμα θα χαράξει κόκκινην γραμμήν εις την ζωήν μας, μέσα εις την πάλην όπου ευρισκόμεθα και εις τον αγώνα τον οποίον αγωνιζόμεθα […].
»Και προσβλέψατε με τα μάτια της ψυχής. Ολόγυρα και κοντά και μακράν και πέραν, παντού δυστυχία, κακοριζικιά, βαρυθυμία. Συγκεντρωθείτε ως αλύγιστη αλυσίδα γύρω εις τον νέον αυτόν μαρτυρικόν Σταυρόν. Όποιοι και αν είσθε και όπως και αν λέγεσθε. Ό,τι και όσον ημπορείτε. Επάνω εις το εθνικόν μας στόμα πληγαί βαθείαι, πληγαί θανατικαί. Καλείσθε να σκύψετε ως παιδιά μιας μητέρας, ως βλαστάρια ενός ιερού και θεϊκού δένδρου, επάνω εις τον εθνικόν πόνον…
»Έρχεται-ήλθε και πάλιν η Λαμπρή! Υψώσατε, άνθρωποι της Χθες και άνθρωποι της Αύριον, υψηλά το ποτήρι δια την εθνικήν μας Λαμπρήν. Δεν ημπορεί να αργήσει».
Ο Νίκος Καπετανίδης καταδικάστηκε σε θάνατο δι’ απαγχονισμού στις φυλακές τις Αμάσειας, στις 21 Σεπτεμβρίου του 1921, σε ηλικία 32 ετών. Όταν ο πρόεδρος του δικαστηρίου του απηύθυνε την κατηγορία ότι αγωνιζόταν για την ανεξαρτησία του Πόντου, σηκώθηκε και συμπλήρωσε: «Όχι μόνον για την ανεξαρτησία, αλλά και για την ένωσή του με την Ελλάδα!».
Οι τελευταίες λέξεις του μπροστά στην αγχόνη ήταν: «Ζήτω η Ελλάς».