Κοντάκιο του Αγίου Ρωμανού του Μελωδού με ακροστιχίδα: «εις το πάθος ψαλμός Ρωμανού». Διαβάστε το Μέρος Α’, το Μέρος Β’ και το Μέρος Γ’.
Ελεύθερη απόδοση στη σύγχρονη μορφή της γλώσσας μας από τον Θεόφιλο Πουταχίδη.
ιη’. Ο άμοιρος Πρωτόπλαστος πέθαινε από τη δίψα, καύσωνας τον κατάκαιγε,
καθώς περιπλανιότανε καταμεσής στην έρημο, στον άνυδρο τον τόπο·
τη δίψα του ο ταλαίπωρος δεν έβρισκε να σβήσει.
Γι’ αυτό και ο Σωτήρας μου ‒που ’ν’ η πηγή των αγαθών‒ νάμα ζωής ανάβλυσε
και έτσι του φωνάζει: «Απ’ την… πλευρά σου τα ’παθες κι έμεινες διψασμένος,
»απ’ την πλευρά μου θα σωθείς ‒πιες το νερό που τρέχει‒ και απ’ εδώ και στο εξής δεν θα γνωρίζεις δίψα.
»Το γάργαρο ρυάκι αυτό, διπλό καλό χαρίζει: από τη μία ξεδιψά, απ’ την άλλη καθαρίζει όσους τυχόν λερώθηκαν,
»για να χορεύει ο Αδάμ απ’ την πολλή χαρά του».
ιθ’. Μην και βρεθεί, λοιπόν, κανείς και πει πως του Χριστού η πλευρά είναι σαν του οποιουδήποτε απλού, θνητού ανθρώπου.
Γιατί ο Χριστός είν’ άνθρωπος, μα είναι και Θεός
και δεν χωρίζεται στα δυο· Είν’ Ένας και μοναδικός κι Έναν Πατέρα έχει.
Αυτός ήταν που έπασχε, και που την ίδια ώρα ο Ίδιος του δεν έπασχε, δεν πάθαινε καθόλου· Αυτός ήταν που πέθανε, αλλά νεκρός δεν ήταν.
Την ίδια ώρα που ως Θεός ‒Αθάνατος ων‒ ζούσε, τ’ ανθρώπινο το σώμα Του πέθαινε, νεκρωνόταν.
Και ο πατέρας του Ισαάκ, με αυτά που κάποτε έγιναν πάν’ στο βουνό που πήγε, Αυτόν συμβόλισε κι αυτός.
Γιατί στο όνομα του Ισαάκ αρνί στο τέλος σφάζει· κι ο που ήταν να σφαχτεί, ο Ισαάκ, ολόρθος κατεβαίνει απ’ το βουνό ολοζώντανος, όπως και ο Σωτήρας μου,
για να χορεύει ο Αδάμ απ’ την πολλή χαρά του.
κ’. Μα είν’ κι άλλος Προφήτης που τον Χριστό προεικόνισε·
τον Ιωνά, θέλω να πω, μες στην κοιλιά του κήτους.
Μία μπουκιά τον έκανε το κήτος, τον κατάπιε· Ιωνά δεν χώνεψε η κοιλιά – ούτε Χριστό ο Τάφος.
Μέσα απ’ το κήτος ο Ιωνάς βγήκε σε τρεις ημέρες, μα κι ο Χριστός απ’ το Ταφί σε τρεις ημέρες βγήκε.
Εκείνος με το κήρυγμα τη Νινευή διασώζει,
μα ο Χριστός σ’ όλη τη γη κηρύττει και λυτρώνει την Οικουμένη ολάκερη.
Από πριν μάς τα φανέρωσε όλα με τους Προφήτες, κι όλες τις προφητείες τους ήρθε να εκπληρώσει,
για να χορεύει ο Αδάμ απ’ την πολλή χαρά του.
κα’. Χαρίζοντας στους ταπεινούς την πιο μεγάλη νίκη, τρόπαιο που τους ανήκει
στους ώμους είχε τον Σταυρό κι έτσι τον κουβαλούσε και πήγαινε
να σταυρωθεί, για να σταυρώσει τον εχθρό που μας καταπληγώνει.
Γιατί το χρέος το βαρύ που έχει η ανθρωπότης, το ξεπληρώνει ολάκερο και τρέχει προς το θάνατο, για να τον συναντήσει.
Στο πρόσωπο Του δέχτηκε χαστούκια να Του δώσουν.
Μιλάμε για το πρόσωπο που ούτε τα Χερουβίμ τολμούν να αντικρύσουνε και κρύβουνε τα μάτια τους, όταν σταθούν μπροστά Του.
Καθόλου δεν λογάριασε τον εξευτελισμό Του, τελείως τον περιφρόνησε και έριξ’ απά’ στις πλάτες Του ‒ο Ίδιος έτσι θέλησε‒ χλεύη να ’χει για χλαίνη,
για να χορεύει ο Αδάμ απ’ την πολλή χαρά του.
κβ’. Πότισαν ξίδι την πηγή που αναβλύζει το γλυκό, τ’ αθάνατο νεράκι.
Και Του ’δωσαν χολή να πιει… Αυτού! που μάννα
σαν βροχή έριξε απ’ τα ουράνια· Αυτού! που έκανε και έτρεχε το γάργαρο νεράκι μέσα από πέτρα άγονη, να έχουν για να πίνουν.
Με ένα καλάμι χτύπαγαν την Άγια Κεφαλή Του, κι Αυτός την ίδια ώρα παίρνει καλάμι γραφικό κι υπέγραψε φαρδιά-πλατιά διάτα που διώχνει τους εχθρούς να πάν’ στην εξορία.
Γυμνός απάνω στο Σταυρό ήτανε τανυσμένος, μα έτσι γυμνώνει τον εχθρό απ’ της Ζωής το φόρεμα,
περίγελο τον κάνει, κι οι ζωντανοί μα κι οι νεκροί πια τον καταγελούνε.
Κι ύστερα τον ξεσταύρωσαν ‒απ’ το Ξύλο τον ξεκρέμασαν‒ Τον τύλιξαν στο σάβανο που ’ταν ένα σεντόνι, και μες στον Τάφο θέσανε το Άγιο Του το σώμα,
για να χορεύει ο Αδάμ απ’ την πολλή χαρά του.
κγ’. Άνθρωπε, γήινε, θνητέ, ώρα να Τον υμνήσεις και να δοξάσεις τώρα Αυτόν που έπαθε
και πέθανε για χάρη σου, για σένα· Αυτόν που σύντομα θα δεις
Αναστημένο, Ζώντα, φρόντισε μέσα στην ψυχή να Τον δεχτείς, για να ’ρθει.
Μες απ’ τα μνήματα ο Χριστός σε λίγο θα αναστηθεί, κι άνθρωπε, άλλον άνθρωπο –καινούργιο– θα σε κάνει.
Γι’ αυτό λοιπόν συγύρισε, φρόντισε την ψυχή σου, να είν’ ωραία καθαρή γι’ Αυτόν,
ώστε να έρθει· κι η έρμη η ψυχούλα σου είναι να γίνει ουρανός ο Βασιλιάς σου σαν θα ’ρθεί σ’ αυτήν να κατοικήσει.
Λιγάκι ακόμα, δεν αργεί, κι έρχεται να γεμίσει τους λυπημένους με χαρά,
για να χορεύει ο Αδάμ απ’ την πολλή χαρά του.