Ένα κείμενο που δύσκολα περνάει απαρατήρητο. Ένα κείμενο που ο σύγχρονος αναγνώστης πριν καν προχωρήσει στη μελέτη του θέλει να το απορρίψει. Ένα κείμενο που εκπλήσσει παρόλο που ο συντάκτης του εξηγεί γιατί μοιάζει ξένο ή ακόμα και εξωφρενικό στην εποχή που δημοσιεύτηκε στα Χρονικά του Πόντου (Ιούλιος-Αύγουστος 1944) –πόσο μάλλον σήμερα που έχει περάσει πάνω από ένας αιώνας από τις Γενοκτονίες Ποντίων, Αρμενίων και Ασσυρίων.
Ο δάσκαλος, συγγραφέας, ερευνητής, λαογράφος, δήμαρχος Πτολεμαΐδας από την Άδυσσα της Αργυρούπολης του Πόντου Παντελής Μελανοφρύδης που συνέβαλε στη διάσωση της ποντιακής διαλέκτου και έριξε φως σε πολλές πτυχές της ποντιακής λαογραφίας στο άρθρο του με τίτλο Ιδέαι των Ποντίων περί των άλλων εθνών μάς επικοινωνεί τις απόψεις των Ποντίων για τις φυλές με τις οποίες ζούσαν στην αλησμόνητη πατρίδα. Όμως όπως θα διαβάσετε, διαπιστώνει και ο ίδιος πως είναι περίεργες οι απόψεις αυτές.
≈
Ιδέαι των Ποντίων περί των άλλων εθνών
Ενδιαφέρον ιδιαίτερον παρουσιάζει η μελέτη των σχέσεων των Ποντίων μετά των λοιπών εθνών μετά των οποίων ήλθον εις επικοινωνίαν. Η επί αιώνας συμβίωσις ενός έθνους μετ’ άλλου ή έστω και ολιγοχρόνιος συγχρωτισμός, δημιουργεί δεσμούς και προκαλεί διάφορα συναισθήματα, τα οποία η λαϊκή φιλοσοφία αποθανατίζει είτε με παροιμίας και γνωμικά, είτε με ανέκδοτα γεμάτα με αβίαστον σατυρικήν διάθεσιν και παρατηρητικότητα αξίαν λόγου, είτε με απλούς και απερίττους στίχους της δημώδους μούσης.
Εν επιγνώσει των δυσχερειών της επιχειρούμενης μελέτης, προέβημεν εις αυτήν διά να δώσωμεν αφορμήν προς εξέτασιν του σπουδαίου τούτου κεφαλαίου της ποντιακής λαογραφίας.
1ον Τούρκοι
(ο Τούρκον, η Τούρκ’σσα, το Τούρκικων, οι Τουρκάντ’, είτε οι Τούρκ’ οι Τουρκ’σσάδες, η Τουρκία= χώρα ή πλήθος Τούρκων «εκεί σην πολιτείαν πολλά Τουρκία εν’»=κατοικούν πολλοί Τούρκοι, Τουρκέαν (μυρίζ’)=μυρίζει σαν Τούρκος. Τουρκέτα= η ιδιότης του Τούρκου, «εσύ πα τουρκέτας μη πουλείας μας»=μη μας κάνεις τον Τούρκον, τουρκίζω=γίνομαι Τούρκος, μουσουλμάνος, Τουρκοπούλα τα= τουρκόπουλα).
Ο λαός με τον οποίον ήλθεν είς περισσοτέραν συνάφειαν ο Ποντιακός και συνέζησαν επί αιώνας ως γείτων, ως σύνοικος, ως υπόδουλος μετά δυνάστου, ως χριστιανός ως αλλοθρήσκου, είναι ο τουρκικός και συνεπώς ενδιαφέρον μέγα παρουσιάζει η ιδέα την οποίαν εσχημάτισαν αμοιβαίως οι δύο σύνοικοι λαοι εμβαθύναντες εις την ψυχολογίας εκατέρου και αποκρυσταλλώσαντες εις φιλοσοφικά αποφθέγματα το καταστάλαγμα πολυετούς πείρας και γνωριμίας.
Είνε περίεργος και μας φαίνεται εξ αρχής αντιφαντική η περί του Τούρκου γνώμη του Ποντίου.
Ο Τούρκος ήλθεν ως δυνάστης, ως κατακτητής εις το ελεύθερον κράτος της Τραπεζούντος, κατέλυσε την Αυτοκρατορίαν, προέβη εις εξισλαμισμόν ενός σημαντικού τμήματος του Ποντιακού πληθυσμού, κατώκησε τα ευφορώτερα χωρία, απωθήσας τους Έλληνας εις ορεινά και άφορα μέρη, προέβη διά των αγρίων Γεννιτσάρων και των απαίσιων φεουδαρχών (ντερέμπεϊδων) εις διαφόρους πιέσεις του υποταχθέντος λαου και εν γένει έζησεν ως δυνάστης μετά υποτελούς. Επομένως φυσικόν ήτο ο υποτελής ούτος, ο δοκιμάσας τόσα πικρά ποτήρια και στερηθείς του ιερωτέρου αγαθού του ανθρώπου, της ελευθερίας, να επεφόρτιζεν εις τον τύραννον όλας τας κακίας και τα ελαττώματα.
Και όμως δεν συνέβη τούτο. Συνέβη μάλιστα ολοτελώς το αντίθετον. Ο Πόντιος εψυχολόγησε τον Τούρκον ακριβοδικαίως, άνευ προκαταλήψεως, άνευ πάθους και αντί κακών τουναντίον επαίνους επεφύλαξε δι’ αυτόν.
Και ας μη μας ξενίζη τούτο. Πόντιοι Έλληνες και Τούρκοι, γεννήματα της αυτής χώρας, με ψυχολογία ομοίαν, συγγενείς ίσως φυλετικώς, πάντως συγγενείς ως προερχόμενοι εκ των γηγενών του Πόντου Πελασγικών φυλών, αι οποίαι ενωρίς εκχριστιανισθείσαι απετέλεσαν Ελληνικώτατον τμήμα του Βυζαντινού Κράτους, με τον εξισλαμισμόν ενός πολυπληθούς τμήματος των Ποντίων, απετέλεσαν ένα λαόν, τον οποίον η θρησκεία διήρεσεν εις Χριστιανούς –Έλληνας– και Μουσουλμάνους – Τούρκους. Κατά βάθος όμως όλοι ήσαν Ανατολίται με την ψυχολογίαν λαών πρωτογόνων, πλήρεις αφελείας ψυχικής, ειλικρινίας, ευπιστίας, προσηλώσεως εις τα πάτρια, πίστεως εις το πεπρωμένον, αφοσιώσεως εις την θρησκείαν των πατέρων των και τον οικογενειακόν βίον. Εκ του λόγου δε τούτου εξηγούνται αι περί αλλήλων ιδέαι, τας οποίας και αναφέρομεν.
Ο Τούρκος κατά την αντίληψην του Πόντιου είναι:
Ειλικρινής: «ο Τούρκον το εχ‘ σην καρδίαν ατ’ ‘κι κρύφτ’ ατο», «διπροσωπίας ‘κ έχ‘», «έμπρα σ’ καικά ‘κι λέει άλλα και ‘πισ’ προσώπ’ σ’ άλλα».
Φιλόξενος: Είναι πασίγνωστος και παροιμιώδης η φιλοξενία των ανατολιτών, Τούρκων και Ελλήνων, Κούρδων κλπ.
Μέρτ’ς= ανοιχτοχέρης, χορτάτος. Φιλοξενών δεν αποβλέπει εις ανταλλάγματα, αλλ’ υποδέχεται τον ξένον μετά θέρμης, τον τιμά κατά τον καλλίτερον δυνατόν τρόπον, τον προστατεύει εν ανάγκη, τον θεωρεί φίλον του. Χαρακτηριστική η φράσις: «Γέμε νεμέρτ εκμεγινί! Κόϊ ατζλίκ ολτιρσίν σενί!»= Μη τρως το ψωμί του τσιγγούνη! Καλλίτερον απόθανε της πείνης.
Μερχαμετλής=Εύσπλαγχνος και μεγαλόψυχος προς τους αδυνάτους. Είνε παρατηρημένον γενικώς ότι οι Τούρκοι, και οι αυτοί οι λησταί και κακοποιοί, δεν επείραζαν γυναίκας και παιδία, των οποίων η αδυναμία συνεκίνει αυτούς. Ποτέ δεν παρετηρήθη εν Πόντο το αλλαχού ουχί σπάτιον αποτρόπαιον θέαμα, να φονεύσουν οι λησταί κανένα και κατόπιν να τον ληστεύσουν. Τουναντίον πολλοί εμπεσόντες εις χείρας ληστών, εγλύτωσαν την ζωήν, την τιμήν και αυτήν την περιουσίαν διά των δακρύων των.
Γενναιόψυχος. Ο Τούρκος αγαπά την ανδρείαν και εκτιμά αυτήν. Είναι πασίγνωστος η αγάπη και ο θαυμασμός των Τούρκων προς τα ελληνικά παλληκάρια, έστω κι αν ήρχοντο ούτοι εις σύγκρουσιν με τας κατά τόπους Αρχάς. Με θαυμασμόν ανέφερον τα ονόματα των Ελλήνων, που διεκρίνοντο διά την σωματικών δύναμιν και το θάρρος των, συχνά δε επεζήτουν ειλικρινώς την φιλίαν των. Αρκούντως δε χαρακτηρίζει την τουρκικήν περί ανδρείας αντίληψιν το γνωμικόν Γιάτμα τιλκί κιολκεσινέ! Κόϊ αρσλάν γεσίν σενί!= Μην καταφύγης εις την προστασίαν της αλεπούς· άφες να σε φάγη το λεοντάρι. Ωραία πράγματι αντίληψις περί της γενναιότητος και κόλαφος κατά του δόλου και της υποκρισίας.
Ευγνώμων: «Ο Τούρκον το τρώι το ψωμίν ‘κ‘ ανασπάλ’»= Ποτέ ο Τούρκος δεν λησμονεί την ευεργεσίαν του άλλου. Έχομεν δε άφθονα παραδείγματα Τούρκων που ευεργετηθέντες υπό τον Ελλήνων, έσωσαν κατόπιν την ζωήν των κατά τα δύσκολα έτη του εθνικού βίου ή ανταπέδωκαν την ευεργεσίαν, δοθείσης ευκαιρίας.
Φράσις: Άμον Τούρκος ‘κι κρατεί νεστείας διά τους μη τηρούντας την νηστείαν.
Άμον Τούρκος εν’ ή το κατσίν ατ’ άμον Τούρκονος εν’ ή ετούρκ’ σεν δι’ άνθρωπον σκληρόν και άγριον την όψιν. (Είνε η ανάμνησις του δυνάστου, που ετυράννησεν επί έτη τον υπόδουλον). «Εκ’ σεν ατό κ’ ετούρκ’ σεν!», το άκουσε και εθύμωσε πολύ.
Αντιθέτως οι Τούρκοι εις το πρόσωπον των Ελλήνων έβλεπον λαόν φ΄λον, προηγμένον και συντελεστήν σοβαρόν της οικονομικής αναπτύξεως του τόπου, εξετίμων δε τους Έλληνας ως μεταλλουργούς, εμπόρους, βιοτέχνας, επιστήμονας, ως στοιχείον φιλόνομον και προοδευτικόν. Εξετίμων την τιμιότητα αυτών ως εμπόρων και τον έντιμον οικογενειακόν αυτών βίον. Αι γυναίκες των Τούρκων αποκρύπτουσαι το πρόσωπον από τους ομοεθνείς των, εις τους Έλληνας παρουσιάζονταο πολλάκις ακάλυπτοι και εδεξιούντο αυτούς εις τα οικίας των, αντιστοίχως δε οι Έλληνες εμπιστευόμενοι τας οικογενείας των εις Τούρκους αγωγιάτας ή φύλακας, ήσαν βέβαιοι ότι και με κίνδυνον της ζωής των οι Τούρκοι θα προήσπιζον αυτάς.
Διά τους Έλληνας οι Τούρκοι είχοντας εξής ιδέας:
Ο Έλλην (γκιαούρ) αν βρίσκη ώμορφη γυναίκα λέγει: συγγενής μου είνε. Αν βρίσκη εργασίαν, λέγει γιορτή είνε. Αν βρίσκη καλό φαγί, λέγει: νηστεία είνε.
Η σάτυρα αυτή βεβαίως προήλθεν εκ θρησκευτικών λόγων, καθόσον ο μουσουλμάνος δεν είχε τους δεσμούς της συγγένειας της χριστιανικής θρησκείας, ούτε τας πολλάς εορτάς και νηστείας.
Άλλη: Από πού φαίνεται ότι ο γκιαούρης δεν έχει σκοπόν να κτυπήση; –Πιάνει την μεγαλείτερη πέτρα!
(Τουρκικά: γκιαουρούν βούρμιατζαγί νετέν πελλί τιρ; -Τασούν μπουγιουγουνί κοπάρ. Εδώ έκδηλος γίνεται η υπερηφάνεια του δυνάστου διά την ισχύν του και η περιφρόνησις προς τον γκιαούρ.
Άλλη: Γκιαουρούν αχμαγή γιοκουστά τσιγάρα ιτσέρ= ο ανόητος γκιαούρης καπνίζει στον ανήφορο.
Άλλη: Ο Τούρκος αν έχει λεπτά παίρνει και άλλην γυναίκα. Ο Έλλην κτίζει νέο σπίτι. Ο Αρμένιος αγοράζει κοσμήματα.
Η ψυχολογική αυτή παρατήρησις των Τούρκων είναι σπουδαιοτάτη, δεικνύουσα τας αντιλήψεις εκάστου λαού περί του βίου και του τρόπου, καθ’ όν ούτος εννοεί να χρησιμοποιήση τον πλούτον του. Καταφανής δε είναι η κολακευτική διά τους Έλληνας γνώμη ότι ως πρώτον μέλημα αυτών έχουν την απόκτησιν ευπρεπούς κατοικίας, απόδειξιν του προοδευτικού και νοικοκυρευμένου πνεύματος αυτών. Οι Τούρκοι λέγουν: «Αρσλάν γιαττουγού γερτέν μπελλή τιρ· το λεοντάρι γνωρίζεται από το μέρος που πλαγιάζει, δήλ. η κατοικία είναι ο καθρέπτης του πολιτισμού εκάστου έθνους.
Εν Πόντω εδημιουργήθη ιδιαίτερα τις σχέσις μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων, κυμαινόμενη μεταξύ φιλίας και συγγενείας και επλάσθη η επιχωριάζουσα λέξις «κίρβας», αποδίδουσα ακριβώς την σημασίαν του ομηρικού «ξένος». Όταν ο Τούρκος ωνόμαζε τον Έλληνα «κίρβαν» τον εθεώρει φίλον του, προστατευόμενόν του, φιλοξενούμενο εις το σπίτι του και φιλοξενών αυτόν. Δεν ήσαν δε σπάνιαι οι κουμπαριές μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων, καθ’ ας Τούρκοι παρίσταντο ως κουμπάροι εις στέψεις Ελλήνων ή παρουσιάζοντο ως «σύντεκνοι» εις βαπτίσεις, καταβάλλοντες τα έξοδα και αντιπροσωπευόμενοι υπό χριστιανών.
2ον Αρμένιοι
(Αρμέντς-τσα-ν’ κον, Αρμενάντ’, Αρμενία= η χώρα και ο πληθυσμός. Ενίοτε και Αρμενέος-οι).
Το θρησκευτικόν μίσος επεσώρευσεν επί των Αρμενίων πολλά ελαττώματα. Εις την γλώσσαν του λαού ο Αρμένιος υπήρξεν ο αποδιοπομπαίος τράγος, ο οποίος υπό του Έλληνος εθεωρείτο δουλοπρεπής, δόλιος και υποκριτής, προσπαθών να υποσκάψη την θέσιν του συνδούλου του Έλληνος έναντι του δυνάστου, ενώ εξ άλλου δεν εύρισκε χάριν ούτε παρά των Τούρκων.
Πόσον μεγάλον ήτο το θρησκευτικόν αυτό μίσος αποδεικνύει η παρά τω Ποντιακώ λαω επικρατούσα γνώμη, ότι δια να γίνη ένας Αρμένιος ορθόδοξος, έπρεπε πρώτα να τουρκίζ’!
Και όμως εις τα φοβερά έτη του παγκοσμίου πολέμου, οπότε εν Πόντω διεξήγετο η εξόντωσις του αρμενικού στοιχείου, πολλοί Έλληνες με κίνδυνον της ζωής των έσωσαν όχι ολίγους Αρμενίους, αποκρύψαντες αυτούς και βοηθήσαντες παντοιοτρόπως…
Περί των Αρμενίων υπήρχον αι εξής φράσεις:
Άμον Αρμέντς= δι’ άνθρωπον βραδυκίνητον, αργοπορούντα εις την εκτέλεσιν έργου τινός. Χάσον ατόν τον μαλαμάζ’! Άμον Αρμέντς εφτάει την δουλείαν ατ’.
Ινάτ’ς άμον Αρμέντς= φημίζεται το αρμενικόν πείσμα και η φράσις λέγεται δι’ άνθρωπον πείσμον, του οποίου επ’ ουδενί λόγω ημπορεί κανείς να μετατρέψη την ιδέαν. Άμον Αρμέντς «τσε» είπεν, άλλο ‘κι’ κλώσκεται. Ας εν’ καλά τ’ Αρμέντιον τ’ ινάτι σ’.
Οι Αρμένιοι εθαυμάζοντο διά την αλληλεγγύην προς τους ομοεθνείς των και υπήρχεν η φράσις: ατοίν’ άμον Αρμενάντ’ κρατούν χερ’ είνας τον άλλον δη σαν Αρμένιοι αλληλοϋποστηρίζονται.
Άμον Αρμενόποπας κρούει. Επιπλήττοντες τα μικρά παιδία που έδεραν το ένα το άλλο έλεγαν: άμον αρμενόποπας κρους ή άμον αρμενόποπας εχειροτόνεσες ατον. Ποιον περιστατικόν έγινεν αφορμή της φράσεως ταύτης αγνοώ.
Το θρησκευτικόν μίσος, αρχήν έχον τον χωρισμόν των Αρμενίων από των ορθοδόξων, εκορυφώθη συνεπεία των γνωστών αγώνων των Αρμενίων προς απόκτησιν δικαιωμάτων επί του Παναγίου Τάφου και μεταξύ του Ποντιακού πληθυσμού εκυκλοφόρουν διάφορα ανέκδοτα εξάπτοντα το φυλετικόν μίσος. Ούτω δε τους Αρμενίους ωνόμαζον μουρτάρτς (ακάθαρτους), προσπαθούντας να μουρταρίζ’νε τοι ρωμαίοις. Περιέργως δε το μίσος τούτο συνεμερίζοντο και οι Τούρκοι (μίσος βεβαίως φυλετικόν και ουχί θρησκευτικόν) και περιφροντούντες τους Αρμενίους τους ωνόμαζον πις (ακάθαρτους).
Αιρετικός άμον Αρμέντς ή άμον Αρμέντς ατός αίρεσιν εχ‘ α δι’ άνθρωπον κάμνοντα του κεφαλιού του, παρ’ όλας τας συστάσεις των άλλων. Τ’ αποψιζνόν τον έξεργον ούλ’ κρατούν’ α’ κι’ ατέ εθαείς αίρεσιν εχ’ α, επήρεν το μαλλίν και κάμν’.
Άμον Αρμέντσα Παναγία= δι’ ωραίαν γυναίκα ατόσον κ’ έμορφος εν’ άμον αρμέντσα Παναγία. Λέγονται οι Αρμένιοι και Αριστεροί ή Ζεβροί, διότι ποιούντες το σημείον του σταυρού κτυπούν πρώτα εις την αριστεράν πλευράν και έπειτα εις την δεξιάν.
3ον Κούρδοι
(Κούρτον, θηλ. Κούρτσα ουδ. Κούρτικον. Πληθ. οι Κούρτ’ και οι Κουρτάν’. Τόπος Κουρτία).
Με τους Καρδούχους (Κούρδους) ευρίσκοντο οι Πόντιοι εις καλάς γειτονικάς σχέσεις. Δι’ αυτούς είχον την ιδέαν ότι είναι εύσωμοι, ανδρείοι, ωραίοι, φιλόξενοι, ταυτοχρόνως δε άξεστοι και απολίτιστοι. Εις την ποντιακήν ποίησιν ο ωραίος και ανδρείος ονομάζεται Κούρτος. Παράβαλε τον στίχον του μοιρολογίου.
Κούρτος και κουρτομάνικος, ελληνικόν παλλικάρι, όπου βλέπομεν ότι το κοσμητικόν Κούρτος (ώμορφος, δυνατός) συμπληρούται με το ελληνικός (ανδρείος τολμηρός), ούτω δε παρέχεται πλήρης η εικών του παλληκαριού (ωραίον, μεγαλόσωμον, ριψοκίνδυνον, τολμηρόν).
Άμον Κούρτσα= ωραία σαν Κούρτισσα (Διαφέρει από την φράσιν άμον αρμέντσα Παναγία, όπου εξαίρεται η ωραιότης του προσώπου, ενώ άμον Κούρτσα εξαίρεται προς παντός η ωμορφιά του σώματος: έχει δηλ. ωραίο σώμα, υψηλή, καλοκαμωμένη). Υπήρχες και όνομα γυναικών Κούρτσα ή Κουρτέσσα, πολλαχού δε συναντώνται επίθετα: Κουρτάντ’, μεταφρασθέντα εις Κουρτίδης.
Οι Κούρδοι ήσαν φιλέλληνες και μετά προθυμίας εφιλοξενούσαν τους Έλληνας εις τα οικίας των.
Φαίνεται δε ότι εκ της επιμιξίας μετά των Κούρδων εισήχθησαν εις τον Πόντον ήθη τινά κουρδικά και χοροί (το κούρτιον, χορευόμενον χωρίς να υπάρχη ποντιακό τραγούδι δι’ αυτό, τα δε βήματα και ο ρυθμός του επιβεβαιούν το όνομα ότι ουδέν το Ποντιακόν έχει αλλά παρελήφθη παρά των Κούρδων). Εκτός του χορού τούτου και το τρομαχτόν (χορευόμενον με το κλασσικό τραγούδι Έτερον κ’ η λυγερή και τ’ Ερζερουμί’, με το τραγούδι του Ερζερούμ ουζούν ντε κιαλ-κιάλ), ομοιάζουν πολύ με Κούρδικους, απαντώνται δεν εν Πόντω εις παλαιοτέρους χρόνους ίχνη της συνηθείας των Κούρδων, να τυλίσσωσι σφικτά τας κεφαλάς των βρεφών με πανιά, ούτως ώστε να επιμηκύνουσιν αυτάς (να καταστήσωσι τα τέκνα των δολιχοκέφαλα). Εισήχθη δε εις την γλώσσαν του λαού των μεσογείων, όπου εγειτνίαζον οι Κούρδοι, η παροιμία Για χάρο-για μάρο! ή το ένα κάνε, ή το άλλο, λέγε κάτι το οριστικό. Επίσης η φράσις Κουλούτσε χαλχάνε ζούρτο μεϊτάνε! ισοδυναμούσε προς το «ιδού η Ρόδος ιδού και το πήδημα».
Τους Κούρτους εθεωρούσαν αξέστους και αγραμμάτους, η δε φράσις άμον Κούρτος σημαίνει κούτσουρο, ανεπίδεκτος μαθήσεως.
Οι Κούρτοι εθεωρούντο περίφημοι κλέπται, υπήρχε δε δι’ αυτούς η εξής παράδοσις: Ουντάν θα εσταύρωναν τον Χριστόν, έγκαν πέντε καρφία έθηκαν εκεκά κ’ ερχίνεσαν να καρφών’ ν ατον.
Άμαν ένας Κούρτος χωρίς να εγροικούν ατόν, έκλεψεν τ’ έναν το καρφίν κι’ αέτσ’ πα τον Χριστόν εσταύρωσαν μονάχον με τα τέσσερα καρφιά. Απ’ ατότες κιάν’ ο Χριστόν εδέκεν τοι Κουρτάντας την άδειαν να κλέφ’νε όσον το εχωρεί σην βούραν ατουν απέσ’…
•Διαβάστε αύριο το Μέρος Β’.