Για τα ήθη και τα έθιμα κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Εβδομάδας στα Κοτύωρα, την πατρίδα της μητέρας του στην οποία και ο ίδιος πέρασε τα παιδικά του χρόνια, έχει γράψει ο Ξενοφών Άκογλου, ο λογοτέχνης, λαογράφος και στρατιωτικός που είναι γνωστός και με το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο Ξένος Ξενίτας.
Το έργο του Από τη ζωή του Πόντου – Λαογραφικά Κοτυώρων κυκλοφόρησε το 1939 στην Αθήνα. Ακόμα και σήμερα θεωρείται πολύτιμο λαογραφικό ντοκουμέντο, διότι αποτυπώνει την καθημερινότητα των Ελλήνων.
≈ ≈
Νηστεία, προσευχή και μετάνοιες. Μια έκφραση θλίψης ήτανε ζωγραφισμένη στα πρόσωπα όλων. Τη λύπη των παιδιών τη μετρίαζαν οι σχολικές διακοπές. Κανένα απολύτως τραγούδι δεν επιτρεπόταν, ούτε μουσικές, ούτε γλέντια και διασκεδάσεις. Σαν να πενθούσε κάθε οικογένεια.
Κι όλη την εβδομάδα, και ιδιαίτερα τη Μεγάλη Παρασκευή, ακουγόταν απ’ όλα τα σπίτια το παρακάτω μοιρολόγι. Το λέγανε τα κορίτσια και παιδιά κυρίως, μα και γυναίκες κι άντρες:
Σήμερον μαύρος ουρανός, σήμερον μαύρη μέρα,
Σήμερον όλοι θλίβονται και τα βουνά λυπούνται.
Σήμερον έβαλαν βουλήν οι άνομοι Εβραίοι,
Οι άνομοι παράνομοι (ή και τα σκυλιά) κ’ οι τρισκαταραμένοι,
Για να σταυρώσουν τον Χριστόν τον πάντων βασιλέα.
Ο Κύριος ηθέλησε να μπει στο περιβόλι,
Να λάβει δείπνον μυστικόν για να τον λάβουν όλοι.
Κ’ η Παναγιά η Δέσποια καθόταν μοναχή της,
Την προσευχήν της έκανε για τον μονογενή της.
Φωνή εξήλθ’ εξ ουρανού κι απ’ αρχαγγέλου στόμα:
Σώνουν, Κυρά μου, οι προσευχές, σώνουν και οι μετάνοιες,
Και τον υιόν σου πιάσανε και στου χαλκιά τον πάνε,
[ή και στα σφαγεία τον πάνε.]
Χαλκιά, χαλκιά, φκιάσατε δυο, χαλκιά φκιάσατε πέντε,
Βάλτε τα δυο στα χέρια του και τα άλλα δυο στα πόδια,
Το πέμπτο το φαρμακερό βάλτε το στην καρδιά του,
Κ’ η Παναγιά σαν τ’ άκουσε, έπεσε κ’ ελιγώθη.
Σταμνί νερό της ρίξανε, τρία κανάτια μόσχο,
Και τρία μυροδόσταμνα για να ’ρθ’ ο λογισμος της.
Και σαν της ήρθ’ ο λογισμός και σαν της ήρθ’ ο νους της,
Ζητεί μαχαίρι να σφαγεί, φωτιά να πά’ να πέσει
Ζητεί κρημνό να κρημνισθεί για τον μονογενή της.
Τηρά δεξιά, τηρά ζερβά κανένα δεν γνωρίζει
Τήρα και δεξιότερα και βλέπει τον Άη Γιάννη.
– Άγιε μου Γιάννη, Πρόδρομε και Βαπτιστά του γιου μου,
Μην είδες τον υιόκα μου τον πολυαγαπημένο;
[ή και σε τον διδάσκαλον σου.]
– Δεν έχω γλώσσα να σου πω, γλώσσα να σου μιλήσω,
Δεν έχω χέρι κάλαμο για να σου τόνε δείξω.
Βλέπεις εκείνον τον γυμνόν τον παραπονεμένον,
Όπου φορεί στην κεφαλήν ακάνθιμον στεφάνι;
Εκείνος είν’ ο γιόκας μου κ’ εμέ ο διδάσκαλος μου.
Το μοιρολόγι αυτό είναι αρκετά μεγάλο. Πολλά κορίτσια το ’ξεραν απ’ εξω και ανακατωτά όλο. Δυστυχώς δεν στάθηκε βολετό να εξακριβωθεί κι η συνέχειά του ως το τέλος.