Στο Ζητούνι (Λαμία), εκεί όπου μεταφέρθηκε μετά τη σύλληψή του από τους άνδρες του Ομέρ Βρυώνη μετά τη μάχη της Αλαμάνας, βρήκε μαρτυρικό θάνατο στις 24 Απριλίου 1821 ο Αθανάσιος Διάκος, από τους πρωτεργάτες του εθνικού ξεσηκωμού στην ανατολική Στερεά Ελλάδα.
Στα απομνημονεύματά του ο στρατηγός Μακρυγιάννης έγραψε: «Πρωτοκινήθη αυτός μ’ ολίγους ανθρώπους κι απάντησε την πρώτη ορμή των Τούρκων, αυτός κι ο αγείμνηστος Δεσπότης Σαλώνου. Αυτείνοι κι ο αδελφός του Διάκου κι ο Μπακογιάννης κι ο Καλύβας κι ο αδελφός του Δεσπότη κι άλλοι αξιωματικοί με τους ολίγους τους στρατιώτες έλυωσαν απάνου εις το γιοφύρι της Αλαμάνας πολεμώνας με τόσον πλήθος Τούρκων.
»Κι ο περίφημος γενναίος Γιάκος, αφού τελείωσε τον τζεμπιχανέ [σ.σ. πολεμοφόδια], καταπληγωμένον και μισοσκοτωμένον τον έλαβαν ζωντανόν οι Τούρκοι και τον παλούκωσαν. Στην θέσιν όπου επέθανες εσύ Λεωνίδα, με τους τρακόσους σου, πέθαναν κι αυτείνοι δια την θρησκείαν και πατρίδα».
O Αθανάσιος Διάκος γεννήθηκε το 1788 στην Άνω Μουσουνίτσα της Φωκίδας (σήμερα το χωριό έχει το όνομά του)· κατ’ άλλους γεννήθηκε στη γειτονική Αρτοτίνα, απ’ όπου καταγόταν η μητέρα του. Το πραγματικό του όνομα ήταν Αθανάσιος Γραμματικός.
Ο πατέρας του, Νικόλαος Γραμματικός, γνωστός στην περιοχή με το παρατσούκλι «ψυχογιός», μην μπορώντας να αντέξει τα βάρη της πολυμελούς οικογένειάς του, τον έστειλε δόκιμο μοναχό στο κοντινό μοναστήρι του Αγίου Ιωάννου Προδρόμου, σε ηλικία 12 ετών. Πέντε χρόνια αργότερα χειροτονήθηκε διάκονος, αλλά γρήγορα εγκατέλειψε την καλογερική, όταν σκότωσε έναν Τούρκο αγά επειδή, σύμφωνα με κάποια παράδοση, αυτός του έθιξε τον ανδρισμό του, θαμπωμένος από την ομορφιά του.
Ο νεαρός Αθανάσιος εντάχθηκε ως πρωτοπαλίκαρο στο σώμα του οπλαρχηγού Γούλα Σκαλτσά συνεχίζοντας την οικογενειακή παράδοση, καθώς ο παππούς και ο θείος του είχαν διατελέσει κλέφτες. Τότε έλαβε και το προσωνύμιο Διάκος, με το οποίο έγινε γνωστός και έμεινε στην ιστορία.
Το 1814 πήγε στα Ιωάννινα και εντάχθηκε στη σωματοφυλακή του Αλή Πασά, της οποίας επικεφαλής ήταν ο Οδυσσέας Ανδρούτσος. Όταν ο Ανδρούτσος διορίστηκε αρχηγός στο αρματολίκι της Λιβαδειάς, ο Διάκος τον ακολούθησε. Μετά την αποχώρηση του Ανδρούτσου, ο Διάκος ανακηρύχθηκε καπετάνιος του καζά (θρησκευτικού λειτουργού) της πόλης τον Οκτώβριο του 1820, ενώ την ίδια περίοδο μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία.
Στις 27 Μαρτίου 1821 πρωτοστάτησε στην κήρυξη της Επανάστασης στην ανατολική Στερεά (Μονή Οσίου Λουκά), μετά από συνεννόηση με τους Αχαιούς, που είχαν επαναστατήσει μία βδομάδα νωρίτερα.
Έχοντας λάβει την άδεια του βοεβόδα της Λιβαδειάς Χασάν Αγά, κατόρθωσε να στρατολογήσει 5.000 χωρικούς, με πρόσχημα την απόκρουση του Ανδρούτσου.
Στις 30 Μαρτίου η Λιβαδειά έπεσε στα χέρια των επαναστατών και στη συνέχεια ο Διάκος οργάνωσε την κατάληψη της Αταλάντης (31 Μαρτίου) και της Θήβας (1 Απριλίου), ενώ λίγο αργότερα άλωσε το ισχυρό φρούριο της Μπουδουνίτσας (Μενδενίτσας). Ακολούθως επιχείρησε να καταλάβει το Ζητούνι (Λαμία), διοικητικό κέντρο της περιοχής, και το Πατρατζίκι (Υπάτη), χωρίς όμως επιτυχία, καθότι ο τοπικός οπλαρχηγός Μήτσος Κοντογιάννης αρνήθηκε να βοηθήσει, επειδή θεωρούσε τον ξεσηκωμό άκαιρο.
Θορυβημένη η οθωμανική διοίκηση, διέταξε τον Ομέρ Βρυώνη και τον Κιοσέ Μεχμέτ να καταστείλουν την επανάσταση τόσο στη Ρούμελη όσο και στην Πελοπόννησο. Στις 17 Απριλίου οι δυο πασάδες με 8.000 άνδρες στρατοπέδευσαν στο Λιανοκλάδι, λίγα χιλιόμετρα έξω από τη Λαμία. Ο κίνδυνος πλέον μεγάλος για τους επαναστατημένους Έλληνες.
Τρεις μέρες αργότερα οι οπλαρχηγοί της περιοχής συγκεντρώθηκαν στο χωριό Καμποτάδες και αποφάσισαν να υπερασπιστούν όλες τις διαβάσεις του Σπερχειού (Αλαμάνας), ώστε να αποκόψουν την πρόσβαση των Τούρκων προς τα Σάλωνα (Άμφισσα) και τη Λιβαδειά.
Το πρωί της 23ης Απριλίου οι Τούρκοι επιτέθηκαν ταυτόχρονα σε όλο το εύρος του ελληνικού μετώπου. Ο Διάκος με τους λιγοστούς άνδρες του υπερασπίστηκε το ξύλινο γεφύρι της Αλαμάνας. Η μάχη ηρωική, αλλά τελικά τραυματίστηκε και πιάστηκε αιχμάλωτος.
Ο επίλογος της μάχης της Αλαμάνας γράφτηκε την επόμενη μέρα – ο Αθανάσιος Διάκος μεταφέρθηκε σιδηροδέσμιος στη Λαμία. Οι Οθωμανοί του πρότειναν να προσκυνήσει και να συνεργαστεί μαζί τους. Λέγεται ότι υπερήφανα δήλωσε:
«Εγώ Γραικός γεννήθηκα, Γραικός θε να πεθάνω».
Ο ελληνικής καταγωγής Ομέρ Βρυώνης δεν θέλησε να τον σκοτώσει, αφού τον γνώριζε πολύ καλά από την αυλή του Αλή Πασά και εκτιμούσε τις ικανότητές του. Επέμενε όμως ο Χαλήλμπεης, σημαίνων Τούρκος της Λαμίας, ο οποίος έπεισε τον Κιοσέ Μεχμέτ, ιεραρχικά ανώτερο του Ομέρ Βρυώνη, ότι ο Διάκος θα έπρεπε να τιμωρηθεί παραδειγματικά επειδή είχε σκοτώσει πολλούς δικούς τους.
Η ποινή που του επιβλήθηκε ήταν θάνατος διά ανασκολοπισμού και εκτελέστηκε την ίδια μέρα. Σύμφωνα με την παράδοση, προτού ξεψυχήσει αναφώνησε το αυτοσχέδιο τετράστιχο:
Για ιδές καιρό που διάλεξε
ο χάρος να με πάρει
τώρα π’ ανθίζουν τα κλαδιά
και βγάζει η γης χορτάρι.