Επί κυριαρχίας παλιού ελληνικού κινηματογράφου, υπήρχε χώρος για όλους. Αρκεί να είχαν λόγο ύπαρξης και ταλέντο. Άλλωστε δεν υπήρχαν μόνο οι μεγάλες σάλες της Φίνος Φιλμ και των μεγάλων στούντιο της εποχής, αλλά και οι μικρές εταιρείες παραγωγής, που ειδικά στις αίθουσες των συνοικιών και της περιφέρειας, δημιουργούσαν κατάσταση και επέβαλλαν τα δικά τους πρόσωπα. Τώρα αν τα τελευταία κατάφερναν και ανέβαιναν κατηγορία, έχει καλώς. Αν όχι, η επόμενη.
Φυσικά η «άνοδος» που λέγαμε δεν ήταν πάντα θέμα ταλέντου, αλλά και επιλογών και τύχης.
Μια τέτοια περίπτωση ήταν η Χριστίνα Σύλβα. Το «κορίτσι με τα δακρυσμένα μάτια» ή η Ελληνίδα Σιμόν Σινιορέ όπως την αποκαλούσαν. Κάλλιστα μπορούσε να είναι μια από τις πρωταγωνίστριες πρώτης γραμμής, αλλά… Οι επιλογές; οι υπεύθυνοι; το «κάλλιο πρώτος στο χωριό, παρά δεύτερος στην πόλη»; Κανείς δεν μπορεί να πει με σιγουριά.
Όπως και να ‘χει, το κορίτσι που οι μελό περιπέτειές του τάραζαν τους δακρυϊκούς αδένες των θεατών, κατείχε ξεχωριστή θέση στο εγχώριο κινηματογραφικό σκηνικό. Στο θέατρο, όπως θα δείτε παρακάτω, έκανε άλλες επιλογές.
Οι δυο πλευρές του έργου
Στην πρώτη της ταινία εμφανίστηκε ως Σύλβα Πουλοπούλου – όπως ήταν άλλωστε το πραγματικό της όνομα. Σπούδασε στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου και πρωτοεμφανίστηκε στο θέατρο με το θίασο της κυρίας Κατερίνας το 1957.
Τα επόμενα χρόνια είχε πρωταγωνιστικό ρόλο σε θιάσους του ελευθέρου θεάτρου, έπαιξε δίπλα στον Λάμπρο Κωνσταντάρα και συγκρότησε τον δικό της θίασο, την Ελληνική Λαϊκή Σκηνή.
Στον κινηματογράφο πρωτοεμφανίστηκε το 1955 με το ρόλο της Κρουστάλλως στη μεταφορά από τον Ντίνο Δημόπουλο του κωμειδυλλίου του Δημητρίου Κορομηλά Ο αγαπητικός της βοσκοπούλας. Η μικρή γράφει στο φακό, και τα τσακάλια της παραγωγής την τσακώνουν.
Ακολουθούν ταινίες με τίτλους τύπου Θυσιάστηκα για το παιδί μου, Μάνα μου παραστράτησα, Στέγνωσαν τα δάκρυά μας, Πονεμένη μητέρα, Η εξομολόγηση μιας μητέρας.
Αυτά στο πανί. Γιατί στο θέατρο παίζει μπάλα σε άλλο στρατόπεδο. Αυτό του μπουλβάρ, της σικάτης δηλαδή και αεράτης κωμωδίας. Και χαίρει εκτιμήσεως και μεγάλων επιτυχιών. Αλλά το κοινό και οι παραγωγοί μπερδεύονται, και διστάζουν να την πάνε αλλού. Και όπως φαίνεται, και η ίδια δεν το πολυκυνήγησε στο σινεμά. Οπότε μένει με την Πονεμένη μάνα.
Ο μεγάλος έρωτας
1957. Στη σικάτη κοσμική Αθήνα, μια φωτογραφία από δεξίωση σε πολύ γνωστό ξενοδοχείο κάνει πάταγο. Η νεαρή ηθοποιός, πανέμορφη, κομψή και πολύ ευτυχισμένη, ποζάρει δίπλα στον Λάμπρο Κωνσταντάρα. Οι δυο τους γνωρίστηκαν πάνω στο σανίδι, κάνουν κοινές κοσμικές εμφανίσεις, παίζουν μαζί σε ταινίες, συγκροτούν θίασο και κάνουν μια μεγάλη και επιτυχημένη περιοδεία.
Μοιάζουν πολύ ερωτευμένοι και δεν το κρύβουν.
Η διαφορά ηλικίας ανάμεσα στους δυο ηθοποιούς ωστόσο ήταν μεγάλη. Η Χριστίνα Σύλβα όμως ήταν τόσο ερωτευμένη ώστε στο τέλος ζήτησε εκείνη από τον Κωνσταντάρα να παντρευτούν. Ο ηθοποιός όμως, που είχε ήδη έναν γάμο στο ενεργητικό του, δεν δέχθηκε. Λάτρης των ωραίων γυναικών, bon viveur, γνωστός για τους πολλούς έρωτες του, ο Λαμπρούκος ένιωθε πως ο γάμος και η οικογενειακή ζωή δεν του ταίριαζαν. Παρ’ όλα αυτά την αγαπούσε, και έμειναν μαζί μέχρι το 1961.
Τότε ήρθε η ανατροπή στη ζωή του Λάμπρου Κωνσταντάρα: Γνώρισε και ερωτεύτηκε τη Φιλιώ Κεκάτου, με την οποία είχε εξίσου μεγάλη διαφορά ηλικίας – ήταν 25 χρόνια μικρότερή του. Γνωρίστηκαν το 1961 και τελικά, παρά την αντίθετη φιλοσοφία ζωής του μεγάλου ηθοποιού, παντρεύτηκαν το 1971.
Η Σύλβα, από ευτυχισμένη πριγκίπισσα μεταμορφώνεται σε ηρωίδα των μελό ταινιών που πρωταγωνιστούσε και προσπαθεί να μαζέψει τα κομμάτια της.
Η παρολίγο ρολίστρια
Και η ζωή συνεχίζεται. Η Χριστίνα Σύλβα παντρεύτηκε δύο φορές. Πρώτος της σύζυγος υπήρξε ο γιατρός Δημήτρης Μαρκομιχελάκης, ο οποίος είχε δική του κλινική και χόμπι το θέατρο. Δεύτερος ήταν ο Δημήτρης Ρόκκας, με τον οποίον απέκτησαν δύο κόρες.
Όσον αφορά την καριέρα της, λίγο πριν τελειώσει η δεκαετία του ’60 εγκαταλείπει τον κινηματογράφο. Ούτως ή άλλως το είδος που υπηρέτησε στη μεγάλη οθόνη, έχει αρχίσει να φθίνει. Στο θέατρο συνεχίζει μεν, αλλά πλέον δεν είναι η δροσερή ενζενί. Μεγαλώνει, μαζί με τους ρόλους που της δίνονται.
Ως καρατερίστα επιβιώνει και στην τηλεόραση. Εκεί δίνει το παρών από τα 70ς μέχρι τα 90ς, και στην τηλεοπτική μεταφορά του βιβλίου του Τάσου Αθανασιάδη Οι τελευταίοι εγγονοί. Αν και η σειρά δεν γνωρίζει τρελή επιτυχία, η επαναφορά της Σύλβα μπορεί κάποιος να πει ότι ήταν σαν επανασύσταση στο χώρο και στο κοινό.
Μόνο που έχει αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση με τον καρκίνο.
Και σαν σήμερα, πριν από 30 χρόνια, έσβησαν αυτά τα μάτια που λατρεύτηκαν και αγαπήθηκαν. Ίσως πικραμένα στον τομέα της καριέρας, αλλά ως φαίνεται βρήκε στην προσωπική της ζωή την ευτυχία. Έστω και αν κράτησε λίγο.
Σπύρος Δευτεραίος