Μπορεί την τελευταία εικοσαετία τα βραβεία Όσκαρ να απονέμονται Φεβρουάριο ή Μάρτιο, παλαιότερα όμως δίνονταν μέσα στην άνοιξη, δηλαδή τον Απρίλιο. Κάτι τέτοιο συνέβη και το 1961. Και μπορεί στη χώρα μας τότε να φαίνονταν κάτι πολύ αμερικάνικο και μακρινό, όμως εκείνη τη χρονιά για πρώτη φορά μια ελληνική ταινία διεκδικούσε Όσκαρ. Και μάλιστα όχι ένα, αλλά πέντε! Βέβαια εκείνη την περίοδο στη χώρα μας δεν υπήρχε καν τηλεόραση, έτσι με την τεχνολογία της εποχής –τέλεξ, τηλεγραφήματα– οι Έλληνες μπορεί και να μάθαιναν για τα βραβεία έως και 36 ώρες μετά.
Φυσικά μιλάμε για θρίαμβο ακόμα κι αν μείνουμε στις υποψηφιότητες, πόσο μάλλον που η τελετή αποδείχτηκε χρυσοφόρα.
Ούτως ή άλλως το Ποτέ την Κυριακή έχει τέτοιο παρασκήνιο, που άνετα τροφοδοτούσε το σενάριο για μια ακόμη ταινία. Πλούσιου παρασκηνίου, αλλά πολύ φτηνού προϋπολογισμού.
«Πού πάμε»
Η ιστορία είναι κλασική. Το 1955 η Μελίνα Μερκούρη γνωρίζει στο Φεστιβάλ των Καννών τον Ζιλ Ντασέν. Προκύπτει έρωτας, και αρχικά δύο ευρωπαϊκές ταινίες: Ο Χριστός ξανασταυρώνεται και Ο νόμος. Συμπαθητικές κριτικές, χλιαρή πορεία (αρχικά) στα ταμεία. Και λέμε αρχικά, γιατί μετά το θρίαμβο του Ποτέ την Κυριακή, ο Νόμος ξαναβγήκε στις αίθουσες με τη Μελίνα πλέον ως πρώτο όνομα. Αλλά μέχρι που μπήκε μπροστά, το ζευγάρι είχε κυρίως χρέη.
Τη δεκαετία του ’50 το Χόλιγουντ κάνει ένα άνοιγμα, μικρό ομολογουμένως, εκτός αμερικανικής αγοράς. Είναι η δεκαετία που Ευρωπαίοι ηθοποιοί, κυρίως γυναίκες, έχουν μπει στο χώρο δυναμικά κερδίζοντας μάλιστα και Όσκαρ: Ίνγκριντ Μπέργκμαν, Άννα Μανιάνι, Σιμόν Σινιορέ. Βέβαια και οι τρεις κέρδισαν το βραβείο με αγγλόφωνα φιλμ.
Σε αυτό το άνοιγμα εντοπίζουν και τη Μελίνα. Στην Ελλάδα είναι κορυφαία στο θέατρο, ενώ έχει παίξει και σε παρισινή σκηνή. Εκτός Ελλάδος και Ντασέν έχει παίξει και αλλού, όπως στο αγγλόφωνο Η τσιγγάνα και ο πρίγκιπας, του Τζότζεφ Λόουζι. Το φιλμ δεν έγινε επιτυχία μεν, αλλά πιστώθηκε στα συν η ερμηνεία της Μελίνας.
Επίσης έχουν αλλάξει λίγο και οι εποχές όσον αφορά το πολιτικό σκηνικό. Ο Ντασέν στην ουσία είχε εκδιωχθεί από το Χόλιγουντ ως αριστερός, τότε που κυριαρχούσε ο Μακαρθισμός. Και μάλιστα ένας από αυτούς που επιβεβαίωσαν την…αριστεροσύνη του, ήταν ο Ελίας Καζάν – κάτι που ο Ντασέν δεν του συγχώρεσε ποτέ.
Όταν τη δεκαετία του ’80, για παράδειγμα, ο Καζάν ζήτησε να γυρίσει την τελευταία του ταινία –που τελικά δεν έγινε ποτέ– στην Ελλάδα, η Μελίνα ήθελε, ο Ντασέν όχι.
Ξαναγυρνάμε στο 1959, όπου αρχίζουν οι προσεγγίσεις από Αμερική προς το ζευγάρι. Οι παραγωγοί θέλουν ήλιο, θάλασσα και Ελλάδα. Ο Ντασέν σκαρώνει ένα σενάριο σε μικρό χρονικό διάστημα, οι Αμερικανοί ενθουσιάζονται και του λένε το ΟΚ. Πώς όμως να προχωρήσεις όταν το ταμείο είναι μείον;
Το ζευγάρι συναντά την άρνηση των Ελλήνων παραγωγών να επενδύσουν σε κάτι που τους μοιάζει με ουτοπία, κι έτσι επιστρατεύουν φίλους και συγγενείς για να κάνουν την ταινία. Φανταστείτε ότι η αρχική σκηνή –όπου η Μελίνα πέφτει στη θάλασσα μαζί με τους ναυτεργάτες– γυρίστηκε χειμώνα, γιατί δεν είχαν την οικονομική πολυτέλεια να περιμένουν έστω να έρθει άνοιξη.
Και μπορεί το ζευγάρι να ήθελε αρχικά τον Μάρλον Μπράντο ή τον Τζακ Λέμον για πρωταγωνιστή, αλλά τελικά γίνεται ο ίδιος ο Ντασέν. Όχι για λόγους ναρκισσισμού, αλλά… no money, no honey!
Ο απίστευτος θρίαμβος
Με το που πηγαίνει το φιλμ στις Κάννες, τον Μάιο του 1960, γυρίζει ριζικά η τύχη του. Δεν ήταν μόνο το βραβείο ερμηνείας που κέρδισε η Μελίνα, ούτε η μυθική ελληνική βραδιά που στήθηκε σε χρόνο dt και ακόμα και σήμερα την θυμούνται και την μνημονεύουν. Παραγωγοί και διανομείς ξετρελαίνονται με την ταινία και σπεύδουν να την κλείσουν. Και έρχονται τα πρώτα χρήματα, όταν λίγους μήνες πριν το ζευγάρι μετρούσε και τα κέρματα.
Και όταν η ταινία βγαίνει στις αίθουσες, λατρεύεται από όλο τον πλανήτη. Φανταστείτε ότι στην Αμερική άρχισαν να ξεφυτρώνουν σαν τα μανιτάρια σχολές χορού που δίδασκαν συρτάκι, χασάπικο, ζεϊμπέκικο και όλα τα σχετικά.
Όπως συνέβη σχεδόν μισό αιώνα μετά, με την επιτυχία του Slumdog millionaire, που ο κόσμος ήθελε να μάθει να χορεύει ινδικά.
Και φυσικά η χώρα μας γίνεται ο υπ’ αριθμόν 1 τουριστικός προορισμός – κάτι που το οφείλουμε ακόμα και σήμερα στο Ποτέ την Κυριακή.
Όσον αφορά την Ελλάδα; Χμ, εδώ είχαμε θεματάκι. Η ταινία ήρθε τρίτη στις εισπράξεις, ενώ υπήρξαν και κριτικές που φλέρταραν ακόμα με την απαξίωση. Ξέρετε, το κλασικό αυτού που βγαίνει από τη χώρα και αντιμετωπίζει την καμουφλαρισμένη ζήλια. Επίσης, εξαιτίας των κινηματογραφικών φορέων, το φιλμ έχασε άλλη μια υποψηφιότητα, πιθανότατα και νίκη.
Εξηγούμε: Για να διεκδικήσει μια ταινία υποψηφιότητα για το Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας, πρέπει να την υποβάλει η χώρα της. Αν δεν την υποβάλει, δεν έχει δικαίωμα διεκδίκησης.
Η χώρα δεν έστειλε το φιλμ, βασικά δεν έστειλε κανένα φιλμ εκείνη τη χρονιά. Είπαμε, στο αγνό 1961, μια ελληνική ταινία να πάει στα Όσκαρ έμοιαζε σενάριο επιστημονικής φαντασίας. Για την ιστορία, το ίδιο συνέβη και φέτος στα Όσκαρ με τη γαλλική Ανατομία μιας πτώσης, που η Γαλλία έστειλε άλλη. Και η Ανατομία βρέθηκε υποψήφια σε πέντε κατηγορίες, κερδίζοντας το Όσκαρ σεναρίου.
«Είμαι ηθοποιός, δεν είμαι πολιτικός»
Ως συνέχεια του θριάμβου στις αίθουσες και τις κριτικές, έρχονται και οι πέντε οσκαρικές υποψηφιότητες: Σκηνοθεσίας και σεναρίου στον Ζυλ Ντασέν, κοστουμιών στην Ντένη Βαχλιώτη, τραγουδιού στον Μάνο Χατζιδάκι, και α’ γυναικείου ρόλου στη Μελίνα Μερκούρη.
Η πρώτη μη αγγλόφωνη ηθοποιός που μπαίνει υποψήφια για επίσης μη αγγλόφωνη ταινία.
Με το που ανακοινώθηκε η υποψηφιότητά της, άρχισε η σφαγή –κυρίως από σκανδαλοθηρικά περιοδικά– κατά των ξένων ηθοποιών που κλέβουν Όσκαρ από τους Αμερικανούς, με δεδομένο ότι την προηγούμενη χρονιά είχε βραβευτεί η Σιμόν Σινιορέ. Η τρομερή Λουέλα Πάρσονς διαμαρτυρόταν για τον αποκλεισμό της Ντόρις Ντέι στο ρόλο της γλυκιάς Αμερικανίδας, έναντι της πόρνης που υποδυόταν η Μελίνα Μερκούρη.
Η αρνητική ατμόσφαιρα που είχε διαμορφωθεί ωθεί τον Ντασέν και τη Μελίνα να παραμείνουν στο Παρίσι και να μην παραστούν στην απονομή: «Στην αρχή ήμουν πολύ χαρούμενη με την υποψηφιότητά μου», λέει η Μελίνα σε συνέντευξή της, «αλλά τι είδους υποψηφιότητα είναι αυτή; Η Λουέλα Πάρσονς λέει οτι δεν πρέπει να δώσουν το Όσκαρ σε μια ξένη αλλά σε ένα καλό κορίτσι από την Αμερική, όπως η Ντόρις Ντέι. Οι υπεύθυνοι της United Artists υποστηρίζουν πως δεν θα κερδίσω αν δεν πάω στο Χόλιγουντ να κάνω καμπάνια για να υποστηρίξω την υποψηφιότητά μου.
»Τι είδους καμπάνια πρέπει να κάνω; Τους είπα ότι δεν είμαι Κένεντι. Είμαι ηθοποιός, δεν είμαι πολιτικός. Τι περιμένουν δηλαδή; Να χτυπάω τις πόρτες στο Χόλιγουντ και να λέω “Καλημέρα, ονομάζομαι Μελίνα Μερκούρη και σας παρακαλώ να με ψηφίσετε ως καλύτερη ηθοποιό της χρονιάς”; Πριν από την υποψηφιότητα ήμουν ευτυχισμένη και άνετη. Όλοι με αγαπούσαν και λάτρευαν το Ποτέ την Κυριακή, τώρα όμως δεν είμαι ούτε ευτυχισμένη ούτε άνετη».
Την επομένη της τελετής, οι New York Times ανέφεραν τις πιέσεις περί ξενοφοβίας από μεριάς κουτσομπολίστικων κύκλων με επιρροή, ενώ οι Los Angeles Times, κριτικάροντας τη βραδιά, γράφουν: «Υπάρχει μια σκηνή στο υπέροχο έργο Ποτέ την Κυριακή, όπου η σταρ Μελίνα Μερκούρη επινοεί ευτυχισμένους διαλόγους σε μεγάλες αρχαίες τραγωδίες, κλείνοντας τη διήγηση της με τη φράση “Και όλοι πήγαν στην ακρογιαλιά”. Δεν μπορούμε να πούμε το ίδιο για την τηλεοπτική μετάδοση της τελετής».
Ένα Όσκαρ στα σκουπίδια
Ο Μάνος Χατζιδάκις κερδίζει Όσκαρ για τα «Παιδιά του Πειραιά» – η πρώτη φορά που κέρδιζε τραγούδι χωρίς αγγλικούς στίχους. Στα μέσα της δεκαετίας του 1970, o μεγάλος συνθέτης πέταξε το Όσκαρ στα σκουπίδια και εκεί το βρήκε η οικιακή βοηθός, που το έδωσε στην αδερφή του, Μιράντα. Εκείνη πήρε το χρυσό αγαλματίδιο στο δικό της σπίτι και το επέστρεψε έναν χρόνο μετά το θάνατό του.
Η αλήθεια είναι ότι ο σπουδαίος δημιουργός δεν αισθανόταν άνετα με τα «Παιδιά του Πειραιά». Πίστευε ότι με τις χιλιάδες διασκευές που είχαν γίνει, είχε ξεφύγει από ένα απλό τραγούδι. Επίσης πίστευε ότι «καπέλωνε» το υπόλοιπο έργο του.
Όσον αφορά τις σχέσεις Μελίνας και Χατζιδάκι, τις κατά τις επόμενες τρεις δεκαετίες πέρασαν από πολλές συμπληγάδες, κυρίως λόγω διαφορετικών πολιτικών πεποιθήσεων. Φυσικά υπήρχε μια απίστευτη αγάπη μεταξύ τους, ενώ σίγουρα είναι καρμικό που και οι δύο «έφυγαν» την ίδια χρονιά, το 1994.
Όσο για το τραγούδι; Απολαύστε τους να μιλάνε γι’ αυτό, σε μια συνάντηση που δυστυχώς έμελλε να είναι η τελευταία τους.
Σπύρος Δευτεραίος