Κοντάκιο του Αγίου Ρωμανού του Μελωδού με ακροστιχίδα «εις το πάθος ψαλμός Ρωμανού». Διαβάστε το Μέρος Α’.
Ελεύθερη απόδοση στη σύγχρονη μορφή της γλώσσας μας από τον Θεόφιλο Πουταχίδη.
ζ’. Άφωνος τώρα στέκει αυτός που τις βροντές ορίζει ‒ άφωνος στέκει, σιωπηλός, ο Λόγος δίχως λόγια.
Γιατί αν βροντούσε μια φωνή, ποτέ δεν θα νικιόταν·
μα εάν νικούσε, αυτό θα πει πως δεν θα σταυρωνόταν, και ο προπάτορας Αδάμ μετά δεν θα σωζόταν.
Αυτός που όλους τους σοφούς στο χέρι τούς κρατάει, να πάθει τώρα είχε σκοπό και νίκησε σιωπώντας.
Κι αυτός που θα Τον δίκαζε, βλέποντας πως αμίλητος έστεκε εκεί μπροστά του,
όλο απορία ρώτησε, όλο απορία λέει: «Σαν τι να κάνω εγώ μ’ αυτόν που ούτε λέξη βγάζει;».
Κι αυτοί έτσι απάντησαν: «Ένοχο πρέπει να τον βρεις σε όσα σου ζητάμε! Δεν βλέπεις πως δεν απαντά; Κάνει πως δεν ακούει,
»για να χορεύει ο Αδάμ απ’ την πολλή χαρά του».
η’. Ο Σωτήρας μου απευθύνθηκε στον άνομο αυτό λαό κι αυτό είναι που τους είπε: «ώστε σε μένα θάνατος, αυτό μου πρέπει τώρα» ‒ σε κείνους απευθύνθηκε και όχι στον Πιλάτο,
αφού ήξερε πως σ’ όλο αυτό ανάξιος λόγου ήτανε ετούτος ο Ρωμαίος, και έξω από τη λογική του πράγματος τελείως.
«Μήπως γιατί απ’ το θάνατο έφερα πάλι πίσω την κόρη του Ιάειρου μ’ έναν μου λόγο μόνο; Γι’ αυτό μού πρέπει θάνατος;
»Μήπως γιατί ανέστησα της χήρας τον μονάκριβο;
»Ή μήπως για τον Λάζαρο που άψυχος όπως ήτανε, με ένα μου παράγγελμα τον σήκωσα ολοζώντανο μπροστά σε τόσο κόσμο;
»Τάχα γι’ αυτά; Ή μήπως γι’ ανταπόδοση σ’ αυτά, κι ευχαριστώ, θα πρέπει να βασανιστώ και να πεθάνω τώρα,
»για να χορεύει ο Αδάμ απ’ την πολλή χαρά του;»
θ’. Μελίρρυτοι και θεϊκοί ήταν αυτοί οι λόγοι, μα ο λαός τους άκουσε
κι αντίς για να γλυκάνει, χολή και πίκρα γέμισε κι αυτό του απαντάει:
«Η αιτία που θα σταυρωθείς δεν είναι όσα είπες· το Σάββατο κατάργησες ‒ γι’ αυτό η καταδίκη».
«Άραγε τι είναι καλό;», τους απαντάει τότε, «τους ασθενείς να ελεείς και να τους θεραπεύεις
»ή να τιμάς το Σάββατο;
»Δεν ήτανε τόσες φορές που και εσείς οι ίδιοι Σάββατα δεν κρατήσατε;
»Εγώ από την αγκαλιά του Ουράνιου Πατέρα δεν έφυγα για να έρθω εδώ για χάρη των Σαββάτων!
»Αρρώστησε ο άνθρωπος, αρρώστησε όλη η φύση, και βλέποντάς το απ’ τα ψηλά κατέβηκα αμέσως,
»για να χορεύει ο Αδάμ απ’ την πολλή χαρά του.
ι’. »Για πείτε μου, το Σάββατο είν’ που φοβάται ο Άδης; Ή μήπως με το Σάββατο φεύγει η κάθε αρρώστια…
»Δεν ξέρω κάνα Σάββατο που να γιατρεύει αρρώστους· αυτό μόνο Ένας το μπορεί
»ο Κύριος του Σαββάτου, εγώ ο ίδιος, δηλαδή, που στο σταυρό βαδίζω.
»Φύλακας στάθηκε αυστηρός, εκείνος, λέω, ο τυφλός, πολλών-πολλών Σαββάτων· κι όμως, ζούσε τη δόλια του ζωή μες στο πηχτό σκοτάδι.
»Πολλές φορές, τόσα πολλά Σάββατα είχε τιμήσει
»παλιότερα ο παράλυτος ‒ τριάντα χρόνους και οκτώ έπασχε ο καημένος.
»Αλλ’ όμως δεν γιατρεύτηκε και δεν σηκώθηκε ποτέ απ’ του πόνου το κρεββάτι, μέχρι να έρθω εγώ στη γη,
»για να χορεύει ο Αδάμ απ’ την πολλή χαρά του.
ια’. »Σας έψεξαν πάρα πολλοί απ’ τα έθνη εδώ τριγύρω,
»γιατί ενώ τα Σάββατα κανονικά τηρείτε, και πάλι αρρωσταίνετε ‒ η διαφορά καμία.
»Τα έθνη όλα το λοιπόν ‒οι ειδωλολάτρες όλοι‒ αυτό αναρωτήθηκαν: “Πού είναι ο Θεός τους;
»”Θα έπρεπε όσους Τον τιμούν, Αυτός να τους γλιτώνει από τις αρρώστιες τις κακές”.
»Τέτοια είναι που έλεγαν και οι εχθροί σας όλοι
»σας χλεύαζαν, κορόιδευαν, και κατηγόριες έριχναν και σας κακολογούσαν.
»Εγώ, όμως, όλους σώζοντας ‒ολάκερο τον κόσμο‒ έδωσα και στο Σάββατο ακόμα μεγαλύτερη αίγλη απ’ όση είχε,
»για να χορεύει ο Αδάμ απ’ την πολλή χαρά του.
ιβ’. »Την πόρνη που μετάνιωσε, όταν της έδωσα άφεση, φάνηκα τάχα άδικος.
»Αυτή, όμως, απ’ τα πόδια μου όπου έπεσε η καημένη, διδάχτηκε τα βήματα της γνήσιας σωφροσύνης κι έτσι με πίστεψε σωστά κι άδολα όπως πρέπει.
»Μονάχα με τα δάκρυα της τα πέλματά μου μούσκεψε, αυτά που δεν μουσκέψανε ούτε από τα κύματα κάποτε σε μια λίμνη.
»Με μύρο αυτή μου άλειψε τότε και το κεφάλι
»που και αυτός ο Πρόδρομος δεν τόλμησε ν’ αγγίξει, μέχρι που του έδωσα εντολή.
»Η πόρνη σαν να ήξερε τι πρόκειται να γίνει, έκαν’ αυτά που έκανε· λες κι ήξερε τι πρόκειται τώρα να υπομείνω με τη δική μου θέληση ‒ το θέλω και το δέχομαι, μ’ αγάπη θα το υποστώ,
»για να χορεύει ο Αδάμ απ’ την πολλή χαρά του.