Από το τουρκικό μάγαρα, που σημαίνει σπηλιά, πήρε την ονομασία της η Παναγία η Μάγαρα, το μοναστήρι που βρισκόταν σε σπηλιά στο βουνό Νεπιέν της Πάφρας, κοντά στο χωριό Ότκαγια. «Παχατζάκ Παναγιασί», δηλαδή η Παναγία που κάνει τον τυφλό να βλέπει, ήταν για τους τουρκόφωνους Έλληνες της περιοχής – προς ανάμνηση του προσκυνήματος, στο ναό Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης στο Ακριτοχώρι Σερρών έχει τοποθετηθεί εικόνα της Παναγίας της Μάγαρας.
Στην ιστορία το συγκεκριμένο μοναστήρι έχει μείνει και ως «Ματωμένη Σπηλιά», από τη θυσία των Πόντιων ανταρτών για να σωθούν οι άμαχοι.
Τον Απρίλιο του 1917, στο πλαίσιο του σχεδίου για τη Γενοκτονία των Ελλήνων, ο Ραφέτ Πασάς μετά την αποτυχημένη επιχείρηση στη Σαμψούντα στράφηκε στη γειτονική Πάφρα.
Σύμφωνα με την Εγκυκλοπαίδεια του ποντιακού ελληνισμού, στη σπηλιά της μονής είχαν βρει καταφύγιο περίπου 600 γυναικόπαιδα. Ήταν υπό την προστασία 80 ανταρτών, με επικεφαλής τον Χατζηγιώργη Καραβασίλογλου από το Αγτσάλαν και τον Κωνσταντίνο Δεληογλάνογλου από το Ουτς Πουνάρ. Η μάχη άρχισε στις 16 Απριλίου και κράτησε ως τις 22.
Η μονή περικυκλώθηκε από 1.000 Τούρκους, στρατιώτες και χωροφύλακες, επικεφαλής των οποίων ήταν ο συνταγματάρχης Μεμέτ Αλής. Το αποτέλεσμα ήταν να σκοτωθούν 60 αντάρτες και να τραυματιστούν βαριά οι υπόλοιποι. Ο καπετάνιος Χατζηγιώργης, αφού ύψωσε λευκή σημαία για να σώσει τα γυναικόπαιδα, αυτοκτόνησε με την τελευταία σφαίρα που του είχε απομείνει.
Οι Τούρκοι σκότωσαν όλους τους τραυματισμένους αντάρτες και μετέφεραν τους αμάχους στην τουρκική κωμόπολη Τσασούρ. Από τους αντάρτες ο μόνος που διασώθηκε ήταν ο 12χρονος Βασίλης Κλαζίδης από το Ουτς Πουνάρ, ο οποίος μετά την ανταλλαγή εγκαταστάθηκε στον Βαθύτοπο Δράμας.
Η θυσία των ανταρτών για τα γυναικόπαιδα
Μια άλλη εκδοχή των γεγονότων δίνει ο Αχιλλέας Ανθεμίδης στο έργο Τα απελευθερωτικά στρατεύματα του Ποντιακού Ελληνισμού 1912-24:
Οι σφαίρες των υπερασπιστών του σπηλαίου που υπεράσπιζαν οι πολεμιστές με εξακόσια και πλέον γυναικόπαιδα τελείωσαν. Άλλη λύση δεν υπήρχε παρά μόνο η παράδοση.
«Υπάρχει κι άλλη λύση», φωνάζει ο αρχηγός Καραβασίλογλου Γιώργης. «Θα παραδώσουμε τα πτώματά μας στους Τούρκους. Θα σκοτώσει ο ένας τον άλλον για να σώσουμε τα γυναικόπαιδα».
Κοιτάζονται τα παλικάρια ίσια στα μάτια. Η απόφαση είναι σκληρή, είναι απόφαση υπέρτατης θυσίας. Τη δέχονται όλοι, αφού θα σωθούν 650 περίπου γυναικόπαιδα. Δίνει το περίστροφο στον Ταγκάλ Γιώργη.
«Θα μας σκοτώσεις όλους και αφού σηκώσεις άσπρη σημαία θα σκοτωθείς και εσύ».
Αγκαλιάζονται και φιλιούνται οι άγριοι πολεμιστές με δάκρυα στα μάτια. Οι θρήνοι των γυναικών και τα κλάματα των παιδιών έρχονται στ’ αυτιά τους σα μοιρολόγια. «Για την πίστη και την πατρίδα μας», λέει με συγκινητική και βροντερή φωνή ο αρχηγός.
Ο Ταγκάλ Γιώργης πυροβολεί. Ο πρώτος υπερασπιστής του σπηλαίου πέφτει. Ύστερα άλλος κι άλλος κι άλλος. Φτάνει στα δύο του παιδιά, σταματάει λίγο, τα κοιτάζει κατάματα, βλέπει τα θαρραλέα μάτια τους και ύστερα ρίχνει. Δεν ξέρει πια τίποτα. Δεν βλέπει. Ρίχνει συνέχεια. Ύστερα σταματάει για λίγο. Αρπάζει ένα άσπρο πανί το καρφώνει στο ξίφος του και το σηκώνει ψηλά.
Οι Τούρκοι βλέποντας την άσπρη σημαία τους αλαλάζουν από τη χαρά τους.
«Γιασασίν, γιασασίν, τεσλίμ γκιαουρλάρ», ακούγονται οι ζητωκραυγές τους. Πλησιάζουν οι Τούρκοι. Να, ένας τσετές ανεβαίνει κιόλας προς το σπήλαιο. Ο Ταγκάλ Γιώργης κοιτάζει την κάννη του περιστρόφου του και ύστερα πιέζει τη σκανδάλη. Ο τελευταίος των γενναίων υπερασπιστών πέφτει μαζί με τη λευκή σημαία του. Οι άντρες, οι Έλληνες, είναι όλοι νεκροί.
Για την τύχη των γυναικόπαιδων το μόνο που μπορεί να ειπωθεί είναι ότι έγιναν έρμαια της άγριας βουλιμίας των βαρβάρων της Ανατολής. Και το ολοκαύτωμα αυτό έμεινε στην αφάνεια και διασώθηκε μόνο στην παράδοση.