Χαΐφιν ή χαΐφ’, στον πληθυντικό τα χαΐφα. Τη λέξη μας την θύμισε ο Γεώργιος Μ. Κωνσταντινίδης, με τον… ποντιοποιημένο μύθο του Αισώπου «Τη σκύλονος το χαΐφ», και για τα περαιτέρω ανατρέξαμε στο Ιστορικόν λεξικόν της ποντικής διαλέκτου του Άνθιμου Παπαδόπουλου.
Η λέξη προέρχεται από την αραβική γλώσσα, όπου haïf = άδικο.
Με την ίδια έννοια χρησιμοποιείται και στην ποντιακή διάλεκτο, όπως βλέπουμε και στο «Μοιρολόγι Σταυρί (Για πεθαμένη γυναίκα με μικρά παιδιά)», στο τμήμα εκείνο όπου την πεθαμένη κόρη θρηνεί η μάνα της:*
Χρησιμοποιείται όμως και με την έννοια της εκδίκησης (όπως στην περίπτωση του σκύλου του Αισώπου), ιδιαίτερα στον πληθυντικό: «Παίρω τα χαΐφα μ’» (εκδικούμαι).