Η τελευταία παράγραφος της αντίδρασης του τουρκικού υπουργείου Εξωτερικών στη δημιουργία θαλάσσιων πάρκων που εξήγγειλε η Αθήνα προκάλεσε… στεναγμούς ανακούφισης στο υπουργείο ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών. «Επαναλαμβάνουμε», καταλήγει η ανακοίνωση, «ότι τα εν λόγω θαλάσσια πάρκα δεν θα έχουν κανένα νομικό αποτέλεσμα στο πλαίσιο των προβλημάτων μεταξύ των δύο χωρών στο Αιγαίο».
Στην Αθήνα λοιπόν θεώρησαν πως η Άγκυρα δεν θα κλιμακώσει, «αντέδρασε για να αντιδράσει», όπως δήλωσε στο ραδιόφωνο της ΕΡΤ ο Άγγελος Συρίγος. Αλλά δεν είναι, ακριβώς, έτσι Αν διαβάσει κανείς προσεκτικά την ανακοίνωση, θέτει λίγο παραπάνω θέμα συγκυριαρχίας στο Αιγαίο.
Αυτό είναι το ζητούμενο της Άγκυρας. Το Αιγαίο είναι κοινή θάλασσα· από τον 25ο μεσημβρινό και ανατολικά ελέγχεται από την Τουρκία και η Ελλάδα δεν θα μπορεί να κάνει τίποτε αν δεν ρωτηθεί η γειτονική χώρα.
Η αντίδραση της Αθήνας ήταν μια γλυκανάλυτη ανακοίνωση για την οποία ακόμη και ο υπουργός Άμυνας Νίκος Δένδιας δήλωσε πως «είναι δείγμα αδυναμίας οι γλυκιές τοποθετήσεις». Η αντιπολίτευση την χαρακτήρισε απολογητική.
Υπάρχει ένας διάχυτος φόβος στους διαμορφωτές της εξωτερικής πολιτικής, από την πρωθυπουργική κορυφή ως το υπουργείο Εξωτερικών. Φοβούνται την Τουρκία και δεν μπορούν ούτε να καλύψουν το φόβο τους. Δεν είναι αφελείς να πιστεύουν πως η Διακήρυξη Φιλίας που υπέγραψαν μπορεί να διασφαλίσει μια μακροχρόνια ηρεμία στις ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Η Τουρκία την χρειάστηκε την περίοδο της υπογραφής για να την παρουσιάσει στις ΗΠΑ ως πιστοποιητικό ότι δεν απειλεί την Αθήνα (θα θυμάστε ότι αποτελούσε προϋπόθεση για να εγκριθεί από το Κογκρέσο η πώληση των F-16 στη γειτονική χώρα) – και η κυβέρνηση Μητσοτάκη έσπευσε να την παράσχει. Αλλά και όσο επιθυμεί να διατηρήσει το ήρεμο κλίμα, η Τουρκία επικαλείται τη Διακήρυξη για να εγκαλέσει τη χώρα μας ότι την καταπατά. Αυτό έκανε και με την υπόθεση των θαλάσσιων πάρκων. Και το ελληνικό ΥΠΕΞ έσπευσε να εκδώσει μια ανακοίνωση που θυμίζει μαθητή που φοβάται την τιμωρία.
Η τιμωρία προς το παρόν δεν θα έρθει. Αλλά όσοι διαβάζουν καλά τις ελληνοτουρκικές σχέσεις περιμένουν τις αντιδράσεις της Άγκυρας μετά την συνάντηση του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν με τον Τζο Μπάιντεν, και την αναμενόμενη αναθεώρηση της εξωτερικής πολιτικής της γειτονικής χώρας μετά τις δημοτικές εκλογές και το κλίμα διαδοχής που διαμορφώνεται.
Είναι νωρίς ακόμη για να διαφανεί ο διάδοχος του Ερντογάν, αλλά ο σημερινός υπουργός Εξωτερικών Χακάν Φιντάν έχει τέτοιες φιλοδοξίες. Ο νυν πρόεδρος ξεπήδησε μέσα από τα κινήματα του πολιτικού ισλάμ· δεν ήταν ιδεολόγος των κινημάτων αυτών όπως ο Ερμπακάν. Ήταν –και είναι– πολιτικός καιροσκόπος. Χρησιμοποιεί το ισλάμ για την άνοδό και επικράτησή του, αλλά διακρίνεται από κάτι λαϊκό. Έχει μια επαφή με τη μάζα. Και η λαϊκότητά του αυτή λειαίνει, κάπως, τη0 σκληρή πολιτική του.
Η περίπτωση του Χακάν Φιντάν είναι διαφορετική. Ένας σκοτεινός άνθρωπος, βγαλμένος από τα βάθη του τουρκικού βαθέως κράτους και των μυστικών υπηρεσιών. Μεθοδικός, σκληρός τεχνοκράτης, λεπτομερής υπολογιστής, με επεκτατική αντίληψη και μια σκληράδα που δεν φροντίζει καν να κρύψει. Ο Φιντάν σχεδιάζει την νέα τουρκική εξωτερική πολιτική και ήδη έχει ανακοινώσει σχέδιο αναδιαμόρφωσης του υπουργείου Εξωτερικών. Ο ομόλογος στην Αθήνα είναι ο κ. Γεραπετρίτης.
Δεν μπορεί να είναι αφελείς στην ελληνική πρωτεύουσα ώστε να πιστεύουν πως με χαμόγελα θα διαμορφώσουν μακροχρόνια ήρεμο κλίμα με την Τουρκία. Κάτι άλλο συμβαίνει.
Ποιο είναι αυτό το άλλο;
Το ένα είναι ότι φοβούνται. Δεν έχουν τα χαρακτηριστικά ηγέτη. Με το παραμικρό τζαρτζάρισμα τρέμουν. Το είδαμε στην περίπτωση της αποστασίας του ολιγάρχη από το κυβερνητικό στρατόπεδο.
Το άλλο είναι τα «μη» της Ουάσινγκτον. Στην αμερικανική πρωτεύουσα δεν υπολογίζουν και πολύ την Ελλάδα. Μπορεί να την έχουν και για ανάλωση προς εξημέρωση του Κτήνους. Όποιος αποκλίνει έστω και λίγο από τις βουλήσεις τους εξαφανίζεται από το πολιτικό προσκήνιο.
Το τρίτο είναι ότι με διάφορα γλυκανάλατα προσπαθούν να κερδίσουν χρόνο. Να εξαντλήσουν τη δική τους παρουσία στην κυβερνητική εξουσία, να φύγουν «αλώβητοι» (μην χάσουν κανά νησί), και δεν βαριέσαι, αφήστε τη χώρα στην παρακμή της.
Το τέταρτο είναι ότι η αντιμετώπιση της τουρκικής επιθετικότητας απαιτεί σχέδιο, πρόγραμμα, επιμονή, συναίνεση, βεβαίως χρήματα, πολιτική και αίσθηση εθνικού συμφέροντος. Δεν είναι διατεθειμένοι να κάνουν τίποτε από αυτά. Δεν τους ενδιαφέρει. Δεν είναι statesmen. Διαχειριστές επιπέδου ψιλικατζίδικου είναι.
Όλα αυτά συμβάλλουν στη δημιουργία ψευδαισθήσεων στο αθηναϊκό κράτος. Το ότι από τις ψευδαισθήσεις αυτές προσβάλλεται η αξιοπρέπεια και κινδυνεύει η ύπαρξη ενός λαού τους αφήνει αδιάφορους.
Η Τουρκία είναι μια περιφερειακή δύναμη που για να συντηρηθεί και ως κρατική υπόσταση πρέπει να διεκδικεί. Να έχει πολιτική επέκτασης, αμφισβήτησης, κατάκτησης. Αυτή είναι η φύση της. Διαφορετικά κινδυνεύει. Σταματά μόνο εκεί που νιώθει ότι θα πληγωθεί στρατιωτικά. Όχι πολιτικά ή ηθικά. Με την πολιτική ηθική και το διεθνές δίκαιο γελά και τα χρησιμοποιεί όταν την εξυπηρετούν ή όπως την εξυπηρετούν. Δεν είναι τυχαίο που η Τουρκία ξεκινώντας από το γνωστό δίκαιο όπως το διαμορφώνουν οι άλλες χώρες δημιουργεί τη δική της εκδοχή. Ένα δίκαιο αλά τούρκα. Το βιώνουν τώρα και στην ΕΕ και στο ΝΑΤΟ.
Με την Τουρκία διάλογος και ειρηνική διευθέτηση δεν γίνονται. Διάλογος για εκείνη σημαίνει παράδοση του συνομιλητή σε όλα όσα απαιτεί. Και όταν τα πάρει θα θέσει νέα ζητήματα. Θα καταλάβει την Ελλάδα, αν της δοθεί η δυνατότητα. Η Τουρκία αντιμετωπίζεται μόνο με σκληρή, πολύ σκληρή ισχύ.
Το δίλημμα είναι παράδοση ή πολεμική αναμέτρηση. Και για να αποφύγουμε τον πόλεμο χρειάζονται ισχυρές Ένοπλες Δυνάμεις. Πολύ ισχυρές, που να τον αποτρέπουν. Σήμερα δεν είναι. Υπάρχουν, αλλά όχι στο επιθυμητό επίπεδο.
Πρέπει να εγκαταλειφθούν οι ψευδαισθήσεις περί ειρηνικής συνύπαρξης. Μέχρι ποιου σημείου θα σφυρίζουμε αδιάφορα στις υποχωρήσεις; Υπάρχει όριο ή προτιμάμε την υποδούλωση από μια σκληρή προετοιμασία αποτροπής;
Δεν είναι πολεμοχαρής αυτός που βλέπει το αναπόφευκτο. Οι ψευδαισθήσεις είναι επικίνδυνες.