Μια σεζόν έτυχε ο Αλέκος Τζανετάκος να δουλεύει πρωί και βράδυ, δηλαδή και στο σινεμά και στο θέατρο μαζί με τον Λάμπρο Κωνσταντάρα. Πώς το βίωνε; Το είχε πει ο ίδιος σε συνέντευξή του: «Οι καρπαζιές που έτρωγα βροχή στις ταινίες ήταν αληθινές, ο σβέρκος μου το ξέρει! Στην ταινία σφαλιάρες, το ίδιο και στο θέατρο, δύο παραστάσεις. Έτρωγα ξύλο από τις έξι το πρωί, μέχρι τη μία τη νύχτα». Μάλιστα αν και μόνο καλά λόγια είχε να πει για τον Κωνσταντάρα δεν παρέλειπε να πει ότι είχε… χερούκλα. Μάλιστα ένα βράδυ πάνω στο σανίδι του είπε ζωντανά. «Ρε Λάμπρο, δεν μπορείς να βάζεις λιγότερη δύναμη;», και όλο το κοινό λύθηκε στο γέλιο.
Ο αγαπημένος «καρπαζοεισπράκτορας», με την καλή έννοια, του εγχώριου σινεμά και θεάτρου δεν αισθανόταν πολύ άνετα με αυτό τον ρόλο. Τουλάχιστον στην αρχή. Μετά όταν είδε την αποδοχή και την αγάπη του κοινού, ηρέμησε –αν και σε όλη του την πορεία έψαχνε και αρκετές φορές κατόρθωσε να κάνει λίγο πιο διαφορετικά πράγματα. Αν και πάντοτε κάτω από την ταμπέλα της κωμωδίας. Ούτως ή άλλως η ζωή του είχε δώσει πολύ ξεγυρισμένες σφαλιάρες.
Το ξύλο της ζωής
1937, Μανιάτικα στον Πειραιά. Ο Αλέκος Τζανετάκος βλέπει το φως της ζωής. Είναι το μοναδικό αγόρι σε μια φτωχή οικογένεια με τέσσερα κορίτσια. Χάνει και τον πατέρα του στην παιδική του ηλικία. «Ξεκίνησα να δουλεύω από πολύ μικρός, κάνοντας οποιαδήποτε δουλειά. Σφουγγαρίκι στις αυλές και στα πεζοδρόμια των πλουσίων. Δεν ντρεπόμουν, αλλά ποτέ δεν ζητιάνεψα…», είχε πει σε συνέντευξή του. «Περιμέναμε πώς και πώς να έρθει η Κυριακή για να φάμε κρέας με μακαρόνια. Τις άλλες μέρες θυμάμαι τη μάνα μου να βρέχει μια μικρή φέτα ψωμί και να την πασπαλίζει με λίγη ζάχαρη», είχε προσθέσει.
Με αυτο το ζόρι μπαίνει στην εφηβεία. Που δεν ονειρεύεται κάτι, απλά να βγάλει την ημέρα αυτός και η οικογένειά του. Να όμως που όταν δεν το κάνεις εσύ, έρχεται το όνειρο και σε βρίσκει.
Οι δύο από τις τέσσερις αδερφές του, η Νίνη και η Άννα, οι επονομαζόμενες «Τζάνετ Σίστερς», σημειώνουν αξιόλογη επιτυχία ως μουσικοχορευτικό ντουέτο. Δυο σπουδαίες θεατρίνες που δυστυχώς η ισχνή, σχεδόν μηδενική συμμετοχή τους στο ελληνικό σινεμά, τους στέρησε την υστεροφημία στο μεγάλο κοινό. Ο νεαρός Αλέκος βλέπει τις αδελφές του να έχουν επιτυχία και να βγάζουν καλά χρήματα, οπότε αποφασίζει ν’ ακολουθήσει τα βήματά τους.
Ρόλοι και αποφάσεις
Όμως αντί να ανέβει στο μουσικό θέατρο, ο Τζανετάκος επέλεξε να φοίτησε στη Σχολή Θεάτρου Τέχνης του Καρόλου Κουν. Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του, πέρασε και από την κινηματογραφική σχολή του Λυκούργου Σταυράκου, απ’ όπου αποφοίτησε με άριστα. Ενέργεια που δείχνει πόσο αγάπησε αυτό που ετοιμαζόταν να κάνει.
Είναι νέος, εμφανίσιμος και δείχνει ότι έχει κωμική φλέβα. Ξεκινάει με μεγάλους θιάσους αρχές του ’60 έχει κάνει ονοματάκι και η Φίνος Φιλμ τού προσέφερε συμβόλαιο συνεργασίας. Μπορεί, όμως, η καριέρα του να πήγαινε από το καλό στο καλύτερο, αλλά το γεγονός πως ο Φίνος δεν τον χρησιμοποίησε ποτέ σε πρωταγωνιστικό ρόλο τον στενοχώρησε βαθύτατα. Γι’ αυτό, πήρε την απόφαση να μετακομίσει στην αντίπαλο εταιρεία Καραγιάννης-Καρατζόπουλος. Όμως και εκεί πρωταγωνιστής δεν θα γίνει. Στις αρχές των 70s στις ταινίες του Στέλιου Τατασόπουλου θα γίνει επιτέλους πρώτο όνομα.
Γλέντια, αμάξια και γυναίκες
Παρόλα αυτά ο Τζανετάκος είναι πολύ αγαπητός στον κόσμο, ενώ στο θέατρο δεν θα μείνει ποτέ χωρίς δουλειά. Και σαν νέος άντρας που ήταν σε μια εντόνη περίοδο, ζει και διασκεδάζει χωρίς αύριο. Μπορεί να μην παντρεύτηκε ποτέ, αλλά αποδείχτηκε πρωταθλητής στους αρραβώνες. Όχι δυο, όχι τρεις αλλά 17 αρραβώνες έκανε στη ζωή του. Κατά καιρούς είχαν ακουστεί και διάφορα ονόματα που είχε ζήσει έντονες σχέσεις, αλλά ο ίδιος, σαν σωστός κύριος δεν εξέθεσε ποτέ καμία γυναίκα. Στην δεκαετία του ’80 έζησε έναν τρελό έρωτα με μια εκκολαπτόμενη ηθοποιό της εποχής, πολύ γνωστή στην πορεία, την οποία βοήθησε πολύ, όμως εκείνη φάνηκε στην πορεία αγνώμων. Συμβαίνουν και αυτά.
Ούτως ή άλλως ο ίδιος από ένα σημείο και μετά εκτός από τις δουλειές του, είχε αρχίσει να αποτραβιέται από καλλιτεχνικές παρέες. Του αρκούσε να τρέχει με τη μηχανή του ή με ένα από τα αυτοκίνητά του. Η μεγάλη του αγάπη ήταν οι τροχοί. «Άλλο χόμπι μου είναι τα γρήγορα αυτοκίνητα και οι μοτοσικλέτες, έχω τέσσερις μοτό και τρία αυτοκίνητα. Λάτρης των πιστολιών, έχω τα καλύτερα πιστόλια και τα ακριβότερα, έχω κι ένα κότερο ιταλικό, ένα Καντιέρι Ραφαέλι με δύο μηχανές, πετρελαιομηχανές, και πηγαίνω πορεία εικοσιπέντε με τριάντα μίλια. Τα καλοκαίρια το γεμίζω με όμορφες κοπελιές και αλωνίζουμε τα νησιά», είχε γράψει στην αυτοβιογραφία του.
Μακριά από όλους
Αν και ο κινηματογράφος και η τηλεόραση του ’80 δεν τον πολυτίμησαν, δεν έγινε το ίδιο με τις βιντεοκασέτες. Και ο ίδιος σαν έξυπνος άνθρωπος του χώρου άρπαξε την ευκαιρία και αποδείχτηκε έξυπνος επιχειρηματίας. Έστησε θιάσους και ξεκίνησε τις περιοδείες στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Και με αυτά επέζησε με οικονομική αξιοπρέπεια. Από ένα σημείο και μετά εγκαταλείπει τον χώρο, με πίκρα για το συνάφι αν και ο ίδιος το περίμενε. Δυστυχώς έφυγε στα 73 του, αλλά αν μη τι άλλο, το φτωχό παιδί από τα Μανιάτικα επέζησε. Και μέσα στην αλήθεια του έζησε πολύ καλά.
Σπύρος Δευτεραίος