Επιχείρηση καθαρισμού του «Κόκκινου Πύργου», στην περιοχή της Ανάληψης διενεργεί ο δήμος Θεσσαλονίκης, καθώς ο χώρος εδώ και χρόνια έχει χαρακτηριστεί ως ανθυγιεινή εστία, ενώ παράλληλα «φιλοξενεί» άστεγους και τοξικομανείς.
Συνεργεία της Υπηρεσίας Καθαριότητας του δήμου και της Δημοτικής Αστυνομίας βρέθηκαν στον χώρο, επί της οδού Βασ. Όλγας, και προχώρησαν στον καθαρισμό από τα μπάζα, τα σκουπίδια και την οργιώδη βλάστηση.
«Γίνεται μια επιχείρηση καθαρισμού και έξωσης όσων έχουν βρει καταφύγιο. Είναι μια πρώτη απόπειρα του δήμου για να καθαριστεί ο χώρος, που αποτελεί μια υγειονομική βόμβα και αυτό πρέπει να σταματήσει», τόνισε ο δήμαρχος Στέλιος Αγγελούδης, αναγνωρίζοντας το πρόβλημα που ταλαιπωρεί τους κατοίκους της ευρύτερης γειτονιάς.
Ο δήμαρχος, σε συνάντηση με τους κατοίκους, τούς είχε υποσχεθεί πως αυτή είναι μια πρώτη επιχείρηση και θα γίνουν όσες ακόμη χρειαστεί προκειμένου να λυθεί το πρόβλημα.
Ο «Κόκκινος Πύργος», γνωστός ως «Chateau mon bonheur» -δηλαδή «Πύργος, η Ευτυχία μου», βρίσκεται στην οδό Βασ. Όλγας 110, στην τότε Συνοικία των Εξοχών.
Τα χαρακτηριστικά κόκκινα τούβλα με τα οποία έχει χτιστεί είναι σήμα κατατεθέν. Ωστόσο, εδώ και πολλά χρόνια έχει εγκαταλειφθεί στη φθορά του χρόνου, παρά το γεγονός ότι έχει χαρακτηριστεί ως διατηρητέο.
Το καλοκαίρι του 2017 υπέστη μεγάλες καταστροφές από πυρκαγιά που προκλήθηκε από άγνωστη αιτία, ενώ η τελευταία επιχείρηση καθαρισμού από τον δήμο είχε γίνει τον Ιούνιο του 2018.
Η ιστορία του
Στη λεωφόρο Βασ. Όλγας, ανάμεσα στην εκκλησία της Ανάληψης και το διατηρητέο κτήριο του Πολιτιστικού Κέντρου της Εθνικής Τράπεζας, υψώνονται δύο κόκκινα κτήρια, κατασκευασμένα με τούβλα, που εντυπωσιάζουν τους διερχόμενους με τον αρχιτεκτονικό ρυθμό τους και τις μεσαιωνικές επάλξεις τους. Το πιο ψηλό πυργοειδές κτήριο χρησίμευε για κατοικία και το διπλανό για καφενείο.
Τα διατηρητέα αυτά κτήρια χτίστηκαν το 1890 από τον Αρμένιο Δειράν Αβδουλάχ, σε σχέδια του Γάλλου αρχιτέκτονα Φρειδερίκου Σαρνό, και δυο χρόνια αργότερα περιήλθαν στην ιδιοκτησία του μεγαλέμπορου Δημήτρη Ιωαννίδη από τη Σιάτιστα, που υπήρξε ευεργέτης της Θεσσαλονίκης και της γενέτειράς του.
Σε μια περιγραφή του 1890, όπου γίνεται αναφορά στον κόκκινο πύργο της Ανάληψης, ένας Αθηναίος δημοσιογράφος και περιηγητής, που δημοσιεύει τις εντυπώσεις στο Ημερολόγιο του Σκώκου, ο Δ. Βαρδουνιώτης, γράφει για τα μοναδικά αυτά οικοδομήματα των εξοχών: «Τα μέγαρα των πύργων (αρχοντικών) είναι μεγάλα και εξαίσια οικοδομήματα, είναι δε τα πλείστα θεριναί κατοικίαι των ιδιοκτητών αυτών. Θαυμάζει το κομψότατον, μεσαιωνικού ρυθμού, μέγαρον φέρον εις την εξώθυρα μεγάλοις χρυσοίς ψηφίοις την επιγραφήν ‘Chateau mon Bohneur’».
Η επιγραφή αυτή, «Σατό Μον Μπονέρ», με ωραία κεφαλαία ανάγλυφα γράμματα που σώζεται μέχρι σήμερα, έδωσε και το όνομα στο κτήριο, που πέρασε με αυτήν τη γαλλόγλωσση φράση στις μεταγενέστερες δημοσιογραφικές και περιηγητικές αναφορές.
Το κυρίως μέγαρο, διώροφο με έξι δωμάτια, που καταλήγει σε πύργο με τις αναγεννησιακές (βενετικές) επάλξεις, υπήρξε η κατοικία του Δημήτρη Ιωαννίδη, ο οποίος είχε πλουτίσει από την παραγωγή και το εμπόριο μάλλινων υφασμάτων.
Στη συνέχεια, χρησιμοποιήθηκε για αρκετά χρόνια ως οικοτροφείο για τις μαθήτριες που φοιτούσαν στα γειτονικά «Εκπαιδευτήρια Αγλαϊας Σχινά».
Τις πρώτες δεκαετίες του προηγούμενου αιώνα, φιλοξένησε προσφυγικές οικογένειες που έμειναν στο παλιό κτήριο ως τους σεισμούς του 1978. Στην αυλή του, προς τη θάλασσα, στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο στήθηκαν μεταλλικά τολ που φιλοξένησαν προσκόπους και εργαστήρια του γειτονικού Ε’ γυμνασίου.
Πηγές: ΑΠΕ-ΜΠΕ/Α. Καρυπίδου, thessmemory.gr