Κοντάκιο του Αγίου Ρωμανού του Μελωδού με ακροστιχίδα: «εις το πάθος ψαλμός Ρωμανού».
Ελεύθερη απόδοση στη σύγχρονη μορφή της γλώσσας μας από τον Θεόφιλο Πουταχίδη.
Προοίμιο Ι
Ήτανε σαν και σήμερα που τα θεμέλια της γης πήγαιναν πέρα-δώθε
κι ο ήλιος αλλοιώνονταν, ήλιο να μη θυμίζει, γιατί δεν άντεχε να δει, δεν έστεργε να βλέπει.
Γιατί απάνω στο Σταυρό ήταν καθηλωμένος ο μόνος και αληθινός των πάντων Ζωοδότης.
Άνοιξε ο Παράδεισος, που εξαιτίας της παλιάς εκείνης αμαρτίας, ως τότε έμενε κλειστός·
μα είναι ένας που χαίρεται, μόνος χοροπηδάει,
μόνος χορεύει ο Αδάμ απ’ την πολλή χαρά του.
Προοίμιο ΙΙ
Λύθηκε, πάει, τέλειωσε της έχθρας η τυράγνια, κι η Εύα η κακόμοιρη δάκρυα άλλο δεν χύνει·
το Πάθος Σου τα τέλειωσε, το Πάθος Σου, Φιλάνθρωπε Χριστέ μου και Θεέ μου.
Γιατί μ’ αυτό το Πάθος, ως κι ο νεκρός σηκώνεται και ξαναζωντανεύει.
Μέσω αυτού και τον ληστή τον πήρες για να κατοικεί σε ουράνια πατρίδα.
Κι εκείνος ο πρωτόπλαστος, ο άνθρωπος ο πρώτος…
μόνος χορεύει ο Αδάμ απ’ την πολλή χαρά του.
Οίκοι
α’. Φρίξε και σάστισε, ουρανέ· κι εσύ βρε γη είν’ ώρα στο χάος για να βυθιστείς, στο χάος να βουτήξεις.
Κι εσύ ήλιε μ’ ηλιάτορα δεν είν’ για να τολμήσεις, τον ίδιον τον Δεσπότη σου
να βλέπεις από τα ψηλά να στέργει και να βρίσκεται σε ξύλο καρφωμένος.
Κι οι πέτρες ας ραγίσουνε, ότι είναι τέτοια η ώρα, γιατί η Πέτρα της ζωής
καρφώθηκε με τα καρφιά και πληγωμένη είν’ τώρα.
Κι αυτό το καταπέτασμα που ’χει ο Ναός για τέμπλο, ώρα του είναι να σκιστεί,
καθώς αυτοί οι παράνομοι καρφώνουν με τη λόγχη τους το σώμα του Δεσπότη.
Με μια κουβέντα να το πω: η πλάση τώρα ολάκερη ας φρίξει, ας στενάξει, του Πλάστη και Δημιουργού το Πάθος καθώς βλέπει. Κι ας μείνει ο πρώτος άνθρωπος να χαίρεται μονάχα ‒ μόνος χορεύει ο Αδάμ απ’ την πολλή χαρά του.
β’. Το διάλεξες Σωτήρα μου ο Ίδιος να δοκιμάσεις τα πράγματα τ’ ανθρώπινα, να ζήσεις τα δικά μου· έτσι, ευκαιρία μου ’δωσες να λάβω απ’ τα δικά Σου ‒ πράγματα που ’ναι θεϊκά κι εγώ να δοκιμάσω.
Να πάθεις καταδέχτηκες, ώστε κι εγώ από τώρα
τα πάθη μου πια να μπορώ να τα καταφρονήσω· με τον δικό Σου θάνατο γω ξαναζωντανεύω.
Στον Τάφο Εσένα βάλανε, μα εμένα μου δωρίζεις ολόκληρο Παράδεισο να έχω για κατοικία.
Στα βάθη που κατέβηκες, εμένα ανυψώνεις.
Τις πύλες του Άδη γκρέμισες, και άνοιξες για μένα τις πύλες τις ουράνιες.
Κι όλα αυτά τα βάσανα για ποιον να τα τραβήξεις; Μα για τον δύσμοιρο άνθρωπο ‒ έτσι είν’ μετά την Πτώση. Για χάρη του όλα τ’ άντεξες,
για να χορεύει ο Αδάμ απ’ την πολλή χαρά του.
γ’. Εσένα που κρατάς τη γη ολάκερη στο χέρι,
συνέλαβαν οι άνομοι και τώρα σε τραβάνε
στου Καϊάφα την αυλή ‒ Αυτόν που ο κόσμος δεν χωρά, χώρεσαν στην αυλή του…
Και μόλις που Σ’ αντίκρυσαν, και μόνο που Σε είδαν ‒αυτών που ο νους και η καρδιά την τύφλα τους δεν βλέπουν‒, σαν μανιακοί ουρλιάζανε:
«Ορίστε που κατέφθασε ο που προσβάλλει τον Μωυσή και αψηφά τον Νόμο…
»Όποιος τιμάει τον Μωυσή και σέβεται τον Νόμο, ιδού η ευκαιρία του τον ζήλο του να δείξει!
»Κανείς μη στέκει ράθυμος, γιατί μπροστά μας έχουμε τον πλάνο που ’χει έρθει να πάρει την ανταμοιβή, να πάθει ό,τι τ’ αξίζει. Γιατί να πάθει άραγε; Το ’χει δηλώσει ο ίδιος:
»για να χορεύει ο Αδάμ απ’ την πολλή χαρά του».
δ’. Αυτά καθώς εκραύγαζε ο λαός ο συναγμένος, μίλησ’ ο αρχιερέας τους κι αυτό είν’ που τους ρωτάει:
«Λοιπόν; Καλά δεν το ’πα πριν; “Συμφέρει”, είπα,
»“να χαθεί αυτός εδώ μονάχα, για να γλιτώσει απ’ το χαμό ολάκερο το έθνος”».
Σαν τι περίμενες να πει; Είδες οχιά καμιά φορά αντί για δηλητήριο μέλι γλυκό να στάζει μέσα απ’ το στόμα της;
Γιά μήπως έχει δει κανείς φωτιά που να δροσίζει;
Υπάρχει, από την άλλη, κάποιος που ν’ άκουσε ποτέ ψέμα σαν του Καϊάφα, ψέμα που μες στο ψέμα του να κρύβει τόση αλήθεια;
Γιατί άθελά του έκανε σπουδαία προφητεία: ότι για χάρη όλων μας Σωτήρα μου πεθαίνεις,
για να χορεύει ο Αδάμ απ’ την πολλή χαρά του.
ε’. Έτσι το είπε, βέβαια, αυτό ο αρχιερέας ‒ ανάθεμα αν κατάλαβε στ’ αλήθεια, όμως, τι είπε.
Ο φθόνος δεν τον άφησε να το κατανοήσει,
αντίθετα, τον έσπρωξε το φόνο να διαπράξει. Φόνος το φθόνο ακολουθεί
και μάρτυς μου ο Άβελ· ο Κάιν πρώτα τον φθόνησε κι ύστερα τον φονεύει.
Τα ίδια τράβηξε ο Χριστός…
Σε λαό φιλοκατήγορο, έδειξε τέτοια αγάπη· Αυτός τους έδινε στοργή κι αυτοί συσσώρευαν οργή.
Τόσους αρρώστους γιάτρεψε με θαύματα μεγάλα, κι αντί για το ευχαριστώ έπαθε πάνω στο Σταυρό,
για να χορεύει ο Αδάμ απ’ την πολλή χαρά του.
ϛ’. Το πλήθος των θαυμάτων Του, ποτέ του δεν το χώνεψε των παρανόμων ο όχλος.
Γι’ αυτό κι όλοι ωρύονταν: «Πάρ’ τον και σταύρωσ’ τον αυτόν»,
όταν Τον έστησαν μπροστά δεμένο στον Πιλάτο, Αυτόν που από το τίποτα έστησε όλη την πλάση.
Αυτόν που όλους ‒και φτωχούς και βασιλείς αντάμα‒ όταν θα έρθει ο καιρός πρόκειται να μας κρίνει, τον έστειλαν για να κριθεί και τον περνάνε δίκη.
Ο αξιοκατάκριτος και καταδικασμένος τον μόνο Δίκαιο Κριτή τώρα θε να δικάσει.
Ένας που δεν γνωρίζει μήτε το νόημα της ζωής μήτε και την αλήθεια, ωσάν παράνομο ληστή τον Λυτρωτή τώρα απειλεί πως θα Τον εκτελέσει.
Κι Αυτός στο μεταξύ σιωπά, και δίχως λέξη στέκεται και όλα τα υπομένει, το Πάθος αναμένει,
για να χορεύει ο Αδάμ απ’ την πολλή χαρά του.