Ο Γιάννης Ξανθόπουλος γεννήθηκε στο Ποσογιούκ (ή Ποσίκ, σε τουρκικά έγγραφα αναφέρεται ως Κεΐσογλου Μέζερε), είχε καϊμακαμλίκι το Ακdaγμαdέν, από το οποίο απείχε τέσσερις ώρες. Εκκλησιαστικά υπαγόταν στη μητρόπολη Χαλδίας και Χερροιάνων, με έδρα την Αργυρούπολη.
Οι κάτοικοί του, περίπου 350 Έλληνες, κατάγονταν από την Αργυρούπολη και μιλούσαν ποντιακά.
Ασχολούνταν κυρίως με τη γεωργία και την κτηνοτροφία, ανάμεσά τους όμως υπήρχαν και πολλοί αξιόλογοι τεχνίτες, όπως κτίστες και ξυλουργοί.
Η μαρτυρία που ακολουθεί περιλαμβάνεται στο Αρχείο Προφορικής Παράδοσης του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, της μεγαλύτερης και παλαιότερης συλλογής προφορικής ιστορίας στην Ελλάδα και μίας από τις σημαντικότερες της Ευρώπης.
≈
Στον καιρό του Ευρωπαϊκού Πολέμου οι Τούρκοι πρώτα σκότωσαν τους Αρμένηδες. Στα 1915-16 έσφαξαν όλους τους Αρμένηδες του Μαdέν. Εμείς στα χρόνια του πολέμου σχεδόν τίποτα δεν πάθαμε. Πήραν από το χωριό μας μερικούς στρατιώτες, αλλά πέρα απ’ αυτό δεν πάθαμε τίποτε. Ούτε από πείνα υποφέραμε, όπως άλλα χωριά του Μαdέν. Τότε που χτύπησε η Ρωσία είχαν έλθει πρόσφυγες από το Παϊπούρ από το Ερζερούμ στα μέρη μας.
Η Τουρκία έχασε τότε αυτά τα μέρη και οι Τούρκοι έφυγαν απ’ εκεί πρόσφυγες. Σκόρπισαν στα διάφορα χωριά της περιοχής μας κι ήλθαν και στο χωριό μας, όπου έμειναν σχεδόν δύο χρόνια. Τους βάλαμε να καθήσουν στο σχολείο μας. Αυτοί είχαν μαζί τους μόνο μερικά ζώα και τα ρούχα τους. Τον καιρό που έμειναν στο χωριό μας, σχεδόν εμείς τους ταΐζαμε. Όταν τέλειωσε ο πόλεμος και ησύχασαν τα πράγματα έφυγαν και ξαναγύρισαν στον τόπο τους.
Μετά, με τον Κεμάλ, ξανάρχισαν οι φασαρίες. Οι Τούρκοι που ήταν στα γύρω χωριά δεν μας πείραζαν, αλλά μας βοηθούσαν κιόλας. Είχαν όμως βγη τότε Τούρκοι ληστές και κάνανε επιθέσεις στα ελληνικά χωριά. Το χρόνο που κρέμασαν οι Τούρκοι τους μεγάλους του Μαdέν, στην Αμάσεια ήλθαν δεκαπέντε έως δεκαεπτά Τούρκοι ληστές καβάλα στα άλογα για να μας πάρουν τα ζώα. Εμείς τότε είχαμε όπλα στο χωριό. Τα ζώα τα είχαμε έξω από το χωριό, όταν έκαναν επίθεση οι Τούρκοι, αλλά οι δικοί μας που φύλαγαν τα ζώα κατάφεραν να τους διώξουν.
Από τότε είχαμε βάλει το γαμπρό μου, τον Κώστα Στεφανίδη, να γυρίζει το βράδυ ένοπλος και να φυλάει το χωριό. Αυτός αν έβλεπε τίποτε θα ειδοποιούσε και τους άλλους. Μετά από ένα μήνα, συνεννοημένοι με την αστυνομία, ξαναήλθαν πάλι οι ίδιοι ληστές. Μπήκαν λίγο πριν βγη ο ήλιος στο χωριό. Ο Στεφανίδης μόλις είχε πάει να κοιμηθεί. Τον βρήκαν στο κρεβάτι, τον έδεσαν και τον πήραν μαζί τους. Μετά έβγαλαν όλα τα ζώα του χωριού και τα μικρά μοσχάρια ακόμη και τα πήραν μαζί τους.
Πριν να ξημερώσει είχαν τελειώσει. Πήγαν προς το μέρος του Ναλμπάντ dαγ1. Όταν σηκώθηκε το χωριό, μέχρι να καταλάβουμε τι είχε γίνει αυτοί είχαν χαθεί. Στείλαμε τότε τους δικούς μας να ειδοποιήσουν την αστυνομία να βγη να τους κυνηγήσει. Είχε καρακόλι στο τούρκικο χωριό Πόσικ και στο Μαdέν.
Οι χωροφύλακες όμως ήταν συνεννοημένοι με τους κλέφτες και δεν έδειχναν καμιά προθυμία να τους κυνηγήσουν.
Ήλθαν στο χωριό, κάθησαν κι έτρωγαν κι έπιναν τρεις μέρες και μετά βγήκαν να βρουν τους κλέφτες. Πάνε τα ζώα μας· χαθήκανε. Τον Στεφανίδη τον βρήκαμε δεμένο στο Τσατ, το αρμένικο χωριό που είχαν χαλάσει οι Τούρκοι.
Την άνοιξη έγινε αυτό, που πήραν τα γελάδια μας. Μετά, μέσα στο χειμώνα, ήρθαν οι τζανταρμάδες2 στο χωριό μας. Ανάμεσα στους τζανταρμάδες ήταν κι από τους ληστές που είχαν κλέψει τα ζώα μας. Παρίσταναν κι αυτοί τους τζανταρμάδες. Μάζεψαν όλους τους άντρες του χωριού στον οντά του κεχαγιά και ζητούσαν να τους παραδώσουν τα όπλα. Ξύλο στο ξύλο αναγκάστηκαν οι δικοί μας να δώσουν τα όπλα. Μερικούς από το πολύ το ξύλο τους σακάτεψαν, έπεσαν τα νύχια τους.
Του γαμπρού μου, του Κώστα Στεφανίδη, το είχαν πάρει το όπλο, τότε που τον έδεσαν και πήραν τα ζώα μας, αλλά του ζητούσαν πάλι να παραδώσει το όπλο του. Τι να κάνει. Από το πολύ ξύλο αναγκάστηκε να αγοράσει ένα όπλο και να το παραδώσει μετά.
Στους Τούρκους δεν έφτανε που μας πήραν τα όπλα, αλλά φεύγοντας από το χωριό πήραν μαζί τους τον Χαράλαμπο Αποστολίδη, τον Κώστα Στεφανίδη και τον Παύλο Παπαδόπουλο. Αυτούς, αφού τους έδεσαν και τους πέρασαν τα όπλα στο λαιμό, τους πήγαν στο Μαdέν και τους φυλάκισαν. Τους παρουσίασαν σαν αντάρτες. Στη φυλακή του Μαdέν τούς κράτησαν καμιά εικοσπενταριά μέρες κι απ’ εκεί τους κατέβασαν στη Γιοσγάτη για να δικασθούν. Τους δίκασαν σε θάνατο στη Γιοσγάτη και μετά τους έστειλαν για την Αμάσεια για να τους κρεμάσουν. Αυτοί όμως είχαν λεφτά. Στο δρόμο τάισαν τους τζανταρμάδες που τους πήγαιναν και γλίτωσαν. Ξαναγύρισαν στο χωριό και κρύβονταν. Μετά κατέβηκαν κρυφά στη Σαμψούντα κι απ’ εκεί ήλθαν εδώ στην Ελλάδα. Έτσι με φασαρίες και με αγωνίες περάσαμε τα τελευταία χρόνια εδώ στο χωριό. Στο τέλος, για μεγαλύτερη ασφάλεια, στα τέλη του 1922, κατεβήκαμε και μείναμε στο Μαdέν.