Το ακόλουθο κείμενο αποτελεί μια μαρτυρία της Γενοκτονίας των Αρμενίων από μια νεαρή κοπέλα από το χωριό Αρζάλια. Το κείμενο, στο οποίο έχει διατηρηθεί η πρωτότυπη γραφή, έχει δημοσιευθεί στην ιστοσελίδα armeniangenocide100.gr, σε επιμέλεια του καθηγητή Κωνσταντίνου Φωτιάδη.
≈
Στις 10 Ιουνίου ήρθαν στο χωριό μια ομάδα χωροφύλακες και αφού συνέλαβαν τον πατέρα μου Ζαντίκ, τον θείο μου Μελκόν και τον μικρό μου αδελφό Αρουτιούν· τους πήγαν στην πόλη. Όταν ο πατέρας μου ζήτησε να μάθει τον λόγο της σύλληψης, αυτοί του απάντησαν: «Δεν ξέρουμε, αλλά θα είναι κάτι ασήμαντα».
Μετά από δύο μέρες μάθαμε πως τους είχαν βάλει σε μια βάρκα και τους είχαν ρίξει στη θάλασσα. Ο πατέρας και τα αδέρφια μου δεν είχαν αναμιχθεί σε καμιά κομματική δραστηριότητα, γι’ αυτό και έμεινε ανεξήγητη για όλους η περίπτωση της σύλληψής τους, κι όσοι το άκουσαν έμειναν έκπληκτοι
Στις 18 Ιουνίου μας μάζεψαν όλους πια και μας κατέβασαν στην πόλη. Ξεκινήσαμε την ίδια κιόλας μέρα. Η ομάδα μας θα ήταν 200 άτομα, όλοι γυναίκες, κοπέλες και παιδιά 10-12 χρονών. Περπατήσαμε μέχρι τον Άγιο Βασίλη (μια ώρα από την πόλη). Εκεί χώρισαν τα παιδιά, της γυναίκες και τις κοπέλες σε διαφορετικές ομάδες και ξεκινήσαμε πάλι. Δεν ξαναείδαμε όσους χώρισαν από εμάς. Η ομάδα μας τώρα ήταν 100 άτομα.
Φτάνοντας στο Κουζ χαν είδα αμέτρητες γυναίκες και παιδιά. Ήταν τα πρώτα που έφεραν εκεί. Εκείνη τη νύχτα μείναμε σε αυτό το χάνι, στοιβαγμένοι σχεδόν ο ένας πάνω στον άλλο. Έκλεισαν γερά την πόρτα, χωρίς να μας δώσουν ψωμί και νερό. Το ίδιο και την επομένη. Όταν νύχτωσε, μας έβγαλαν από το χάνι και μας πήγαν πιο πάνω, στο Γιαζιλί-Ντας, όπου είχαν εγκαταστήσει το καρακόλι (κρατητήριο).
Εκεί μας έγδυσαν όλες και διέπραξαν πάνω μας τις πιο ακραίες θηριωδίες. Μια όμορφη νύφη, την λέγαν Σιρανούς, την ανάγκασαν έτσι ολόγυμνη να χορέψει. Ύστερα ο τσαούσης της ομάδας Σακίρ ανέβηκε στους ώμους της και την πρόσταξε να χορέψει κι έτσι λίγο. Από ντροπή δεν μπορούσαμε να κοιτάξουμε η μία την άλλη και κλείναμε τα μάτια. Οι τσέτες άρχισαν να μας μαστιγώνουν για να ανοίξουμε τα μάτια και να δούμε το χορό.
Λίγο αργότερα έπεσαν πάνω μας σαν θηρία κι άρχισαν να μας βιάζουν και να μας κακοποιούν με τη σειρά. Αυτό κράτησε 2-3 ώρες. Ήμασταν κιόλας μισοπεθαμένες, ιδιαίτερα τα κορίτσια 12-13 χρονών, που είχαν τρελαθεί και δεν καταλάβαιναν τι συνέβαινε. Μερικά ούρλιαζαν σαν σκυλιά, άλλα γελούσαν τσιριχτά κι έβγαζαν αφρούς από το στόμα.
Ήταν περασμένα μεσάνυχτα όταν άρχισαν να μας λογχίζουν. Τότε άρχισαν οι τρομερές στριγγλιές και τα ξεφωνητά, κάτι απερίγραπτο.
Δέχτηκα τρία χτυπήματα από λόγχη στο κεφάλι και ένα ελαφρύ τέταρτο κάτω από το μαστό. Έπεσαν πάνω μου άλλα πτώματα κι εγώ έμεινα από κάτω. Έπαψαν οι φωνές, τέλειωσε η σφαγή και έγινε σκοτάδι. Ένιωσα πως ήμουν ζωντανή και βγαίνοντας κάτω από τα πτώματα άρχισα να περπατώ στα τέσσερα σαν ζώο μέσα στη νύχτα. Φτάνοντας σ’ ένα σιτοχώραφο ξάπλωσα και από τη μεγάλη κούραση με πήρε ο ύπνος. Ξύπνησα κι είχε ξημερώσει. Τα στάχυα είχαν ψηλώσει αρκετά, οπότε μπορούσα να κρυφτώ χωρίς να φαίνομαι.
Μερικές Ελληνίδες ήρθαν γύρω από το ίδιο χωράφι για να μαζέψουν ξύλα. Όταν με είδαν, πλησίασαν, με σήκωσαν στην πλάτη και με πήγαν στο σπίτι τους. Έμεινα εκεί μερικές μέρες. Οι πληγές μου με ενοχλούσαν πολύ.
Ευτυχώς, στο χωριό εκείνο, την Κουνάκα, υπήρχε ένας πασίγνωστος Έλληνας ιατρός ιερέας που τον λέγαν παπα-Γιάννη. Παίρνοντάς με κοντά του, αυτός μου φρόντιζε καθημερινά τις πληγές. Στο σπίτι του βρισκόταν κι άλλη μια γυναίκα, από την οικογένεια Μπαλιάν, που είχε κι αυτή ξεφύγει από τόπο σφαγής. Οχτώ ολόκληρους μήνες μας φρόντισε με κάθε αυταπάρνηση και γιάτρεψε τις πληγές μας. Ξεμυτίσαμε όταν μπήκε ο ρωσικός στρατός.