«Πού ήσασταν κρυμμένοι παιδάκι μου, και μου ήρθαταν τώρα…;» Αυτά ήταν τα λόγια της γιαγιάς Σταυρούλας, βαθιά συγκινημένης, την ώρα του αποχωρισμού μας. Όλοι είμαστε συγκινημένοι και όλοι μας αναρωτιόμαστε το ίδιο. Αλλά ας πιάσουμε την ιστορία από την αρχή.
Επισκεφτήκαμε την Μπάφρα στις 25 Νοεμβρίου 2023, ύστερα από πρόσκληση του Σάββα Δεμιρτζόγλου, προέδρου του Πολιτιστικού Συλλόγου Μπάφρας Ιωαννίνων. Με τη σύζυγό του Χρύσα μας φιλοξένησαν με θέρμη στο σπίτι τους, και οι εκπλήξεις άρχισαν να διαδέχονται η μία την άλλη.
Απόγονοι δεύτερης και τρίτης γενιάς Αρμενίων προσφύγων, ήρθαν κοντά μας και μας άνοιξαν την καρδιά τους. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες τους, η Γενοκτονία του 1915 αφάνισε το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού, πάνω από 5.000 κατοίκους του Τσατ και 4.000 κατοίκους των Γκεμερέκ, Ζιλέ και Ζαρά, γειτονικές περιοχές της Καππαδοκίας. Οι Αρμένιοι υπέστησαν αλλεπάλληλες επιθέσεις, αλλά χάρη στη σθεναρή αντίσταση ανδρών και γυναικών της περιοχής, διέφυγαν και κατάφεραν να επιβιώσουν 400 ψυχές. Ένα μέρος αυτών έφτασε στην Ελλάδα μετά το 1922.
Τα πρώτα χρόνια στην Ελλάδα, στην Πρέβεζα και στην Κέρκυρα ήταν ιδιαίτερα δύσκολα, με πολλές κακουχίες και στερήσεις, όπως άλλωστε για όλους τους πρόσφυγες.
Στην Μπάφρα, ένα χωριό όπου κατοικούσαν ήδη πρόσφυγες από τον Πόντο, εγκαταστάθηκαν περίπου το 1928.
Αποκομμένοι από τις υπόλοιπες αρμενικές κοινότητες, συνέχισαν εκεί τη ζωή τους κάνοντας σκληρές αγροτικές δουλειές, κυρίως καπνά και άλλες καλλιέργειες. Κατά τη γερμανική κατοχή βίωσαν για ακόμη μία φορά τα αποτροπιαστικά εγκλήματα των κατακτητών, πείνα, μπλόκα και εκτελέσεις…
Όντας αρχικά τουρκόφωνοι (Καππαδόκες γαρ), τίμησαν και τιμούν ως σήμερα την αρμενική τους καταγωγή, παρά την «ελληνοποίηση» που υπέστησαν μετονομαζόμενοι από -ιάν σε -ογλου, καθώς μόνο έτσι θα είχαν δικαίωμα απόκτησης μικρού κλήρου καλλιεργήσιμης γης.
Ο παππούς του Σάββα ονομαζόταν Σετράκ (Σέτο) Ντεμιρτζιάν, αλλά κάπου στον μεσοπόλεμο έγινε Σάββας Δεμιρτζόγλου. Οι Μιρογιάν έγιναν Μιρόγλου, οι Κιοσεγιάν Κιοσέογλου, οι Τζιρακιάν Τζιράκογλου…
Χάρη στον επίσης πολύ φιλόξενο Περικλή Δεμιρτζόγλου, γιο του Σέτο, ήρθε στα χέρια μας το βιβλίο Το τετραετές έπος του Ακ-Νταγ, των Καλουστιάν και Καρικιάν, έκδοση 1932 (στην αρμενική γλώσσα).
Μέσα από τις σελίδες του ανακαλύπτουμε τις τρομερές οδύσσειες που βίωσαν επί τέσσερα χρόνια οι πρόγονοί τους στα δύσβατα βουνά Ακ-Νταγ. Και είναι πράγματι ηρωικό το έπος τους και απόγονοι τιτάνιων ηρώων οι Μπαφραλήδες μας. Έχουμε ακόμη πολλά να μάθουμε, και επιφυλασσόμαστε για μια πιο ολοκληρωμένη παρουσίαση σε επόμενό μας τεύχος, καθώς τούτη εδώ είναι μόνο μια πρώτη επαφή.
Μια επαφή που οφείλουμε στον Στάθη Πούλιαση, δρ Ιστορίας και ερευνητή στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο, χάρη στον οποίο γνωρίσαμε τους συμπατριώτες μας στην Μπάφρα. Μια επαφή που προσδοκούσαν οι τόσο φιλόξενοι Σάββας και Περικλής Δεμιρτζόγλου, μέσω των οποίων γνωρίσαμε τη Μανάρ-Μαρί με τις τόσο αναλυτικές της αφηγήσεις, τον Αλέκο Γεωργιάδη, που κρατά άσβεστη την ποντιακή, την αρμενική και συνολικά τη μικρασιατική μνήμη, τις κυρίες Άννα και Σταυρούλα με τα τραγούδια τους, την Κική με τα πεντανόστιμα κεράσματα στο ταβερνάκι της στη Νεοκαισάρεια, τους Γιώργο και Μαγδαληνή Μιρόγλου και την κυρία Νίτσα με τις συγκινητικές τους μαρτυρίες, καθώς και τις κυρίες Σωφρονία και Μαρία, που μας άνοιξαν τα πολύτιμα οικογενειακά τους κειμήλια και μας ξενάγησαν στο σεμνό αλλά ιδιαίτερα πλούσιο Μουσείο Προσφύγων στη Νεοκαισάρεια.
Είναι πράγματι παράξενο και συνάμα λυπηρό που είμαστε αποκομμένοι από τους συμπατριώτες μας στην Ήπειρο. Αλλά αυτό πια δεν ισχύει. Τώρα που βρεθήκαμε έχουμε πολλά να μοιραστούμε και να ανακαλύψουμε μαζί…
Άνι Ντεοκμετζιάν, Κουήν Μινασιάν