Τον Ιούνιο του 2006, με απόφαση 7ου Παγκόσμιου Συνεδρίου Θρακών που διεξήχθη στο Διδυμότειχο, η 6η Απριλίου καθιερώθηκε ως Ημέρα Μνήμης της Γενοκτονίας του Θρακικού Ελληνισμού. Δεκαέξι χρόνια αργότερα, τον Ιούλιο του 2022, η απόφαση αυτή επισημοποιήθηκε και από τη Βουλή.
Η 6η Απριλίου του 1914 έχει καταγραφεί στη συλλογική μνήμη ως το «Μαύρο Πάσχα» της Ανατολικής Θράκης –ένα γεγονός λίγο-πολύ αποσιωπημένο σήμερα–, πάντα με την αιματηρή σφραγίδα των Νεότουρκων και των τριών πασάδων.
Η μέρα εκείνη όμως σηματοδοτεί και την απαρχή της Γενοκτονίας των Ελλήνων της καθ’ ημάς Ανατολής, που κορυφώθηκε το 1922 με τη Μικρασιατική Καταστροφή και την εκκένωση της Ανατολικής Θράκης.
Ο πλήρης εκτουρκισμός της περιοχής –που μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους, το 1913, ανήκε κατά το ήμισυ στους Βούλγαρους– ξεκίνησε με την απέλαση οικογενειών από την επαρχία Aρκαδιουπόλεως και τη Bιζύη, καθώς και από άλλες περιοχές. Ουσιαστικά, βέβαια, ήδη από το 1906 ο θρακικός ελληνισμός στο βόρειο τμήμα της περιοχής ζούσε σε κλίμα βίας και τρομοκρατίας. Εκτός από τις σφαγές και τις καταστροφές εκκλησιών και ελληνικών σχολείων, αδιαμφισβήτητη απόδειξη είναι η ολοσχερής καταστροφή της Αγχιάλου και της Ανατολικής Ρωμυλίας.
Σύμφωνα με το greek-genocide.net, «ο πληθυσμός των Ελλήνων της Ανατολικής Θράκης υπερέβαινε στις αρχές του 20ού αιώνα τον αριθμό των 250.000. Κατά τη Γενοκτονία, πολλοί Έλληνες εξορίστηκαν στην Ελλάδα, ενώ 100.000 μεταφέρθηκαν στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας και μόλις οι μισοί επέστρεψαν».¹
Η τελευταία πράξη του δράματος γράφτηκε στις 11 Οκτωβρίου 1922 όταν οι Έλληνες της Ανατολικής Θράκης έλαβαν τελεσίγραφο να εγκαταλείψουν τις πατρογονικές εστίες τους σε διάστημα 15 ημερών.
Από το greek-genocide.net, το pontosnews.gr δημοσιεύει σε δική του μετάφραση απόσπασμα από την ενότητα «Τεκμηρίωση», αναφορικά με τις διώξεις του 1914:
Στις 6 Απριλίου 1914, διακόσιες ελληνικές οικογένειες από τη Στράντζα (τουρκικά: Binkilic) απελάθηκαν. Αφού ξυλοκοπήθηκαν και τους αφαιρέθηκαν τα είδη αξίας, αφού τους υπεξαιρέθηκαν εκβιαστικά τεράστια ποσά, Τούρκοι στρατιωτικοί και χωροφύλακες, με τα ξίφη υψωμένα, τους εξανάγκασαν να φύγουν.
Η Ασπασία Κωνσταντινίδη ήταν αυτόπτης μάρτυρας στην απέλαση και διηγείται:
«Μετά από δύο ώρες περπάτημα, φθάσαμε σε ένα βαθύ και στενό φαράγγι όπου βρήκαμε τον δεκανέα Ισμαήλ με έναν αριθμό προσφύγων, που προφανώς μας περίμεναν. Μόλις μας είδε, διέταξε τους οδηγούς μας να σταματήσουν και σέρνοντας τις γυναίκες από τα κάρα τις χτύπησε άγρια. Τράβηξαν τα σκουλαρίκια που φορούσαν κόβοντας τα αυτιά τους. Τις υποχρέωσαν να ξεντυθούν για να πάρουν τα κολιέ τους τραβώντας τα με τόση βία που έκοψαν το λαιμό μιας γυναίκας κάνοντας το αίμα να τρέχει ποτάμι».²
Έφθασαν στην Ηράκλεια του Μαρμαρά όπου επιβιβάστηκαν στο πλοίο «SS Markell» και απελάθηκαν.
Η Teskilat-i Mahsusa («Ειδική Οργάνωση») ήταν μια τουρκική παραστρατιωτική μονάδα που συχνά χρησιμοποιήθηκε κατά τη Γενοκτονία για να συντονίζει τις επιθέσεις κατά των μειονοτήτων. Έκθεση με ημερομηνία 8 Απριλίου 1914, που συντάχθηκε από μία εκ των ξένων πρεσβειών στην Κωνσταντινούπολη, αναφερόταν σε «Ειδικές Επιτροπές» που επιχειρούσαν στην περιοχή της Θράκης κατατρομοκρατώντας Έλληνες και αναγκάζοντάς τους να φύγουν. Με τη βοήθεια της αστυνομίας ιδιοποιούνταν ακίνητα και υποχρέωναν τους ενοίκους τους να υπογράφουν δήλωση ότι έφευγαν με δική τους βούληση.³
Έκθεση προξενικής υπηρεσίας στις Σαράντα Εκκλησιές (τουρκικά: Kirklareli), με ημερομηνία 23 Απριλίου 1914, ανέφερε ότι οι χοτζάδες (hodjas), στα τοπικά τεμένη υποκινούσαν το μίσος κατά των χριστιανών και των Ελλήνων, ενώ αξιωματούχοι εξόπλιζαν ντόπιους Τούρκους με στρατιωτικά τυφέκια, προκειμένου να διαπράξουν εγκλήματα.4
Η κατάσταση για τους Έλληνες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας είχε γίνει τόσο επισφαλής, που στις 6 Μαΐου 1914 Έλληνες βουλευτές και γερουσιαστές του οθωμανικού Κοινοβουλίου διαμαρτυρήθηκαν στην κυβέρνηση για τις διώξεις κατά των χριστιανών, αλλά μάταια. Αργότερα εκείνον τον μήνα, το Οικουμενικό Πατριαρχείο κήρυξε την Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία υπό διωγμό στην Οθωμανική Αυτοκρατορία δίνοντας εντέλει εντολή για το κλείσιμο όλων των ναών και των σχολείων. […]
Κατά την περίοδο 1913-1917 υπολογίζεται ότι 232.000 Θρακιώτες εξαναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους. Άλλοι 96.000, από τη Μακρά Γέφυρα, τη Μάδυτο, την Καλλίπολη, τις Σαράντα Εκκλησιές, τη Ραιδεστό, το Σκοπό και αλλού, οδηγήθηκαν στη Μικρά Ασία, σε καταναγκαστικά έργα.
Ο ιστορικός Κωνσταντίνος Βακαλόπουλος έχει σημειώσει με έμφαση ότι «αφετηρία των διωγμών και της Γενοκτονίας του Ελληνισμού της Μικράς Ασίας, και αργότερα του Πόντου, υπήρξε ο χώρος της Ανατολικής Θράκης. Εκεί δοκίμασαν και εφάρμοσαν για πρώτη φορά το μοντέλο των μετατοπίσεων (και διωγμών) των ελληνικών πληθυσμών και των εθνικών εκκαθαρίσεων, εκεί επέβαλαν τη γενοκτονική τους συμπεριφορά και εκεί αξιοποίησαν τα θλιβερά αποτελέσματα των πειραμάτων τους, ώστε να τα επεκτείνουν σχεδόν αμέσως στη Δυτική Μικρασία και αργότερα στον Πόντο».