Ο έρωτας και ο θάνατος είναι δύο στοιχεία με τεράστια δύναμη, αλληλοσυγκρουόμενα, που ουκ ολίγες φορές έγιναν αφορμή για να δημιουργηθούν έργα υψηλής αισθητικής. Ένα τέτοιο έργο είναι και η Ερωφίλη του Γεώργιου Χορτάτση, που δημιουργήθηκε γύρω στο 1600 στην ενετοκρατούμενη Κρήτη.
Ως δημιούργημα του κρητικού θεάτρου, συνδέεται άμεσα με το ιταλικό θέατρο της Αναγέννησης.
Εξάλλου από το τελευταίο ο ποιητής εμπνέεται σε ότι αφορά στην υπόθεση του έργου, αφού οι ομοιότητες ανάμεσα στην Ερωφίλη και στην ιταλική τραγωδία Orbecche του Giambattista Giraldi Cinthio, που γράφηκε το 1549 (μισό αιώνα νωρίτερα), είναι πάρα πολλές.
Η μίμηση για τους ποιητές της Αναγέννησης ήταν απολύτως θεμιτή.1 Φαίνεται πως υποσυνείδητα υπήρχε η αδήριτη ανάγκη για τη συνέχιση μιας ευρωπαϊκής παράδοσης, σύμφωνα με την οποία η αρχή της «διακειμενικότητας» ήταν ρυθμιστής της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Όσες φορές όμως και εάν αναπαραχθεί η υπόθεση ενός ποιητικού έργου που θέμα του έχει μια δυνατή αγάπη που μένει ανεκπλήρωτη –και είναι αλήθεια ότι επαναλήφθηκε πολλές φορές κατά την Αναγέννηση–, παραμένει ευχάριστο άκουσμα για τους ακροατές του.
Η Ερωφίλη είναι ένα έργο κλασικίζουσας δραματουργίας, και ως τέτοιο (σύμφωνα με την Ποιητική του Αριστοτέλη) έχει μια υπόθεση, ολιγομελές «καστ» ηθοποιών, και διαδραματίζεται σε αριστοκρατικό περιβάλλον.
Αρχίζει με την επιστολή προς τον Ιωάννη Μουρμούρη, τον οποίο και προσφωνεί ο ποιητής ως «αξιότατο ρήτορα» αλλά δεν συνδέεται με το έργο αυτό καθ’ αυτό, παρά είναι μια ιστορική μαρτυρία. Ακολουθεί ο Πρόλογος του Χάροντα και κατόπιν προχωρά η εξιστόρηση του κυρίως έργου, το οποίο –όπως και τα υπόλοιπα έργα του ιταλικού ουμανισμού– αποτελείται από πέντε πράξεις που χωρίζονται μεταξύ τους με πέντε χορικά, τα οποία άδονται από χορό κορασίδων.
Στις παλιότερες εκδόσεις της Ερωφίλης ανάμεσα στις πέντε πράξεις στις οποίες διαρθρώνεται το έργο, υπήρχαν τα ιντερμέδια (τέσσερα στον αριθμό) τα οποία ήταν μουσικοχορευτικές παραστάσεις άσχετες με την υπόθεση του έργου2 που σκοπό είχαν να ξεκουράσουν τους θεατές από την πλοκή τής κυρίως παράστασης.
Μορφολογικά και αισθητικά στοιχεία
Το έργο είναι γραμμένο σε ιδιότυπο δεκαπεντασύλλαβο. Από την πρώτη κιόλας ανάγνωση μας γίνεται αντιληπτό πως παρότι ο θεατρικός συγγραφέας χρησιμοποιεί το στίχο και τη ρίμα του δημοτικού μας τραγουδιού στολίζοντάς τον επιπλέον με ζευγαρωτή ομοιοκαταληξία,3 οι δεκαπεντασύλλαβοί του δεν συμπίπτουν με τον εσωτερικό ρυθμό και με το στίχο.
Αυτό συμβαίνει γιατί στον λεγόμενο πολιτικό στίχο (δηλαδή στον τυπικό στίχο του δεκαπεντασύλλαβου) το πρώτο ημιστίχιο αποτελείται από οκτώ συλλαβές και το δεύτερο από εφτά, ενώ στο στίχο του Χορτάτση το πρώτο ημιστίχιο έχει εννιά συλλαβές.
Το φαινόμενο αυτό παρατηρείται λόγω της συνίζησης που γίνεται όταν δυο φωνήεντα (το τελευταίο μιας λέξης και το αρχικό της λέξης που ακολουθεί) συμπροφέρονται. Στην περίπτωση δε που τα δυο φωνήεντα προφέρονται χωριστά παρά τη γειτνίασή τους, παράγεται το φαινόμενο της χασμωδίας. Για να αποφύγει το φαινόμενο αυτό, που θα ηχούσε κακόηχα στο πυκνό και οργανωμένο κείμενό του, φροντίζει ώστε οι λέξεις που ξεκινούν στίχο ή ημιστίχιο να αρχίζουν από σύμφωνο.
Ο Χορτάτσης ακολουθεί μια εντελώς δικής του εμπνεύσεως σύνταξη, σε σημείο να δυσκολεύει πολύ τον αναγνώστη του έργου του που δεν έχει εντρυφήσει στην ιδιαίτερη γλώσσα-ντοπιολαλιά του (έναν συνδυασμό κρητικής και ενετικής διαλέκτου). Έτσι το ρήμα της πρότασης ακολουθεί πολλές λέξεις μετά το υποκείμενο, σε βαθμό που δίνεται η εντύπωση πως η λεκτική έκφραση του συγγραφέα είναι διαταραγμένη:
[…] μ’ άλλοι παρά παιδί σου
τόση μεγάλη βασιλειά θα να κλερονομήσου
κρίμα πολύ μου φαίνεται· […]
(Ε, 625-627)
ή σε άλλο σημείο, πάλι:
ζέστη πώς είναι μπορετό το χιόνι να γεννήσει,
γή μαραμένα κρύο νερό φύτρα ποτέ ν’ αφήσει;
(Α, 7-8)
Αυτήν τη λεκτική αναρχία του Χορτάτση θα μπορέσουμε να την δικαιολογήσουμε αν συνδέσουμε το περίτεχνο ύφος του με μια καινοτόμο ανανέωση της στιχουργικής, όπου κυρίαρχο στοιχείο είναι οι συχνοί διασκελισμοί. Σε ό,τι αφορά την καθυστέρηση εμφάνισης του ρήματος στο στίχο, αποδίδεται στην προσπάθεια δημιουργίας έντασης στη σκηνή, που προκαλεί όμως το αρνητικό αποτέλεσμα της αυξημένης προσπάθειας της απομνημόνευσης του ρόλου από την πλευρά των ηθοποιών αφενός, αφετέρου τη δυσκολία κατανόησης μεγάλων περιόδων χωρίς τη σωστή αλληλουχία (υποκειμένου-ρήματος-αντικειμένου) από μέρους του θεατή.
Οι συχνές αντιμεταθέσεις λέξεων ή ακόμα και προτάσεων δημιουργούν ένα λεκτικό παζλ που προϋποθέτει ένα κοινό το οποίο βρίσκεται σε εγρήγορση και καλείται να κάνει την υπέρβαση (το φαινόμενο ονομάζεται από τους φιλολόγους «υπερβατόν»), ανασυνθέτοντας τις προτάσεις ώστε να καταλήξει σε κάποιο νόημα. Με αυτόν τον τρόπο ο οξύνους συγγραφέας δημιουργούσε ένα σύνθετο σκηνικό στο οποίο επικρατούσε η έντονη μουσικότητα των λέξεων, αλλά και εικόνες, μεταφορές, παρομοιώσεις που συνεργάζονταν αγαστά και συνέθεταν ένα πολύχρωμο «patchwork» το οποίο αντικαθρέφτιζε πιστά την πολυπολιτισμική κοινωνία και τα ήθη της εποχής του.
Φιλοσοφικά και ιδεολογικά στοιχεία
Η Ερωφίλη αποτελεί την κορωνίδα της κρητικής θεατρικής παραγωγής του 16ου-17ου αιώνα. Είναι παιδί της Αναγέννησης και του ουμανισμού, και δικαίως θεωρείται ως μια δοξολογία στον έρωτα και στην ανθρώπινη ελευθερία. Οι πρωταγωνιστές της διακατέχονται από πάθη, ηδονές, έντονα πρωτόγονα και ακατέργαστα συναισθήματα (στοιχεία μπαρόκ). Η ιδιαίτερη τεχνοτροπία του Χορτάτση προσδίδει στο έργο στοιχεία μανιερισμού.
Στην Ερωφίλη λοιπόν δεν μπορεί κανείς να «βάλει ετικέτες», γιατί είναι δημιούργημα του καιρού της που θεωρείται μεταβατικός και πολυσυλλεκτικός.
Στους μονολόγους του έργου δόθηκε διδακτικός ρόλος. Μέσα από αυτούς αντλούμε αμέτρητα φιλοσοφικά και ιδεολογικά στοιχεία. Στον Πρόλογο συναντάμε το μονόλογο του Χάροντα. Ο Χορτάτσης τον παρουσιάζει φοβερό στην όψη, συνοδευόμενο από αστραπές και βροντές να δημιουργεί μεγάλη ταραχή. Τα λόγια του συγκλονίζουν ακόμη περισσότερο το κοινό. Θέτει μια σειρά φιλοσοφικών ερωτημάτων:
Πού των Ελλήνω οι βασιλειές […]
[…] Πού σήμερον εκείνες
στ’ άρματα κ’ εις τα γράμματα οι ξακουστές Αθήνες;
[…]
Πού τ’ Αλεξάντρου η αντρειά κ’ η μπόρεσή του η πλήσα;
(Πρόλογος, 23, 25-26, 29)
Μοιάζει να διασκευάζει τα σοφά λόγια της Εξοδίου Ακολουθίας: «πάντα ματαιότης τα ανθρώπινα, όσα ουχ υπάρχει μετά θάνατον ου παραμένει ο πλούτος, ου συνοδεύει η δόξα», δικαιώνοντας έτσι την εγκύκλια παιδεία του και το χαρακτηρισμό του από τον Κύπριο εκδότη του έργου Ιωάννη Κιγάλα «λογιώτατον εν σπουδαίοις».
Συνεχίζοντας τον φιλοσοφικό του μονόλογο, ο συγγραφέας διά στόματος Χάροντα κάνει γνωστό στο κοινό του πως είναι αδέκαστος και δεν κάνει διακρίσεις, για να τελειώσει αυτόν τον αριστοτεχνικά γραμμένο πρόλογο κάνοντας τρεις παρομοιώσεις: της δόξας σαν σπίθα που σβήνει, του πλούτου που σκορπά σαν σκόνη, και της γενιάς (του καλού ονόματος) που χάνεται όπως το κύμα σβήνει τα γράμματα που σχημάτισε κάποιο ανθρώπινο χέρι στην άμμο.
Εκτός όμως από τους φιλοσοφικούς μονολόγους, το έργο περιέχει και διαλόγους με έντονα στοιχεία φιλοσοφικού στοχασμού. Τέτοιος διάλογος είναι αυτός της Ερωφίλης με την πιστή της νένα, στη δεύτερη σκηνή, όπου αισθανόμενη παγιδευμένη μέσα στην ευημερία της λέει τα εξής σοφά λόγια:
Ώφου, κακό μου ριζικό, κ’ ίντα ’θελα τα πλούτη,
κ’ ίντα ’θελα να γεννηθώ στην αφεντιάν ετούτη!
Τι με φελούνε οι ομορφιές, τι με φελούν τα κάλλη,
και τσ’ όρεξής μου τα κλειδιά να τα κρατούσιν άλλοι;
Χώρες να ρίζω αρίφνητες, τόπους πολλούς και δούλους,
και να τιμούμαι σα θεά απού τσ’ ανθρώπους ούλους,
ποιάν ογιά τούτο δύνεται χαρά να δει η καρδιά μου,
δίχως σα θέλω μετά με να ’χω τη λευτεριά μου;
(Β, 49-56)
Ο συνδυασμός των υψηλής αξίας μονολόγων του έργου με τους ρεαλιστικούς και ανθρώπινους διαλόγους ειπωμένους από τα χείλη των πρωταγωνιστών-θυμάτων της μοίρας τους, αποδεικνύουν τη μεγάλη δραματουργική δεινότητα του Κρητικού συγγραφέα.4
Η επιλογή του Χορτάτση να δώσει ονόματα αρχαιοπρεπή στους ήρωές του δηλώνει τις προθέσεις του να συνδέσει το δημιούργημά του με το αρχαιοελληνικό κλέος και την αρχαιοελληνική γραμματεία. Έτσι ονομάζει τους κύριους πρωταγωνιστές του Ερωφίλη (φίλη του έρωτα), Πανάρετο (αγαθός, αυτός που έχει αρετές), Χρυσονόμη (η νένα της Ερωφίλης, δίκαια γυναίκα), ονόματα που προσδίδουν ιδιαίτερα στοιχεία του χαρακτήρα τους, αλλά από την άλλη πλευρά κάνει χρήση ειρωνείας όταν ονοματίζει τους αντιήρωές του. Γι αυτό ο αδελφοκτόνος πατέρας και φονιάς του αγαπημένου της Ερωφίλης ονομάζεται Φιλόγονος (αυτός που αγαπάει τη γενιά του), και ο ανήμπορος να βοηθήσει φίλος του Πανάρετου, Καρποφόρος (αυτός που φέρνει αποτελέσματα).
Η Ερωφίλη δίχως αμφιβολία είναι ένα έργο-σταθμός όχι μόνο για την κρητική λογοτεχνία, αλλά συνολικότερα για την ευρωπαϊκή λογοτεχνική παραγωγή. Σε αυτήν την παραδοχή συνεπικουρούν και τα θαυμάσια στοιχεία γνώσης της γυναικείας ψυχολογίας και ψυχοσύνθεσης που φαίνεται να έχει ο συγγραφέας της. Ο Χορτάτσης, ιδιαίτερα από την Δ’ Πράξη και έπειτα, όπου γίνεται η σύγκρουση της Ερωφίλης με τον πατέρα της, ενδύεται τη γυναικεία ψυχολογία και καταγράφει τη διαφυλική σύγκρουση.
Δεν μένει μόνο στο στερεότυπο της γυναίκας-θύματος, ούτε εξυμνεί τη γυναίκα ως μούσα – το οποίο ήταν σύνηθες στην εποχή του.
Περιγράφει με τα πιο δυνατά χρώματα μια κατάσταση εκρηκτική. Η έμφυλη σιωπή, η κατάσταση υπομονής και υποταγής στην αλαζονεία του βασιλέα, μετατρέπεται σε ηχηρό κρότο αποκατάστασης της δικαιοσύνης, όταν πια τα πράγματα είχαν γίνει μη αναστρέψιμα (άγρια δολοφονία του Πανάρετου από τον βασιλιά, και αυτοκτονία της Ερωφίλης). Η δολοφονία του τυράννου-βασιλιά από το χορό των κορασίδων, υπό το βλέμμα της νένας της κόρης του, αποτελεί απόδοση δικαιοσύνης, και το πνεύμα (σκιά από τον Άδη) του αδελφού του, αναπαυμένο τώρα πια μετά τη δικαίωσή του, έρχεται να τον παραλάβει.
Το επίκαιρον της Ερωφίλης
Ένα έργο σαν την Ερωφίλη, με τόσο βαθιά και αληθινά νοήματα, δεν μπορεί παρά να χαρακτηριστεί διαχρονικό και να συνεχίζει να αξιοποιείται καλλιτεχνικά και εκπαιδευτικά αιώνες μετά τη δημιουργία του. Αποτελεί έργο-«μνημείο» της λαϊκής μας κληρονομιάς και συγχρόνως έργο του ευρωπαϊκού πολιτισμού, καθώς περιέχει πλήθος αναγεννησιακών στοιχείων και δεν υστερεί σε τίποτα από έργα που γράφηκαν από διάσημους θεατρικούς συγγραφείς της Δύσης τον καιρό εκείνο.
Η πανάρχαια διάθεση των Ελλήνων για στοχασμό, η σχέση τους με το αρχαιοελληνικό μέτρο (το οποίο και υπερέβη ο αλαζόνας βασιλιάς, γι’ αυτό και τιμωρήθηκε), η σύνθεση του χορού του συγκεκριμένου κρητικού δράματος (που αποτελείται από κορασίδες οι οποίες μας θυμίζουν χορό αρχαίας τραγωδίας), η τραγική ειρωνεία, η μη εμφάνιση των εγκληματικών σκηνών στον θεατρικό χώρο και χρόνο, είναι στοιχεία που συνθέτουν την εθνική μας ταυτότητα και τα έχουμε ενσωματώσει στη συλλογική μας μνήμη ως στοιχεία του πολιτισμού μας.
Η Ερωφίλη είναι και ένα έργο μνήμης. Ο αριστοτεχνικά δοσμένος μονόλογος του Χάροντα που κάνει λόγο για περασμένα μεγαλεία, για το κλέος της Αθήνας, για την παγκόσμια κυριαρχία του Αλέξανδρου του Μακεδόνα, αλλά και για έργα ανυπέρβλητης αξίας της κλασικής αρχαιότητας, όπως τον συναντάμε στον Πρόλογο, θυμίζει στο φιλοθέαμον κοινό (και το αναγνωστικό) τις ρίζες του. Η χωροταξική τοποθέτηση του έργου στην Αίγυπτο ίσως γίνεται σκόπιμα για τη σύνδεση με τα ελληνιστικά βασίλεια των διαδόχων του Αλεξάνδρου. Η μνήμη θανάτου (Memonti mori) που εκφράζεται διά στόματος Χάροντα συνδέει το αρχαιοελληνικό μέτρο με τη χριστιανική προτροπή και στάση ζωής προς αποφυγήν κάθε είδους αμαρτίας (αστοχίας) «κράτα τον νου σου στον Άδη»5 και με το «πάντα ματαιότης τα ανθρώπινα».
Το πάθος για την εξουσία και η φθορά που προκαλεί στους ανθρώπους που την λατρεύουν, οι σχέσεις των δύο φύλων, η έμφυλη σιωπή και η γυναικεία αλληλεγγύη, ο θυμός που αποβαίνει σε λανθασμένο χειρισμό των καταστάσεων, η καταδίκη της λυσσαλέας δίψας για πλουτισμό και για επίδειξη, το εφήμερο της ομορφιάς (και το μη εξαγοράσιμο, επίσης) και η κοινή μοίρα των ανθρώπων –δηλαδή ο θάνατος– είναι μερικά μόνο από τα στοιχεία που σφραγίζουν την επικαιρότητα του έργου και το καθιερώνουν ανάμεσα στα θεατρικά έργα-αριστουργήματα (masterpieces) της ελληνικής και παγκόσμιας γραμματείας.
Αλεξία Ιωαννίδου
MSc Διοίκηση Πολιτιστικών Μονάδων