«Ο Βίρβος πήρε το λαϊκό τραγούδι από το μισοσκόταδο των υπογείων και το περιθώριο, και με τα φτερά της μουσικής του Τσιτσάνη και του Καλδάρα, το άπλωσε σε πολιτείες και σε χωριά […] κάνοντάς το τραγούδι ολόκληρου του ελληνικού λαού». Τα παραπάνω λόγια ανήκουν στον Λευτέρη Παπαδόπουλο και αφορούν φυσικά τον σπουδαίο στιχουργό Κώστα Βίρβο. Τον δημιουργό, που έτερος μεγάλος του χώρου, ο Μάνος Ελευθερίου, έχει χαρακτηρίσει το πέρασμα του «ευλογία» για το τραγούδι.
Και αν έχετε στο μυαλό σας την εικόνα ενός λαϊκού ανθρώπου με λιγοστές γνώσεις που μεγάλωσε στη φτώχεια (αμάν αυτά τα στερεότυπα), στην περίπτωση του Βίρβου, δεν υφίστανται.
Υπήρχαν χρήματα από την οικογένεια, αλλά ο στιχουργός είχε από μικρός καλλιτεχνικές ανησυχίες. Και στην ουσία τις μετέδωσε στη γραφή του, που όμως παρέμεινε αυστηρά στο λαϊκό τραγούδι. Στην απλότητα και στην αμεσότητά του.
«Μα εγώ δεν ζω γονατιστός»
Σαν σήμερα λοιπόν, το 1926, στα Τρίκαλα έρχεται στον κόσμο ο πρωτότοκος της οικογένειας Βίρβου, ο Κώστας. Καθώς μεγάλωνε, το αρχικό του όνειρο ήταν να γίνει σκηνοθέτης. Έλα όμως που δεν ήταν και το πιο ήσυχο παιδί στον κόσμο. Γι’ αυτό ο πατέρας του τον έστειλε στην Κοργιαλένειο Σχολή Σπετσών.
Ο πόλεμος του 1940 έκλεισε τη Σχολή, και ο Κώστας συνέχισε τις σπουδές του στο Γυμνάσιο Τρικάλων. Εκεί γνώρισε τον Απόστολο Καλδάρα.
Το 1943 ήρθε στην Αθήνα για να σπουδάσει στο Πάντειο, και μαχητικός καθώς ήταν, γρήγορα πέρασε στις γραμμές της Εθνικής Αντίστασης. Από τις πιο δυνατές εμπειρίες που έκανε τραγούδι, ήταν όταν συνελήφθη, 18 ετών, να γράφει αντιστασιακά συνθήματα. Τον χτύπησαν, τον βασάνισαν κρεμασμένο ανάποδα, κάνοντάς του φάλαγγα. Τότε μπήκε ο σπόρος για το τραγούδι «Της γερακίνας γιος» («Μα εγώ δεν ζω γονατιστός») που έντυσε μουσικά, πολλά χρόνια αργότερα, ο Βασίλης Τσιτσάνης. Οσο για τον πατέρα του, πλήρωσε 800 χρυσές λίρες για να τον απελευθερώσει.
Για την ιστορία, το 1975 που συμπεριέλαβε ο Τσιτσάνης το τραγούδι στο δίσκο Σκοπευτήριο, όταν ο Βίρβος του πρότεινε να το πει η Βίκυ Μοσχολιού, εκείνος απάντησε: «Τι λες Κώστα; Αυτό το τραγούδι είναι η ψυχή μου. Θα αφήσω την ψυχή μου να την πει άλλος; Εγώ θα το πω».
«Παραλάβατε διορισμό»
Ακολουθεί η στρατιωτική του θητεία. Ως φαντάρος στο Καϊμακτσαλάν, στέλνει μέσω ασυρμάτου στον Καλδάρα (που υπηρετούσε στο Σιδηρόκαστρο) στίχους όπως το «Γιατί πονάς και βασανίζεσαι». Και το 1954 διορίζεται στο υπουργείο Οικονομικών, που ήταν η κύρια δουλειά του. Ξέρετε, η σιγουριά μιας μόνιμης εργασίας.
Φυσικά το τραγούδι ποτέ δεν πέρασε σε δεύτερη μοίρα, ούτε οι αγώνες γι’ αυτό.
Τι εννοούμε; Οι στιχουργοί τη δεκαετία του 1950 έδωσαν αγώνα για να αναγράφονται τα ονόματά τους – κάτι που δεν έκανε ο συνθέτης Μπάμπης Μπακάλης, με τον οποίο έκαναν επιτυχίες. Τότε ο Βίρβος πήγε στη θρυλική «Τριάνα» να γνωρίσει τον Τσιτσάνη, δίνοντας δύο τραγούδια. Λίγο μετά, ο συνθέτης του ζήτησε «ένα εξωτικό» για να το τραγουδήσει η Μαρίκα Νίνου. Ετσι ο Βίρβος επινόησε τη «Ζαΐρα».
Μια μέρα είπε στον συνθέτη ότι το «θα ’ρθω να σε κλέψω κάποια βραδιά απ’ την αγκαλιά του μαχαραγιά» δεν ήταν σωστό, γιατί μαχαραγιάδες είχαν στην Ασία, ενώ αυτός αναφερόταν στην Αφρική. Όμως ο Τσιτσάνης του απάντησε: «Τι Αφρική, τι Ασία, κοντά είναι».
https://www.youtube.com/watch?v=2MDKBFdM1Xg
Οι μεγάλες συνεργασίες
Ο Κώστας Βίρβος είναι πια στην πρώτη γραμμή των δημιουργών. Και ανάμεσα στα περιστατικά που του συνέβησαν, ήταν και το παρακάτω: Όταν ο Χρήστος Λεοντής ολοκλήρωσε μουσικά την «Καταχνιά», ο Βίρβος πρότεινε για ερμηνευτές το δίδυμο Καζαντζίδη–Μαρινέλλα. Αλλά «ο Καζαντζίδης δεν ήταν πρόθυμος να την αφήσει να έχει δικές της σόλο ερμηνείες…». Τότε, ο στιχουργός επιστράτευσε το χιούμορ: «Μα καλά Στέλιο. Θες να τραγουδήσεις εσύ το “Γιατί να γίνω μάνα;”».
Όσον αφορά το έργο του, ο Βίρβος είχε σαν πηγή έμπνευσης μεταξύ άλλων τους απόκληρους και κυνηγημένους.
Το τραγούδι «Στις φάμπρικες της Γερμανίας» ήταν το πρώτο που μιλούσε για τη μετανάστευση. Ο Καζαντζίδης, φοβούμενος τη δύναμη του τραγουδιού, άλλαξε τον στίχο, κι από «Στις φάμπρικες της Γερμανίας», τον έκανε «Στον Καναδά, στη Βραζιλία», για να το μαλακώσει. Το «Μας παίρνεις απ’ τον τόπο μας», το άλλαξε στο «Μας πήρες απ’ τον τόπο μας», για να μη φαίνεται ότι συνεχίζεται η αιμορραγία της μετανάστευσης. Όλα αυτά για το φόβο της λογοκρισίας.
Παράλληλα ο Βίρβος ήταν ο πρώτος λαϊκός στιχουργός που καταργώντας τις όποιες διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στα διάφορα είδη τραγουδιού, πέρασε με άνεση στο λεγόμενο έντεχνο τραγούδι. Αρχικά συνεργαζόμενος με τον Μίκη Θεοδωράκη, και ακολούθησαν Λεοντής, Πλέσσας, Μαρκόπουλος, και γενικότερα με τους κορυφαίους.
Το 1984 μαζί με τον Θεόδωρο Δερβενιώτη, γράφουν τα μισά τραγούδια του δίσκου Εξ αδιαιρέτου με ερμηνευτή τον Μανώλη Μητσιά. Οι δυο δημιουργοί απέδειξαν ότι αντέχουν στο χρόνο, όμως σιγά -σιγά αλλάζει η μουσική βιομηχανία και περνάνε στην εφεδρεία.
Η αναγνώριση
Ο Βίρβος τιμήθηκε από δύο Προέδρους Δημοκρατίας της Κύπρου και τον Ραδιοτηλεοπτικό Οργανισμό ΡΙΚ της Μεγαλονήσου, από τα πανεπιστήμια Αθηνών, Ιωαννίνων και Πειραιώς, από τον Φιλολογικό Ιστορικό Λογοτεχνικό Σύνδεσμο (ΦΙΛΟΣ) Τρικάλων, από τους πολιτιστικούς φορείς δεκάδων δήμων της χώρας και του εξωτερικού.
Στην γενέτειρα πόλη του, τα Τρίκαλα, ένας δρόμος της πόλης και ένα Δημοτικό Σχολείο έχουν λάβει το όνομά του, ως απόδοση τιμής στην προσφορά του, ενώ εκθέματα από τη ζωή και το έργο του εκτίθενται σε τρία μουσεία.
Εξέδωσε τρία βιβλία, ενώ εκτός δουλειάς έζησε μια ήσυχη οικογενειακή ζωή.
Α, και πήγαινε πολύ θέατρο μαζί με τη σύζυγο του. Οι παλιές αγάπες, όπως η σκηνοθεσία, δεν ξεχνιούνται.
Σπύρος Δευτεραίος