Περιπτώσεις αρχαιοκαπηλίας που έλαβαν χώρα κυρίως στη βόρεια Ελλάδα και θυμίζουν ταινίες αστυνομικού θρίλερ, με λεία αρχαία χρυσά στεφάνια, χιλιάδες πολύτιμα νομίσματα –όπως το σπάνιο οκτάδραχμο– και αρχαία αντικείμενα, αλλά και πλαστογραφημένα έργα τέχνης του Πικάσο και του Τζάκσον Πόλοκ, που επιχείρησαν μάλιστα οι δράστες να πουλήσουν για 12 εκατομμύρια ευρώ, περιέγραψε με λεπτομέρειες ο προϊστάμενος της υποδιεύθυνσης Προστασίας Περιουσιακών Δικαιωμάτων, Πολιτιστικής Κληρονομιάς και Περιβάλλοντος, αστυνομικός υποδιευθυντής Δημήτριος Παπαοικονόμου στο πλαίσιο ειδικών αφιερωμάτων με θέμα την πλαστογραφία από την Αρχαιότητα μέχρι σήμερα, που διοργάνωσε το απόγευμα της Τετάρτης το Τελλόγλειο Ίδρυμα στο περιθώριο της έκθεσης «Η κρυφή γοητεία της πλαστογραφίας και Fake (f)or Real (Ψεύτικο για αληθινό;)».
«Το 2000 ένα χρυσό μακεδονικό στεφάνι με φύλα και καρπούς χρυσούς, που βρέθηκε στην Απολλωνία, παρέδωσε ιδιώτης στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Θεσσαλονίκης.
»Τελικά όμως ο συγκεκριμένος άνδρας αποδείχθηκε πως επιχείρησε το προηγούμενο χρονικό διάστημα να πουλήσει το συγκεκριμένο στεφάνι σε αστυνομικούς της υπηρεσίας μας, που του παρουσιάστηκαν ως αγοραστές. Έτσι, παρά το γεγονός ότι παρέδωσε το στεφάνι στο Μουσείο, παρέμεινε στη φυλακή για πέντε χρόνια», είπε χαρακτηριστικά.
Αναφερόμενος στο έργο της Υποδιεύθυνσης, ο Δ. Παπαοικονόμου σημείωσε πως «υπάρχουν δύο εξειδικευμένα τμήματα σε όλη την Ελλάδα. Ένα είναι στη Διεύθυνση Ασφάλειας Θεσσαλονίκης και ένα στη Διεύθυνση Ασφάλειας Αττικής. Είναι εξειδικευμένα τμήματα και έχουν ιδρυθεί και λειτουργούν από το 1984. Η υπηρεσία μας χειρίζεται υποθέσεις παράνομης διακίνησης και κλοπής έργων τέχνης και αρχαιοτήτων και επί της ουσίας εφαρμόζει το νόμο 4858/2021. Διαχειριζόμαστε υποθέσεις σε όλη την ελληνική επικράτεια, κυρίως όμως στους νομούς Θράκης, Μακεδονίας, Θεσσαλίας, Ηπείρου και συνεργαζόμαστε με χώρες του εξωτερικού και αντίστοιχους συναδέλφους στο εξωτερικό».
Στο τρίτο αφιέρωμα, με θέμα «Επιτυχίες της Ελληνικής Αστυνομίας – Εξάρθρωση κυκλώματος εμπορίας πλαστών έργων», συμμετείχε και η προϊσταμένη Διεύθυνσης Τεκμηρίωσης και Προστασίας Πολιτιστικών Αγαθών του Υπουργείου Πολιτισμού Βασιλική Παπαγεωργίου η οποία τόνισε πως «συχνά πολίτες, εφαρμόζοντας τις διατάξεις του αρχαιολογικού νόμου, προχωρούν στη δήλωση κινητών μνημείων ζητώντας την άδεια κατοχής τους. Τα αντικείμενα αυτά μπορεί να είναι οικογενειακά κειμήλια, να προέρχονται από τυχαία ανεύρεση ή να έχουν αγοραστεί στο εξωτερικό και να έχουν εισαχθεί στην Ελλάδα πολλές φορές.
»Ανάμεσα στα αντικείμενα που δηλώνονται εντοπίζονται νεότερες απομιμήσεις, κάποιες από τις απομιμήσεις αυτές γίνονται άμεσα αντιληπτές με το μακροσκοπικό έλεγχο, την αυτοψία δηλαδή, ενώ άλλες μετά από τη διενέργεια αναλύσεων στα εργαστήρια των μουσείων.
»Στην περίπτωση αυτή μπορούμε να θεωρήσουμε ότι ο πολίτης που έχει στα χέρια του αντίγραφα αρχαίων έργων έχει διαπράξει το έγκλημα της κιβδηλείας. Αν και η απάντηση φαίνεται προφανής, ωστόσο δεν είναι. Το 2012 το θέμα απασχόλησε την διοίκηση και το Υπουργείο Πολιτισμού, τη Διεύθυνση και έθεσε ερώτημα στο Νομικό Συμβούλιο του Κράτους».
«Σύμφωνα με τη γνωμοδότηση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, η διοίκηση πρέπει να παραπέμπει στον εισαγγελέα κάθε πολίτη που έχει αντίγραφα ή από μνήματα μνημείων, καθώς είναι ο μόνος αρμόδιος να κρίνει αν η πράξη αυτή είναι αξιόποινη ή όχι. Η διοίκηση ωστόσο που έθεσε το ερώτημα και προκάλεσε τη γνωμοδότηση, εισηγήθηκε στον αρμόδιο υπουργό τη μη αποδοχή της, διότι εκ προοιμίου αντιμετωπίζονται ως εγκληματίες όσοι καλή τη πίστει, αιτούνται άδεια κατοχής αρχαίων, μεταξύ των οποίων εν αγνοία τους περιλαμβάνονται και κίβδηλα», διευκρίνισε.
Αναφερόμενη στις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι εργαζόμενοι στην υπηρεσία, υπογράμμισε πως τα αντικείμενα πρέπει να επιστρέφουν στην Ελλάδα, και αν προκύπτουν στοιχεία, τότε πρέπει να γίνονται όλες οι απαραίτητες εργαστηριακές έρευνες για τη διαπίστωση της αυθεντικότητας τους.
Ο τμηματάρχης του Τμήματος Προστασίας Περιουσιακών Δικαιωμάτων, αστυνομικός υποδιευθυντής Κωνσταντίνος Λιάνος, μιλώντας για την «εξέλιξη της απάτης και της πλαστογραφίας από το παρελθόν στην εποχή της μετανεωτερικότητας», εξήγησε πως η απάτη πλέον μπορεί να ξεκινήσει από κάθε γωνιά του κόσμου, με συνεργούς σε αλλά σημεία του πλανήτη και με τη χρήση της τεχνολογίας, της τεχνητής νοημοσύνης και μη γνήσιων εγγράφων να εξαπατηθούν ανυποψίαστοι πολίτες.
Συγκεκριμένα, σημείωσε πως «πλέον σε υποθέσεις απάτης και πλαστογραφίας, ο δράστης μπορεί να βρίσκεται σε μια χώρα όπως το Ισραήλ. Ο συνεργός του μπορεί να βρίσκεται στην Κύπρο, το θύμα να είναι στην Ελλάδα, να καταφέρουν να εξαπατήσουν το θύμα και να αποκτήσουν πρόσβαση στον υπολογιστή ή στο κινητό ή στο τάμπλετ και να αποκτήσουν πρόσβαση στους τραπεζικούς του λογαριασμούς και να μεταφέρουν τα κεφάλαιά του σε μια άλλη χώρα. Πλέον τα μετατρέπουν σε κρυπτονομίσματα. Ο πάροχος των κρυπτονομισμάτων μπορεί να βρίσκεται στην Αγγλία.
»Το άτομο που άνοιξε το λογαριασμό να βρίσκεται στη Λετονία και συνήθως αυτό το άτομο είναι ένας αχυράνθρωπος, δηλαδή ένα άτομο που δεν έχει λειτουργική επαφή με την πραγματικότητα και χρησιμοποιούν οι δράστες τα στοιχεία της ταυτότητάς του για να ανοίξουν λογαριασμός, όπως μπορεί να συμβεί με έναν χρήστη ναρκωτικών, με κάποιον άστεγο, έναν παράνομο μετανάστη. Αυτή είναι μια τυπική πλέον μορφή ηλεκτρονικής απάτης, όπως και η αποστολή κάποιων λινκ».
«Με την απομίμηση και την πλαστογράφηση πλήττεται η δημόσια πίστη», όπως είπε και «αυτό που βλέπουμε όταν έρχεται το θύμα στην Αστυνομία, είναι ότι πλήττεται το αίσθημα της ασφάλειας και κλονίζεται η πίστη του για τη Δικαιοσύνη. Οι εγκληματίες είναι ευγενικοί, με ευγλωττία, εντυπωσιακή καλλιέργεια και θεατρικότητα, είναι έξυπνοι και στοχεύουν στο επηρεασμό του συναισθήματος και τον περιορισμό της λογικής. Δεν έχουν ηθικούς ενδοιασμούς και το θύμα για αυτούς είναι ένα εμπόδιο για το οικονομικό τους όφελος, δεν έχουν ενσυναίσθηση», ανέφερε χαρακτηριστικά ο Κ. Λιάνος.