Κοντάκιο του Αγίου Ρωμανού του Μελωδού με ακροστιχίδα: «του ταπεινού Ρωμανού». Διαβάστε το Μέρος Α’ και το Μέρος Β’.
Ελεύθερη απόδοση στη σύγχρονη μορφή της γλώσσας μας από τον Θεόφιλο Πουταχίδη.
ιγ’. Αυτά ακούει ο Θανατάς, κραυγή μεγάλη βγάζει
κι έπειτα τρέχει γρήγορα και πιάνει από το χέρι
τον Άδη
και στεκόντουσαν αντάμα χέρι-χέρι και βλέπαν μπρος στα μάτια τους τα τρομερά και φοβερά που γίναν εκεί πέρα.
Του Θεού ο Υιός ανάδινε μια θεϊκή ευωδία, και τούτη πήγε κάλυψε του φίλου Του το σώμα και σαν να το διαπέρασε.
Έμοιαζε λες και τ’ άλλαζε, το ετοίμαζε το σώμα στην κλήση ν’ ανταποκριθεί του μόνου Ζωοδότη.
Οι τρίχες μπαίναν στη σειρά, το δέρμα υφαινότανε ‒γινόταν πάλι ακέριο‒
κι όλα τα σπλάγχνα του ξανά με τάξη συγκροτούνταν.
Οι φλέβες του φουσκώνανε, γέμιζαν πάλι με αίμα,
κι οι αρτηρίες φτιάχνονταν ξανά όπως τους πρέπει
για να ετοιμαστεί ο Λάζαρος, όταν σε λίγο θα κληθεί κι αμέσως
θα αναστηθεί κι ολόρθος πάλι θα σταθεί κι αυτό θα μολογήσει:
«Ζωή κι Ανάσταση είσαι Εσύ».
ιδ’. Ο Άδης και ο Θάνατος μόλις τα βλέπουν όλα αυτά
να γίνονται μπροστά τους, βαριά ψυχοπονέσανε και λέγαν μεταξύ τους:
«Πάει η μπογιά μας… πέρασε· κι η εξουσία που ’χαμε περίπατο έχει πάει.
»Με τη βαφή ο σιδηρουργός το εύθρυπτο το μέταλλο σκληρό σπαθί το κάνει·
»και τώρα ο Δημιουργός, με την ταφή ομοίως: την εύθραυστή τους τη ζωή άφθαρτη πια την κάνει.
»Έγινε το μνήμα νήμα και το κόβει ο καθένας δίχως κόπο, δίχως ζόρι·
»κι όποιον απ’ τους πεθαμένους άμα θέλεις φέρνει πίσω: θες αδέρφι, θες τον γιο σου, την κορούλα σου; ποιον θέλεις;
»Κι έτσι μάς περιγελούνε ‒ποιοι;‒ οι από πηλό φτιαγμένοι!
»“Πάρτε κόσμε” έχουμε γίνει! Και ελεύθεροι και δούλοι, όποιος θέλει, όποιον θέλει έρχεται και μάς τον παίρνει.
»Κατοικείς μήπως στη γη; Για μήπως στον ουρανό; Μην ανησυχείς καθόλου, γιατί όπου και να είσαι,
»μια κουβέντα σου αρκεί κι όποιος πεθαμένος θέλεις άμεσα
»θα αναστηθεί κι ολόρθος πάλι θα σταθεί κι αυτό θα μολογήσει:
»“Ζωή κι Ανάσταση είσαι Εσύ”.
ιε’. »Όπως ο Ηλίας κάποτε… βροτός ήταν ο άνθρωπος, από πηλό φτιαγμένος.
»Κι όμως, καθώς το θέλησε, από νεκρό ανασταίνει τον γιο μιας χήρας που ’τυχε να τον φιλοξενήσει.
»Τροφή και στέγη του ’διναν, και το λογαριασμό του στο τέλος ποιος τον πλήρωσε; Εμείς! Καταλαβαίνεις;
»Θέλεις να ξέρεις την τιμή που κόστισε όλη η τροφή που του μαγείρευε η φτωχή; Εμείς του τα πληρώσαμε, εμάς έλα και ρώτα!
»Ξέρεις πώς λέγεται αυτό; Στον Προφήτη διατροφή, στον Θάνατο καταστροφή· εγώ έτσι το λέω.
»Την έπαθε ο Θάνατος, την έπαθε κι ο Άδης, γιατί ήταν επιτακτικό κι οι δυο να επιστρέψουν εκείνο το μικρό παιδί που πέθανε απ’ το πλάκωμα
»που έφεραν τα δάκρυα και το βαρύ ανάθεμα όλων των πεινασμένων.
»Η γη καταστρεφότανε· πείνα πολλή και δίψα, κι από βροχή δεν έπεφτε ούτε μισή σταγόνα.
»Μα ο αγνός ο άνθρωπος, εκείνος ο Προφήτης, μες στη χαρά, στον κόσμο του,
»στη χήρα έτσι είπε: “πώς λες; τον γιο σου αποζητάς; έννοια σου, μην φοβάσαι,
»”θα αναστηθεί κι ολόρθος πάλι θα σταθεί κι αυτό θα μολογήσει:
»”Ζωή κι Ανάσταση είσαι Εσύ”.
ιϛ’. »Η νέα ήττα που φάγαμε, μάς κάνει να ξεχνάμε κάτι γκρεμοτσακίσματα
»παλιά που ’χαμε πάθει· κι έτσι, λοιπόν, ξεχάσαμε… λες και δεν τρέχει τίποτα
»ό,τι μας έκαναν παλιά εκείνος ο Ηλίας κι ο διάδοχός του σαν κι αυτόν, ο άλλος ο Ελισσαίος.
»Κακώς… γιατί έχουμε πάνω μας ακόμα τα σημάδια απ’ τις πληγές που πήραμε από αυτούς τους δύο.
»Του Ελισσαίου ειδικά… τέτοια μεγάλα θαύματα δεν είναι να ξεχνιούνται.
»Και ζωντανός σαν ήτανε, σήκωσε πεθαμένο· αλλά και όταν πέθανε, άρπαξε κάποτε νεκρό απ’ τα χέρια του θανάτου
»και στη ζωή τον γύρισε μόλις τον αποθέσανε πάνω στο λείψανό του.
»Κι όλοι που τα ’χαν δει αυτά, το είχανε για σίγουρο πως δεν πεθαίνουν οι πιστοί, δεν χάνεται ούτε ένας.
»Ζουν και θα ζούνε πάντοτε· κι αν τύχει
»και θα γαντζωθούν απ’ των Αγίων τα σώματα, απ’ τα Άγια λείψανά τους, κάθε πιστός
»θα αναστηθεί κι ολόρθος πάλι θα σταθεί κι αυτό θα μολογήσει:
»“Ζωή κι Ανάσταση είσαι Εσύ”».
ιζ’. Έτσι λοιπόν κλαιγόντουσαν κι αυτά τα λόγια είπαν, βαριά αναστενάζοντας
με πόνο και με πίκρα, καθώς σηκώθηκε ο νεκρός.
Θρηνούσαν για του λόγου τους, για όλα όσα τους βρήκαν.
Από την άλλη ο Πλάστης, πήγε μπροστά και στάθηκε στον τάφο εκεί που κείτονταν αυτός οπού για χάρη του έκανε τόσο δρόμο.
Αφού όμως βέβαια πιο πριν, δήθεν είχε ρωτήσει πού θάφτηκε ο Λάζαρος.
Επίτηδες το ρώτησε με δόση ειρωνείας… Δεν το ’ξερε λέτε Αυτός που έπλασε τον άνθρωπο με τα ίδια Του τα χέρια;
«Πού θάφτηκε ο Λάζαρος;», ρωτάει, και ζητάει αυτό που ξέρει να Του πουν και να το μολογήσουν.
Είχε το ίδιο νόημα μ’ εκείνο το «Πού είσ’ Αδάμ;» που ’χε παλιά ρωτήσει.
Γι’ αυτό, έτσι τώρα ρώταγε: «Ο Λάζαρος πού είναι;»,
Αυτός που λίγη ώρα πριν τη Μάρθα πληροφόρησε με πάσα βεβαιότητα ότι ο αδερφός της
θα αναστηθεί κι ολόρθος πάλι θα σταθεί κι αυτό θα μολογήσει:
«Ζωή κι Ανάσταση είσαι Εσύ».
ιη’. Μέγας είσαι Συ Κύριε, ο Εύσπλαχνος Πατέρας των τέκνων Σου των ταπεινών
που σήκωσες τον Λάζαρο λες και καθόταν σε σκαλί μέσα από το μαύρο του ταφί
και του ’δωσες ξανά ζωή μόνο με τη φωνή Σου.
Σε όσους ήδη φτάσανε πριν από μας κοντά Σου, αξίωσέ τους να ιδούν χαρούμενο, αγαπητικό το Θείο Πρόσωπό Σου.
Σ’ εμάς πάλι που είμαστε μέσα στη βιοπάλη, κάνε να τον περάσουμε όσον καιρό μας μένει μέσα στην ησυχία Σου.
Κι ας είν’ σε Σένα αρεστό το τέλος μας σαν θα ’ρθει, ώστε όμοια και μέσα στη ζωή κι αφού αναχωρήσουμε απ’ τον παρόντα βίο,
πάντα να πορευόμαστε κατά το θέλημά Σου.
Ένα Σου νεύμα, Δέσποτα, μια διάτα, μια κουβέντα… Να ’τανε, λέει, στο θέλημα Σ’, Θεέ μου να σωθούμε!
Γιατί, αυτόν που Σ’ αγαπά δεν θα το επιτρέψεις να πάει ο δόλιος να χαθεί·
αντίθετα, μες στη ζωή Συ θα τον οδηγείς, κι όταν πεθάνει τον καλείς και τότε
θα αναστηθεί κι ολόρθος πάλι θα σταθεί κι αυτό θα μολογήσει:
«Ζωή κι Ανάσταση είσαι Εσύ».