Η τέχνη ήταν κυρίαρχο στοιχείο στη ζωή του Αλέξανδρου Ιόλα. Από τότε που ξεκίνησε ως χορευτής έως τότε που έγινε από τους μεγαλύτερους συλλέκτες τέχνης, επέβαλε δημιουργούς και τάσεις αλλάζοντας το χώρο. Έζησε 10 ζωές αλλά ήρθε η ελληνική καφρίλα της δεκαετίας του 1980 να τον γειώσει και στην ουσία να τον λεηλατήσει.
Και αυτό είναι το σωστό ρήμα, αφού η κατάσταση συνεχίστηκε και μετά θάνατον.
To ανάκτορο στην Αγία Παρασκευή, που θα μπορούσε να γίνει ένας χώρος τέχνης, μετατράπηκε σε κρανίου τόπος με άφαντη τη σημαντικότατη συλλογή του αλλά και την γκαρνταρόμπα του.
Ειρωνεία της τύχης: Τη δεκαετία του ’20, η γιαγιά του του είχε πει: «Πήγαινε στη Γερμανία ή τη Γαλλία, ποτέ στην Ελλάδα». Δυστυχώς τα λόγια της επαληθεύτηκαν.
Ο Κωνσταντίνος που έγινε Αλέξανδρος
Κωνσταντίνος Κουτσούδης είναι το πραγματικό του όνομα και γεννήθηκε σαν σήμερα το 1908 στην Αλεξάνδρεια. Αιγυπτιώτης λοιπόν που ανήκε στην οικονομική ελίτ της κοινότητας, αλλά μεγαλώνοντας δεν θέλησε να συνεχίσει την ανθηρή οικογενειακή επιχείρηση βαμβακιού. Στα 18 του, το 1926, ήρθε στην Ελλάδα παίρνοντας μαζί του δέκα χρυσές λίρες και τρεις συστατικές επιστολές του Κωνσταντίνου Καβάφη (για τον Παλαμά, τον Σικελιανό και τον Μητρόπουλο), αλλά και το δίλημμά του τι θα γίνει. Πιανίστας ή χορευτής;
Βιώνει την ανεμελιά της νιότης του στην Αθήνα και μπαίνει σε ένα κλαμπ ισχυρών ανθρώπων. Κοτοπούλη, Σικελιανός, Νέλλη Σουγιουλτζόγλου-Σεραϊδάρη (Nelly’s).
Το 1929 βρίσκεται στο Βερολίνο, αυτήν τη φορά με μια επιστολή του Δημήτρη Μητρόπουλου προς τον σκηνογράφο της όπερας Πάνο Αραβαντινό. Είναι χορευτής, βιώνει την ελευθερία του Μεσοπολέμου, αλλά η άνοδος του Ναζισμού τον κάνει να φύγει στο Παρίσι. Χαρισματικός, επικοινωνιακός, συναναστρέφεται και εκεί με την ελίτ.
Το 1940 συνδέθηκε με τη Θεοδώρα Ρούσβελτ, εγγονή του Αμερικανού προέδρου, η οποία τον «βάφτισε» Αλέξανδρο Ιόλα.
Έστησαν ένα μπαλέτο κι έφυγαν για περιοδεία στη Βραζιλία. Έμειναν μαζί μέχρι το 1943, και λίγο μετά αποφάσισε να εγκαταλείψει το χορό. Θα παντρεύονταν, αλλά η οικογένειά της δεν ενέκρινε τον νεαρό Έλληνα χορευτή.
Ο Γουόρχολ και οι άλλοι
Η ενασχόλησή του με την τέχνη άρχισε στα χρόνια του Παρισιού. Το 1931, περνώντας έξω από μια γκαλερί, έμεινε εκστασιασμένος μπροστά σε έναν πίνακα του Τζόρτζιο Ντε Κίρικο. Μπήκε μέσα, τον καπάρωσε, και χρειάστηκαν πέντε χρόνια για να τον ξεπληρώσει. Μαζί κέρδισε και τη φιλία του Ιταλού ζωγράφου, με τον οποίο εντρύφησε στον κόσμο του πνεύματος.
Το 1946 με τη βοήθεια της φίλης του δούκισσας Μαρία ντε Γκραμόν άνοιξε την πρώτη του γκαλερί στη Νέα Υόρκη, όπου παρουσίασε ατομικές εκθέσεις του Ρενέ Μαγκρίτ και του Μαξ Ερνστ, με τον οποίο τον συνέδεε μεγάλη φιλία και αλληλοεκτίμηση.
Το 1952 «ανακάλυψε» τον Άντι Γουόρχολ. Τον είχε δει να περνάει από τη γκαλερί του με μια μικρή τσάντα και έναν χαρτοφύλακα. Μια μέρα, αποφάσισε να τον ρωτήσει πού πήγαινε και τι κουβαλούσε. «Αυτό είναι το γεύμα μου», είπε ο άνδρας που αποδείχθηκε ότι ήταν ο Άντι Γουόρχολ, «και αυτά είναι τα σχέδια παπουτσιών μου, δουλεύω σε εκείνο το εργοστάσιο εκεί κάτω».
Ο Ιόλας έριξε μια ματιά στα σχέδια και του είπε ότι ήταν η τελευταία του μέρα που σχεδίαζε παπούτσια.
Η συζήτηση αυτή είχε ως αποτέλεσμα την έκθεση του Γουόρχολ το 1952 με σχέδια εμπνευσμένα από τα γραπτά του Τρούμαν Καπότε. Από εκεί και μετά, η πορεία ήταν μόνο ανοδική και θριαμβική.
Άνοιγε τη μία γκαλερί μετά την άλλη, ξεκινώντας με τη Γενεύη το 1963. Ακολούθησαν Παρίσι, Λονδίνο, Μιλάνο, Μαδρίτη, Βηρυτός. Είναι πλέον από τους ανθρώπους που ανεβάζουν και κατεβάζουν πρόσωπα και τάσεις στην τέχνη. Και φυσικά βιώνει μια μυθιστορηματική, κοσμοπολίτικη ζωή.
Ελληνικές περιπέτειες
Την δεκαετία του ’50 αγοράζει μια μικρή έκταση, στην έρημη τότε Αγία Παρασκευή. Όχι για μόνιμη κατοικία, αλλά για κάποιου τύπου μουσείο. Όσο περνάνε τα χρόνια η έκταση μεγαλώνει, όπως και η συλλογή του.
Η ιδέα να κληροδοτήσει τη συλλογή του στο κράτος και το σπίτι του ως μουσείο πήρε σάρκα και οστά μετά την πτώση της χούντας, το 1974, όταν ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής του είπε σε ένα δείπνο: «Εσύ είσαι πλούσιος και η χώρα μου είναι φτωχή και θέλω να κάνεις κάτι γι’ αυτό».
Ο Ιόλας απάντησε με σαφήνεια: «Θα χτίσω στην Ελλάδα το μεγαλύτερο μουσείο σύγχρονης τέχνης στον κόσμο».
Στη χώρα μας φυσικά συναναστρέφεται με την ελίτ, ενώ έχει γραφτεί ότι το 1954 υπήρξε και ένας από τους χρηματοδότες της Στέλλας του Μιχάλη Κακογιάννη με τη Μελίνα. Στη Μεταπολίτευση, και ιδιαίτερα μέσα από τις κοσμικές σελίδες του Ζάχου Χατζηφωτίου στον Ταχυδρόμο, αρχίζουν να εμφανίζονται οι πρώτες φωτογραφίες του. Και αν στο εξωτερικό η εμφάνισή του ήταν ξεχωριστή ή εξαντρικ, εδώ αρχίζουν τα πρώτα όχι πολύ καλόγουστα σχόλια. Μέχρι και στις επιθεωρήσεις της εποχής ακούγεται το όνομά του.
Το 1983 δίνει συνέντευξη στην Όλγα Μπακομάρου στο περιοδικό Γυναίκα, προκαλώντας σάλο αφού στην ουσία απαξιώνει –άδικα;– το γούστο αλλά και τους μύθους της ελληνικής τέχνης. Και από εκεί ξεκινάει ο πόλεμος, ενώ κάπου εκεί μπαίνει και ένας πρώην συνεργάτης του που πυροδοτεί τον τύπο με «πληροφορίες» για τον Ιόλα. Και όχι ανώδυνα πράγματα, αλλά ιστορίες για όργια μέχρι και για αρχαιοκαπηλία. Για το τελευταίο φτάνει μέχρι τις αίθουσες των δικαστηρίων όπου αθωώνεται πανηγυρικά και με αποδείξεις. Η είδηση περνάει φυσικά στα ψιλά.
Ούτε μετά το θάνατο
Για το κλίμα μίσους που επικρατούσε για τον Ιόλα αρκούν δύο περιστατικά. Το πρώτο έλαβε χώρα το 1984 όταν έγιναν τα εγκαίνια ενός χώρου όπου είχε παραχωρήσει 48 έργα σημαντικών καλλιτεχνών. Τα εγκαίνια εντάχθηκαν στα «Δημήτρια» και ο δήμαρχος Θεσσαλονίκης ήθελε να βγει το όνομα του Ιόλα από την πρόσκληση, τη στιγμή που άνοιγε έκθεση με τη συλλογή που είχε παραχωρήσει!
Το δεύτερο έγινε το 1985. Στην πρώτη του βιογραφία στα αγγλικά με τίτλ Iolas the Great, ο φίλος και βιογράφος του Νίκος Σταθούλης γράφει πως «Ένα πρωί, το 1985, ο Ιόλας τηλεφώνησε στον Άντι Γουόρχολ και του ζήτησε να δημιουργήσει μια ομάδα έργων εμπνευσμένων από τον Μυστικό Δείπνο του Λεονάρντο ντα Βίντσι (1495-97) για το Palazzo Stelline στο Μιλάνο. Ο Γουόρχολ ενθουσιάστηκε και απάντησε: “Δεν το πιστεύω ότι μου το ζητάς αυτό, έχω μια μικρή εικόνα του Μυστικού Δείπνου του Ντα Βίντσι πάνω από το κρεβάτι μου”. “Υπέροχα”, απάντησε ο Ιόλας, “οπότε συνέχισε. Αλλά αφήστε τη θέση του Ιούδα άδεια. Θα ήθελα να βάλω τους Έλληνες εκεί”».
Η κατρακύλα συνεχίζεται, με τον ίδιο να προσβάλλεται από AIDS.
Την ίδια περίοδο η Γαλλία τον τιμά με το μετάλλιο της Λεγεώνας της Τιμής, την ανώτατη διάκριση της χώρας, και τον καλεί ο Φρανσουά Μιτεράν να τον ξεναγήσει στη συλλογή του Ντομινίκ ντε Μενίλ σε μια έκθεση στο Παρίσι. Λίγο αργότερα ο Ιόλας μεταφέρθηκε στη Νέα Υόρκη ως ασθενής με AIDS. Η αδελφή του διορίστηκε διαχειρίστρια της περιουσίας του. Και από εκεί ξεκινά η λεηλασία.
Ποιος επίλογος;
Ο Αλέξανδρος Ιόλας έφυγε από την ζωή στις 8 Ιουνίου 1987. Όσοι έχετε δει τον Αλέξη Ζορμπά του Κακογιάννη θυμόσαστε το πλιάτσικο που έγινε στο σπίτι της Μαντάμ Ορτανς όταν πέθαινε. Κάτι τέτοιο συνέβη και με την περιουσία του Ιόλα.
Ήταν ο ίδιος άνθρωπος που κάθε Χριστούγεννα έστελνε ένα τσουρέκι μαζί με ένα φάκελο με χρήματα σε 1.000 παιδιά που αγνοούσαν την ύπαρξη και την ταυτότητά του. Ήταν ο ίδιος άνθρωπος που θέλησε να προσφέρει με την τέχνη στην αναβάθμιση της χώρας, αλλά από ένα σημείο και μετά του έκλεισαν την πόρτα «φίλοι» που ευεργετήθηκαν από αυτόν. Ήταν ο άνθρωπος που βίωσε την προδοσία εκ των έσω και που πολύ προφητικά ζήτησε από τον βιογράφο του να κυκλοφορήσει το βιβλίο με τη ζωή του 25 χρόνια μετά το θάνατό του, με την ελπίδα ότι κάτι θα έχει αλλάξει σε αυτήν τη χώρα.
Τα σπάνια έργα που είχε –και μιλάμε για δεκάδες χιλιάδες–, γύρευε πού πουλήθηκαν και πού βρίσκονται.
Το σπίτι στην Αγία Παρασκευή κατά καιρούς αγοράζεται ή νοικιάζεται με την υπόσχεση ότι κάτι καλό για τον πολιτισμό θα γίνει. Μένει όμως εκεί, ζωντανό μνημείο της απληστίας, της ζήλιας και του κτήνους που κάποιοι ούτε καν έκρυψαν ότι ήταν.
Σπύρος Δευτεραίος