Πολύς θόρυβος έγινε τελευταία με αφορμή τις δηλώσεις Ερντογάν για το 1974 και την Κύπρο. Είπε πως αν, τότε, η Τουρκία καταλάμβανε όλο το νησί, σήμερα δεν θα είχε πρόβλημα με την Κύπρο.
Οι αντιδράσεις περιστράφηκαν γύρω από το πώς ηγέτης μιας χώρας όπως η Τουρκία, με τις δηλώσεις του αδιαφορεί για το Διεθνές Δίκαιο και άλλα παρόμοια. Καταγίνονται με ηθικολογίες για τις οποίες ο Ερντογάν όχι μόνο αδιαφορεί, αλλά θα γελά.
Παρόλο που στην Ελλάδα υπάρχουν άνθρωποι που έχουν μελετήσει και έχουν αντιληφθεί τη φύση του τουρκικού καθεστώτος, οι κυβερνήσεις και το ΥΠΕΞ δεν φαίνεται να τους συμβουλεύονται.
Τη φύση του τουρκικού καθεστώτος περιέγραψε πολύ εύστοχα ο ίδιος ο Ερντογάν σε ομιλία του στη Σπάρτη (Μικρά Ασία). Είπε:
«Πίσω από κάθε σφραγίδα που έβαλαν οι Σελτζούκοι, οι Οθωμανοί και η Δημοκρατία της Τουρκίας σε αυτά τα εδάφη, και πίσω από κάθε έργο που μας εμπιστεύτηκαν ως κληρονομιά, υπάρχει ένας τόσο δύσκολος αγώνας. Αν προσπαθήσουμε να αρκεστούμε σε αυτά που μας άφησαν οι πρόγονοί μας, η ζωή μας σε αυτή την πατρίδα θα είναι σύντομη. Θα συνεχίσουμε προσθέτοντας συνεχώς όλο και περισσότερα σε αυτήν, πιο όμορφα και καλύτερα, ώστε να μπορέσουμε να δικαιώσουμε την εμπιστοσύνη που μας δόθηκε. Θα αφήσουμε στις επόμενες γενιές μια Τουρκία μεγαλύτερη, ισχυρότερη και πλουσιότερη, ώστε να μπορέσουν να βάλουν τον πήχη ψηλότερα».
Με απλά λόγια, η επιθετικότητα και ο επεκτατισμός είναι στη φύση του τουρκικού καθεστώτος από την εποχή των Σελτζούκων ως σήμερα. Πέρασε διάφορες φάσεις, αλλά η ουσία παραμένει ίδια.
Ο τουρκισμός στις ημέρες μας είναι ιδεολογία που έχει επιβληθεί επιτυχημένα σε ένα πλήθος λαοτήτων της Μικράς Ασίας. Καθορίστηκε, όσο και αν φαίνεται παράξενο, από έναν Κούρδο, τον Ζιγιά Γκιοκάλπ. Αν ο τουρκισμός αποβάλει τον εθνικισμό του, την επιθετικότητά του, την επεκτατικότητά του, τη μονολιθικότητά του, και αν επιτρέψει διαφωνίες ή διάλογο στα ουσιώδη που τον συνιστούν, δεν θα αποφύγει τη διάλυση. Γι’ αυτό η Τουρκία δεν θέλει να γίνει μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Χρησιμοποιεί επιδέξια τη διαδικασία ένταξης. Και οικονομικά και πολιτικά και διπλωματικά. Αλλά ως εκεί.
Ας μην έχουν ψευδαισθήσεις στην Αθήνα. Με την Τουρκία ειρηνική συνύπαρξη δεν νοείται, παρά μόνο με την επιβολή της μέσω ισχυρής στρατιωτικής ισχύος. Η Ελλάδα ή θα γίνει ισχυρή στρατιωτική δύναμη στην περιοχή ή θα δορυφοροποιηθεί από την Τουρκία. Η Τουρκία είναι επιθετική, θα παραμείνει επιθετική και δεν έχει πρόβλημα να το δηλώσει. Το πρόβλημα βρίσκεται σε αυτούς που δεν θέλουν να την πιστέψουν. Δυστυχώς η Αθήνα περιλαμβάνεται σε αυτούς.
Ο Ερντογάν, σήμερα, και οι εκφραστές του τουρκικού κράτους σε μονιμότερη βάση, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι εάν τους δοθεί η δυνατότητα θα καταλάβουν ολόκληρη την Κύπρο. Αλλά προς το παρόν δεν μπορούν. Και για λόγους διεθνών ισορροπιών και για λόγους στρατιωτικών δυνατοτήτων. Δεν είναι περίπατος, σήμερα, η κατάληψη του νησιού με την προϋπόθεση ότι θα φροντίσει την άμυνά του, τις πολιτικές και διπλωματικές συνεργασίες του αλλά και τις στρατιωτικές. Με τις στρατιωτικές εννοείται η συνεργασία με την Αθήνα με ένα αναθεωρημένο, στα σημερινά δεδομένα, δόγμα ενιαίου αμυντικού χώρου Ελλάδας-Κύπρου. Είναι απολύτως αναγκαίο. Δεν εξυπηρετεί, επίσης, και είναι επικίνδυνη και η αστάθεια στη Μέση Ανατολή. Η ειρήνευση στη Γάζα και η εξεύρεση λύσης στο Παλαιστινιακό εξυπηρετεί ζωτικά ελληνικά συμφέροντα.
Έτσι, λοιπόν, το πρόβλημα δεν είναι οι δηλώσεις Ερντογάν. Ήταν αναμενόμενες. Το πρόβλημα είναι η εγκατάλειψη της Κύπρου από την Αθήνα.
Αλλά και οι αθηναϊκές ψευδαισθήσεις σε σχέση με την Τουρκία. Χαρακτηριστικός εκφραστής αυτών των ψευδαισθήσεων που έχουν και κυβερνητική χροιά είναι ο καθηγητής Χρήστος Ροζάκης που πιστεύει πως μπορούν να βελτιωθούν οι ελληνοτουρκικές σχέσεις, ενδεχομένως, χωρίς σοβαρές απώλειες, και πώς η βελτίωσή τους πρέπει να προταχθεί του Κυπριακού. «Μπορούμε να προχωρήσουμε σε διάλογο με την Τουρκία και χωρίς την Κύπρο», δήλωσε πριν από λίγες ημέρες. Κανείς δεν εξεπλάγη, διότι η Αθήνα το κάνει εδώ και καιρό. Πληροφορίες φέρουν να έχει διαμηνυθεί στον Κύπριο πρόεδρο να τα βρει με την Τουρκία, διαφορετικά να πορευθεί μόνος του.
Η εγκατάλειψη της Κύπρου είναι η μια από τις δύο αναθεωρητικές επιλογές της κυβέρνησης Μητσοτάκη στα ελληνοτουρκικά. Η άλλη είναι ότι ενώ καταβλήθηκε μεγάλη προσπάθεια οι ελληνοτουρκικές σχέσεις να τεθούν στο ευρωπαϊκό και διεθνές τους πλαίσιο ο κ. Μητσοτάκης τις κατέστησε και πάλι διμερείς με δημόσια απαίτηση του Ερντογάν.
Ιστορικά ο Ερντογάν έχει δίκαιο στις δηλώσεις του για το 1974.
Όσοι έζησαν από κοντά το Κυπριακό τις κρίσιμες εκείνες ημέρες δεν έχουν καμιά αμφιβολία ότι η δικτατορική Αθήνα πρόδωσε την Κύπρο. Ακόμη και αν ξεπεράσουμε την υπόθεση με τα ελληνικά υποβρύχια που πήραν εντολή να απομακρυνθούν από την περιοχή την ώρα της απόβασης, οι εντολές που έδωσαν οι δικτάτορες ήταν να απομακρυνθεί ο στρατός προς τον νότο, αφήνοντας τις τουρκικές δυνάμεις να αποβιβαστούν με ασφάλεια.
Μόνο όσες μονάδες δεν είχαν επαφή με τους εντολείς τους έμειναν και πολέμησαν χωρίς σοβαρό οπλισμό και πολεμοφόδια. Κατάφεραν, τις πρώτες ημέρες, και καθήλωσαν τους Τούρκους. Η τουρκική επιχείρηση θα εξελισσόταν σε φιάσκο αν δεν υπήρχε προδοσία. Ο Κίσινγκερ σε συνεργασία με τον Ετσεβίτ οργάνωσαν το σχέδιο, η CIA, παραπλάνησε τον Ιωαννίδη και όλο το σύστημα υπάκουσε.
Αλλά και έτσι δεν θα τα κατάφερναν οι Τούρκοι αν δεν αποδιοργανωνόταν η αντίσταση στην εισβολή. Οι Τούρκοι κατέλαβαν το 1/3 του νησιού με τον δεύτερο Αττίλα και τότε παρενέβησαν οι Αμερικανοί. Τα δεδομένα δείχνουν πως θα μπορούσαν να προχωρήσουν. Αυτό μας υπενθυμίζει ο Ερντογάν.
Όπως γράφει ο δημοσιογράφος Αλ. Παπαχελάς στο βιβλίο του Ένα σκοτεινό δωμάτιο, «το πρωί της 15ης Αυγούστου ο Κίσινγκερ έστειλε στον Αμερικανό πρέσβη στην Άγκυρα ένα μήνυμα για να το παραδώσει στον Ετσεβίτ. Οι οδηγίες ήταν να το μεταδώσει προφορικά και να “μην αφήσει τίποτα γραπτό πίσω του”. Το μήνυμα έλεγε: Ο Ετσεβίτ πρέπει να γνωρίζει ότι οι Έλληνες έχουν ζητήσει από τη βρετανική κυβέρνηση αεροπορική κάλυψη για να μεταφέρουν μία μεραρχία από την Κρήτη στην Κύπρο. Αποθαρρύνουμε με κάθε τρόπο τους Βρετανούς να το κάνουν. Θα μας βοηθούσε όμως πάρα πολύ σε αυτή μας την προσπάθεια αν ο Ετσεβίτ μπορούσε να μας διαβεβαιώσει ότι οι Τούρκοι δεν θα κινηθούν νοτιότερα από τη γραμμή που μας περιέγραψε νωρίτερα ως τη βασική ζώνη. Προσπαθούμε να βοηθήσουμε την τουρκική κυβέρνηση αλλά φτάνουμε ταχύτατα στο τι μπορούμε να κάνουμε λόγω πιέσεων στο εσωτερικό. Κατανοούμε την τουρκική θέση αλλά η συνέχιση των στρατιωτικών επιχειρήσεων μας βάζει σε μία ολοένα και πιο δύσκολη θέση».
Ο Ετσεβίτ έλαβε το μήνυμα και η επιχείρηση σταμάτησε στην σημερινή γραμμή κατάπαυσης του πυρός. Τη λεγόμενη Πράσινη Γραμμή. Αλλά υπάρχει και κάτι άλλο που δείχνει πως η τάση Κίσινγκερ, δηλαδή, ένα σημαντικό μέρος του αμερικανικού κατεστημένου έβλεπε τη δεδομένη για την εποχή Ελλάδα.
Πριν από τον δεύτερο Αττίλα, ο Κίσινγκερ ενημέρωσε τον πρόεδρο Φορντ για τις εξελίξεις και την πιθανότητα να αρχίσει αμέσως ο δεύτερος γύρος της τουρκικής εισβολής. Σε αυτή τη συνομιλία ο Αμερικανός υπουργός εκφράστηκε με τον πιο ωμό τρόπο, όπως γράφει ο Παπαχελάς: «Αν οι Τούρκοι ξεφύγουν στην Κύπρο, οι Έλληνες θ’ απασφαλίσουν. Σίγουρα δεν θέλουμε έναν πόλεμο μεταξύ τους, αλλά αν συμβεί η Τουρκία είναι πιο σημαντική για εμάς και έχουν ένα πολιτικό σύστημα που θα μπορούσε να παραγάγει έναν Καντάφι».
Στη συνέχεια είπε μια φράση που συμπυκνώνει το πώς έβλεπε τα πράγματα εκείνη τη στιγμή με τον πιο έντονο τρόπο: «Μερικοί από τους συναδέλφους μου θέλουν να σταματήσουν τη βοήθεια στην Τουρκία. Αυτό θα ήταν καταστροφή. Δεν υπάρχει κάποιος αμερικανικός λόγος για τον οποίο οι Τούρκοι δεν πρέπει να έχουν το ένα τρίτο της Κύπρου».
Δεν ξέρω αν όλα αυτά, και πολλά άλλα ως όφειλε, τα έχει υπόψη του ο κ. Μητσοτάκης όταν δηλώνει δεδομένος. Τη μοίρα των δεδομένων την περιέγραψε ο Κίσινγκερ.