Κοντάκιο του Αγίου Ρωμανού του Μελωδού με ακροστιχίδα: «του ταπεινού Ρωμανού». Διαβάστε το Μέρος Α’.
Ελεύθερη απόδοση στη σύγχρονη μορφή της γλώσσας μας από τον Θεόφιλο Πουταχίδη.
ζ’. Όμως, μόλις κατάλαβαν ότι είπε ο Κύριος «κοίμηση»
ο θάνατος πως είναι ‒γιατί το ’πε ξεκάθαρα, στα ίσια τούς το είπε:
«πηγαίνω τώρα, το λοιπόν, για να τον αναστήσω»‒
αρχίσανε να νεύουνε ο ένας προς τον άλλον· θες γνέφαν με την κεφαλή; θες γνέφαν με τα χέρια; Πάντως, αυτό εννοούσανε να πούνε μεταξύ τους:
«Αυτό που μπρος μας βλέπουμε είν’ θαύμα πριν το θαύμα, γι’ αυτό και βουβαθήκαμε απ’ τον πολύ το φόβο.
»Γιατί από πού να το έμαθε αυτό που μόλις είπε, ότι μαθές ο Λάζαρος άρρωστος είναι μοναχά και δεν έχει πεθάνει;
»Προλέγει αυτά που πρόκειται να δούμε όλοι μπροστά μας.
»Μα τι να πει κανείς γι’ αυτά; Είναι να μένεις έκθαμβος, φόβος και σαστιμάρα! Και να σκεφτείς πως βρέθηκαν κάποιοι που Τον περάσαν ως κάποιον άνθρωπο απλό
»κι όλη τη δύναμή Του ποσώς την φοβηθήκαν.
»Μα ένας λόγος Του αρκεί, κι ο αποθαμένος στη στιγμή
»θα αναστηθεί κι ολόρθος πάλι θα σταθεί κι αυτό θα μολογήσει:
»“Ζωή κι Ανάσταση είσαι Εσύ”».
η’. Ο Ιησούς στην Ιουδαία με σώμα ανθρώπου έρχεται ‒ με οστά, που λεν, και σάρκα.
Δεν παύει, όμως, βέβαια με τη θεότητά Του τη γη στα χέρια να κρατά και πάντα
να φροντίζει κι αυτήν και όσους πάνω της ζούνε και περπατούνε σαν να ’ταν έντομα μικρά, καημένες ακριδούλες.
Στη Βηθανία ήρθε, λοιπόν, Αυτός που η παρουσία Του γέμει όλη την πλάση· τα θεία έργα να τελεί, τέτοια δουλειά έχει πιάσει.
Τον άκουσε που ερχότανε, τα βήματά Του ακούει ο Άδης και
ψιθύρισε στον Θάνατο και λέει: «Θάνατε ακούς τα βήματα; Τίνος είναι τα πόδια
»που ’ρθαν και μου πατήσανε την κεφαλή μου χάμω;
»Αλίμονο, είν’ ο Ιησούς! Ταχιά κοντοζυγώνει να πάρει πάλι από εμάς με το στανιό ό,τι θέλει.
»Βλέπω να χάνουμε ξανά απ’ ό,τι μας ανήκει· όπως λίγο πρωτύτερα
»ξέφυγε ο γιος της χήρας, έτσι βλέπω τον Λάζαρο να μας ξεφεύγει τώρα. Βλέπω πως
»θα αναστηθεί κι ολόρθος πάλι θα σταθεί κι αυτό θα μολογήσει:
»“Ζωή κι Ανάσταση είσαι Εσύ”.
θ’. »Θάνατε ακαταμάχητε, πάντοτε νκηφόρε, άκου τώρα
»τον φίλο σου, άκου εμέ τον Άδη κι άδικα μην κουράζεσαι, σε κόπο πια μην μπαίνεις.
»Άλλο φαΐ στον φίλο σου μη φέρνεις για να φάει, γιατί μού φαίνεται έπαθα κάτι σαν δυσπεψία.
»Εσύ μού φέρνεις τους νεκρούς έτοιμους και δεμένους, και μόλις θα τους καταπιώ αμέσως κάνω εμετό και πάραυτα τους βγάζω.
»Τους βλέπω που τους θάβουνε, χαίρομαι και τους παίρνω, κι ύστερα κάτι γίνεται και να κρατήσω δεν μπορώ άλλο τους πεθαμένους.
»Έρχονται μου τους παίρνουνε από μέσα μου και φεύγουν, έρχονται και αρπάζουνε όσους μου ετοιμάζεις.
»Οπότε, τι ταράζεσαι μάταια και χτυπιέσαι;
»Άλλο μην καταγίνεσαι, Θάνατε κάνε κράτει, κι αν θες μια γνώμη να σου πω: Εκείνον απ’ τη Ναζαρέτ κοίτα να πιάσεις φίλο.
»Δέξου την εξουσία Του και μπες στις διαταγές Του, πάντοτε έχοντας στο νου
»πως ένας από τέσσερις ημέρες πεθαμένος, σε λίγο
»θα αναστηθεί κι ολόρθος πάλι θα σταθεί κι αυτό θα μολογήσει:
»“Ζωή κι Ανάσταση είσαι Εσύ”».
ι’. Μόλις τα άκουσε αυτά, θύμωσε τόσο ο Θάνατος που έτριζε τα δόντια
κι αμέσως μπήγει τις φωνές στον Άδη οργισμένος:
«Λες κι είσαι έξω απ’ το χορό, λες και δεν έπαθες ζημιά… καλά με συμβουλεύεις!
»Τις συμβουλές σου κράτα τες για τη χοντροκοιλιά σου, που όλο τον κόσμο έφαγε κι ως τώρα μένει ακόρεστη, δεν λες να την χορτάσεις.
»Στ’ αλήθεια πια, τόσο καιρό τροφή για να σου φέρνω κουράστηκα, τσακίστηκα, κι εσύ ποτέ δεν είπες: “Αρκεί, εντάξει, χόρτασα”.
»Έφαγες και ξεχείλωσες, μια θάλασσα έχεις γίνει που χύνονται όλοι μέσα σου ποτάμια οι πεθαμένοι,
»και δέχεσαι και δέχεσαι… τους καταπίνεις, τους ρουφάς και χορτασμό δεν έχεις.
»Οπότε; Τι μου τσαμπουνάς και πώς με συμβουλεύεις;
»Βρε δάσκαλε που δίδασκες… κάνε μαθές πρώτος εσύ αυτά που με διδάσκεις, κι ηρέμησε, χαλάρωσε και πρώτος συνετίσου.
»Γιατί αυτός που εσύ κρατάς μέσα σου, εντός ολίγου θα δώσει μια και ξέφυγε και θα μας χαιρετήσει· νά! τώρα
»θα αναστηθεί κι ολόρθος πάλι θα σταθεί κι αυτό θα μολογήσει:
»“Ζωή κι Ανάσταση είσαι Εσύ”.
ια’. »Τη ζωή τους ‒όλων των βροτών‒ την είχες για νεράκι, πάντοτε έτσι πίστευες.
»Γι’ αυτό ήρθες και φούσκωσες! Μα δεν σταμάτησες στιγμή ‒ συνέχεια καταπίνεις.
»Αρκεί όμως, ως εδώ, μην ξεχειλώνεις άλλο.
»Τα βήματα που τώρ’ ακούς και που σε πλησιάζουν, μου φαίνονται απειλητικά, κίνδυνος σε ζυγώνει.
»Ακούγονται για βήματα κάποιου που ’ν’ φορτισμένος, με σένα είναι σίγουρα πολύ-πολύ οργισμένος.
»Τον βλέπω πάει προς το ταφί, δίνει μια με το πόδι του κι οι πύλες σου ανοίγουνε, εύκολα υποχωρούνε
»και ψάχνει μες στα έγκατα, μες στην κοιλιά σου ψάχνει.
»Μάλλον κατέφτασε Αυτός που πια την εξουσία σου… πάει, θα την καταλύσει. Καιρός ήταν μου φαίνεται, πόσο σου χρειαζόταν! Ότι είχες τόσο διογκωθεί που ήταν πια να σκάσεις.
»Ε… όσο να ’ναι αλάφρωμα θα είναι, πες το κι έτσι, εάν αυτός ο Λάζαρος
»βγει από την κοιλιά σου, και τότε
»θα αναστηθεί κι ολόρθος πάλι θα σταθεί κι αυτό θα μολογήσει:
»“Ζωή κι Ανάσταση είσαι Εσύ”».
ιβ’. «Μώρ’ μπράβο βρε βρομόστομε, ωραία λόγια μου ’πες· γιομάτα με ξεδιαντροπιά!
»Έτσι μιλάς στον φίλο σου τον Άδη… μωρέ μπράβο! Και χαίρεσαι με το κακό που ήρθε και με βρήκε…
»Την ώρα που δακρύζω εγώ, λυπάμαι τον εαυτό μου, αυτά ήταν που ’χες να μου πεις;
»Τα μέλη βλέπω τώρα εγώ, του Λάζαρου τα μέλη που τα ’χε φάει η φθορά,
»τώρα δα, νά! σαλεύουν! Και σούρνονται σαν μέρμηγκες που πάνε ν’ ανταμώσουν,
»καθώς κάπως καθάρισαν, φύγανε τα σκουλήκια
»και δεν μυρίζουν κι άσχημα, έφυγε η δυσοσμία.
»Αλίμονο τι μ’ έχει βρει! Τώρα πια σιγουρεύτηκα: ο Ιησούς στ’ αλήθεια ήρθε. Την κακοσμία του νεκρού σ’ εμάς την στέλνει τώρα
»κι αυτόν που θάνατο έζεχνε, τώρα τον έκανε μεμιάς ωραία να ευωδιάζει.
»Κι έτσι, αυτός που πέθανε και μες στον τάφο ήταν, δείτε πώς
»θα αναστηθεί κι ολόρθος πάλι θα σταθεί κι αυτό θα μολογήσει:
»“Ζωή κι Ανάσταση είσαι Εσύ”».