Η πορεία των ρωσοτουρκικών σχέσεων είναι ένα καίριο ζήτημα για την ελληνική εξωτερική πολιτική, επειδή αυτή είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τις αμερικανοτουρκικές σχέσεις, από τις οποίες εξαρτώνται και επηρεάζονται και οι ελληνοτουρκικές. Για το λόγο αυτόν θεωρούμε ότι είναι εξαιρετικά χρήσιμη η ανάλυση του Τούρκου δημοσιογράφου Hakan Aksay, ο οποίος σπούδασε στη Μόσχα και είναι εξαιρετικός γνώστης του θέματος. Ακολουθεί η ανάλυσή του, που δημοσιεύθηκε στο Τ24:
«Ο Ερντογάν και ο Πούτιν, των οποίων οι δρόμοι σταδιακά αποκλίνουν, προσπαθούν να διαχειριστούν ο ένας τον άλλον»
Του Hakan Aksay
Οι σχέσεις Τουρκίας-Ρωσίας έχουν μετατραπεί σε ένα επικίνδυνο παιχνίδι που παίζουν ο Πούτιν και ο Ερντογάν χειραγωγώντας ο ένας τον άλλον. Οι δύο ηγέτες έχουν αφήσει το στίγμα τους στις σχέσεις μεταξύ Τουρκίας και Ρωσίας από τις αρχές της δεκαετίας του 2000.
Λίγο μετά την άνοδό του στην εξουσία, ο Πούτιν αναμόρφωσε την εξωτερική πολιτική της χώρας του με βάση τις εξαγωγές ενέργειας, και συμπεριέλαβε την Τουρκία στην ομάδα «χώρες προτεραιότητας». Τότε στη Μόσχα υπήρχαν άνθρωποι που επέκριναν τον Ρώσο ηγέτη ότι «μπήκε σε ένα ριψοκίνδυνο παιχνίδι με τον ισλαμιστή Ερντογάν». Ξεκινώντας από την πρώτη του επίσκεψη στην Τουρκία, το 2004, προέκυψε ένα καλό περιβάλλον διαλόγου και αμοιβαία συμπάθεια μεταξύ Πούτιν και Ερντογάν. Αυτή η κατάσταση συνέχισε να αναπτύσσεται μέχρι το 2011.
Αν και οι δεσμοί μεταξύ των δύο ηγετών πέρασαν περιόδους κρίσης, καθώς ο Ερντογάν βιαζόταν να μετατρέψει την «Αραβική Άνοιξη» και τον εμφύλιο πόλεμο που ξεκίνησε στη Συρία σε ευκαιρία για τα σχέδιά του, και οι δύο συνέχισαν να ενεργούν επιδέξια στο χειρισμό της κατάστασης.
Η συμμετοχή της Ρωσίας στον πόλεμο στη Συρία, στις 30 Σεπτεμβρίου 2015, διατάραξε την ισορροπία της Άγκυρας. Υπό την επίδραση της απώλειας αυτής της ισορροπίας, μετά από πολύ σύντομο χρονικό διάστημα (στις 24 Νοεμβρίου 2015), η Τουρκία έκανε ένα σοβαρό λάθος και κατέρριψε ένα ρωσικό αεροπλάνο που πέρασε τα σύνορά της για λίγα δευτερόλεπτα. Οι δύο χώρες έφτασαν στο χείλος του πολέμου. Οι σχέσεις ουσιαστικά πάγωσαν. Μια νέα φάση ξεκίνησε το καλοκαίρι του 2016, όταν η Τουρκία ζήτησε συγγνώμη και ο Ερντογάν πήγε να συναντήσει τον Πούτιν στην Πετρούπολη.
Από τον πόλεμο της Συρίας στον πόλεμο της Ουκρανίας
Για το Κρεμλίνο, η Τουρκία είχε γίνει πλέον –σύμφωνα με τα λόγια Ρώσου αναλυτή– «ένα κράτος που δεν μπορεί να αποφύγει τη χρήση όπλων όταν είναι απαραίτητο». Με άλλα λόγια, το θέμα της «εμπιστοσύνης», που αποτελούσε το βασικό πρόβλημα μεταξύ των δύο χωρών για δεκαετίες, είχε ήδη υποστεί μεγάλο πλήγμα.
Μετά από ύποπτες καταστάσεις, τις λεπτομέρειες των οποίων δεν μπορούμε να μάθουμε, όπως τα γεγονότα της «15ης Ιουλίου» και η δολοφονία του Ρώσου πρέσβη Καρλόφ στις 19 Δεκεμβρίου 2016 στην Άγκυρα, ο Πούτιν έκανε ισχυρά βήματα για να χρησιμοποιήσει περισσότερο τον Ερντογάν και να τον φέρει πιο κοντά στον εαυτό του.
Ο Ερντογάν επιχείρησε επίσης να παίξει ένα παρόμοιο παιχνίδι χειραγώγησης παίζοντας τα δικά του «χαρτιά».
Την περίοδο αυτήν, παρόλο που η Τουρκία και η Ρωσία ήταν σε πόλεμο μεταξύ τους έμμεσα (στη Συρία, και σε κάποιο βαθμό στη Λιβύη), το έργο που παιζόταν στη σκηνή ήταν «φιλία και συνεργασία». Οι δύο ηγέτες δεν επέτρεψαν καμία δυσκολία που προέκυπτε να χαλάσει αυτό το παιχνίδι, συμπεριλαμβανομένης της ρωσικής αεροπορικής επίθεσης σε μια τουρκική ταξιαρχία, στο Ιντλίμπ, στις 27 Φεβρουαρίου 2020, που είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο 36 Τούρκων στρατιωτών.
Αν και κατά καιρούς υπήρξαν μεταξύ τους εντάσεις (για παράδειγμα, ο θυμός του Πούτιν και η ψυχρότητα μετά την παράδοση πέντε διοικητών του Αζόφ στον Ουκρανό ηγέτη Ζελένσκι, ο οποίος επισκέφθηκε την Κωνσταντινούπολη στις 7 Ιουλίου 2023, ενώ η συμφωνία που είχε κάνει η Τουρκία με τη Ρωσία ήταν να παραμείνουν στην τουρκική επικράτεια μέχρι το τέλος του πολέμου), αργότερα, οι δύο ηγέτες έδιναν με κάποιον τρόπο «μηνύματα φιλίας» μπροστά στις κάμερες και χρησιμοποίησαν ο ένας τον άλλον, ειδικά κατά της Δύσης.
Στο μεταξύ, ο Πούτιν δεν απέφυγε να κάνει βήματα για να στηρίξει τον Ερντογάν στις προεδρικές εκλογές στην Τουρκία. Πριν από τις εκλογές του Μαΐου, ο Ρώσος ηγέτης είχε κάνει κινήσεις όπως η επαναλειτουργία του Πυρηνικού Σταθμού Άκκουγιου(!) και η αναβολή πληρωμής του χρέους της Άγκυρας για φυσικό αέριο, που ήταν πολλά δισεκατομμύρια δολάρια.
Ωστόσο ο Πούτιν, ο οποίος αναμενόταν να έρθει στην Τουρκία στις 12 Φεβρουαρίου 2024 (κατά σύμπτωση, πριν από άλλες εκλογές), ανέβαλε για λίγο την επίσκεψη αυτήν τη φορά.
Στο Κρεμλίνο ειπώθηκε ότι μετά τις εκλογές του Μαΐου ήταν δύσκολο να διατηρηθούν οι σχέσεις με την Τουρκία όπως πριν. Η Τουρκία, της οποίας τα οικονομικά προβλήματα εντάθηκαν, επιτάχυνε το φλερτ της με τις ΗΠΑ. Η βάση αυτών των ανησυχιών στη Μόσχα εντοπιζόταν σε μια σειρά προβλημάτων, από την αυξανόμενη υποστήριξη της Άγκυρας στο Κίεβο μέχρι το πράσινο φως για ένταξη της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ.
Εν τω μεταξύ, η Τουρκία χρησιμοποίησε καλά τα πλεονεκτήματά της στο περιβάλλον πολέμου και κυρώσεων και αύξησε τους εμπορικούς της δεσμούς με τη Ρωσία, κάτι που ευαρέστησε τη διοίκηση της Μόσχας από αυτήν την άποψη. Ωστόσο, με τον καιρό, οι ΗΠΑ άρχισαν να εγκαταλείπουν την ανοχή τους σε αυτές τις σχέσεις και άρχισαν να ασκούν πιέσεις στην Τουρκία.
Τους πρώτους μήνες του τρέχοντος έτους, το εμπόριο Τουρκίας-Ρωσίας μειώθηκε κατά 34%. Το γεγονός ότι οι τουρκικές τράπεζες προκάλεσαν προβλήματα στις πληρωμές με τη Ρωσία προκάλεσε την αντίδραση εκπροσώπων της ρωσικής διοίκησης. Αυτή η διαδικασία συνεχίζεται.
Κύρια κατεύθυνση της Τουρκίας: Η Δύση
Τα ταξίδια του διοικητή της Υπηρεσίας Πληροφοριών Ιμπραήμ Καλίν και του υπουργού Εξωτερικών Χακάν Φιντάν στις ΗΠΑ έδειξαν πλέον ξεκάθαρα ότι η Τουρκία αλλάζει πορεία και στρέφεται προς την Αμερική. Εν τω μεταξύ, προειδοποιήσεις για τη Συρία ερχόντουσαν από τη Μόσχα στην Άγκυρα, αν και με ευγενικό τόνο, αλλά οι δρόμοι των δύο χωρών απομακρύνονταν και παρέκκλιναν όλο και περισσότερο.
Σε συνθήκες όπου η ενεργειακή εξάρτηση της Τουρκίας από τη Ρωσία έχει φτάσει σε επικίνδυνο στάδιο και ακόμη και η πρώτη μονάδα του πυρηνικού σταθμού στο Άκκουγιου της Μερσίνας δεν έχει ανοίξει ακόμη, κυκλοφορεί η φήμη στην αγορά ότι ο δεύτερος σταθμός ηλεκτροπαραγωγής στη Σινώπη θα δοθεί και πάλι στους Ρώσους (αν και είναι γνωστό ότι υπάρχει τεράστια απόσταση μεταξύ φημών και συμφωνιών).
Δεν γνωρίζουμε αν ο πρόεδρος των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν θα φιλοξενήσει τους επόμενους μήνες στον Λευκό Οίκο τον Ερντογάν –τον οποίο απέφευγε να συναντήσει από την αρχή– ή αν θα λυθεί το πρόβλημα με τα F-16. Όμως η Ουάσιγκτον δεν παραμελεί να στέλνει το μήνυμα στην Τουρκία «Όσο συνεχίζουμε μαζί σε αυτό το μονοπάτι, ξεφορτωθείτε τους S-400». (Μας συμβουλεύουν να το ξεφορτωθούμε αλλά είναι άγνωστο αν μας προτρέπουν να ρίξουμε στη θάλασσα αυτό το σύστημα αντιπυραυλικής άμυνας, που αγοράσαμε για 2,5 δισ. δολάρια και δεν έχουμε ανοίξει καν τα κουτιά του εδώ και χρόνια, ή να πάμε να το αφήσουμε ήσυχα στο κατώφλι του Πούτιν τα μεσάνυχτα.)
Το ενδεχόμενο η ρωσική πλευρά, μετά τις δημοτικές εκλογές της 31ης Μαρτίου, να μας πει «πληρώστε το χρέος φυσικού αερίου τώρα!» εκλαμβάνεται ως εφιάλτης από το Προεδρικό Μέγαρο.
Κατά την επίσκεψη του Ζελένσκι, την περασμένη εβδομάδα, ο Ερντογάν επιχείρησε να φέρει τους ηγέτες της Ουκρανίας και της Ρωσίας στο τραπέζι της ειρήνης με τη διαμεσολάβηση της Τουρκίας. Η ιδέα ήταν καλή, αλλά δεν ήταν καλά επεξεργασμένη και οι θέσεις των αντιμαχόμενων μερών δεν μελετήθηκαν καλά. Αν υπήρχε πιθανότητα να συμβεί, ίσως ο Πούτιν να μπορούσε να καθίσει στο τραπέζι και να ευχαριστήσει ακόμη και τον Ερντογάν, με την προϋπόθεση ότι τα ουκρανικά εδάφη που κατέλαβε θα παρέμεναν στην κατοχή της Ρωσίας. Αλλά ότι ο Ζελένσκι δεν θα το δεχόταν αυτό, ήταν κάτι που όποιος παρακολούθησε τον πόλεμο με προσοχή θα μπορούσε εύκολα να προβλέψει.
Ο Ουκρανός ηγέτης δεν σκεφτόταν τίποτα άλλο από τις συνομιλίες για τη «φόρμουλα ειρήνης» που θα διοργανώσει στην Ελβετία με εκπροσώπους περίπου 160 κρατών, αλλά χωρίς τη Ρωσία. Οι κύριοι λόγοι που τον έφεραν στην Τουρκία ήταν ζητήματα όπως η αύξηση της στρατιωτικής συνεργασίας, η παραγωγή UAV Bayraktar στην Ουκρανία, η αγορά βλημάτων πυροβολικού από την Τουρκία και η λήψη μέτρων για την ίδρυση του ουκρανικού στόλου με κατασκευές πλοίων σε τουρκικά ναυπηγεία.
Ο χρόνος θα δείξει πού θα οδηγηθεί ο πόλεμος Ρωσίας-Ουκρανίας και η επικίνδυνη ένταση μεταξύ Μόσχας και Δύσης.
Σε αυτές τις περίπλοκες εξισώσεις, η πιθανότητα οι σχέσεις μεταξύ Ερντογάν και Πούτιν να γίνουν καλύτερες από ό,τι είναι σήμερα, φαίνεται ισχνή. Ακόμα κι αν και οι δύο ηγέτες που το νιώθουν αυτό κάνουν κάποιες νέες κινήσεις για να διαχειριστούν τόσο ο ένας τον άλλον όσο και την κατάσταση, οι σχέσεις τους είναι δύκσολο να βελτιωθούν…