«Η οικογένεια της ΑΕΚ θρηνεί την απώλεια του μεγάλου Μίμη Παπαϊωάννου που έφυγε από τη ζωή σήμερα το πρωί στα 81 του χρόνια. Ο μεγαλύτερος ποδοσφαιριστής στην ιστορία της ομάδας μας πέρασε στην αιωνιότητα, έχοντας παλέψει για χρόνια με σοβαρά προβλήματα υγείας». Αυτή ήταν η ανακοίνωση της ΑΕΚ, το 2023, όταν ανακοινώθηκε ο θάνατος του σπουδαίου ποδοσφαιριστή.
Ενός ποδοσφαιριστή που μεταξύ άλλων είχε αναδειχθεί ως ο κορυφαίος Έλληνας ποδοσφαιριστής του 20ού αιώνα, σύμφωνα με τη Διεθνή Υπηρεσία Στατιστικής Ποδοσφαίρου (IFFHS).
Οι αριθμοί ζαλίζουν, όπως και η αγάπη του κόσμου. Και μπορεί το 1979 να έπαιξε για τελευταία φορά, όμως με την ιστορία του γαλουχήθηκαν εκατομμύρια φίλαθλοι και το όνομά του πέρασε στην αιωνιότητα.
Από την Μπρανιάτα στην ΑΕΚ
23 Αυγούστου 1942, σε ένα φτωχόσπιτο στη Μπρανιάτα, στη Βέροια, ακούστηκε το πρώτο κλάμα ενός παιδιού που έμελλε να γίνει ο κορυφαίος Έλληνας ποδοσφαιριστής του αιώνα. Και αν αναρωτιέστε ποια είναι η Μπρανιάτα, πρόκειται για τη μετέπειτα Νέα Νικομήδεια. Ποντιακής καταγωγής, παιδί φτωχών προσφύγων, ο Μίμης Παπαιωάννου αφήνει νωρίς το σχολείο και δουλεύει στο κουρείο του χωριού και φυσικά βοηθάει και στα χωράφια. Τέσσερα παιδιά γαρ. Στον ελεύθερο χρόνο του, η μπάλα παίρνει φωτιά.
Όταν ο Μίμης υπέγραψε το πρώτο του δελτίο, την Μπρανιάτα την έλεγαν πια Νέα Νικομήδεια. Κι εκείνος ήταν 17 χρόνων και πηγαίνει να παίξει μπάλα στη Βέροια. Η ανεμελιά της ηλικίας παντρεύεται με τη χαρά ότι θα κάνει αυτό που αγαπάει και θα πληρώνεται από πάνω. Ο πιτσιρικάς κάνει κατάσταση, και ο ΠΑΟΚ τον διεκδικεί.
Η συμφωνία χαλάει για μια μικρή οικονομική διαφορά. Και τότε μπαίνει στο δρόμο του η ΑΕΚ.
Όταν τον είδε ο Τρύφων Τζανετής, μυθική μορφή και τότε τεχνικός ηγέτης των κίτρινων, μαγεύεται. Πείθει τον «Πατριάρχη» της Ένωσης Νίκο Γκούμα και δίνουν τις 175.000 δραχμές που ζητούσε η Βέροια. Από αυτές, ο 19χρονος Μίμης παίρνει 25.000. Και βέβαια η προσφυγική ιστορία της ΑΕΚ ήταν ένα τεράστιο συν. Το μόνο που τον φόβιζε ήταν ότι έπρεπε να κατέβει στην Αθήνα. Αλλά κατέβηκε, και μαζί του άλλαξε η ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου.
Το σκηνικό με τη «βασίλισσα»
Στις 12 Μαΐου 1965 η ΑΕΚ αντιμετωπίζει τη Ρεάλ Μαδρίτης σ’ ένα φιλικό ματς το οποίο θα έληγε 3-3. Από τη μεριά της ΑΕΚ ο Παπαϊωάννου «κεντάει», αφού πετυχαίνει τα 2 από τα 3 γκολ. Ο Μίμης είναι 23 ετών και μέγας σταρ στα γήπεδα. Οι υπεύθυνοι της βασίλισσας Ρεάλ εντυπωσιάζονται, και το καλοκαίρι της ίδιας χρόνιας έρχεται στην Ελλάδα ο τότε ταμίας της, ο γνωστός και από το μπάσκετ Ραϊμόντο Σαπόρτα, για συζητήσεις με τον τότε πρόεδρο της ΑΕΚ Αλέξανδρο Μακρίδη.
Ο Ισπανός δίνει 4.000.000 δραχμές (ένα τεράστιο ποσό για τα μέσα της δεκαετίας του ’60) για να πάρει στη Ρεάλ τον Παπαϊωάννου, αλλά ο Μακρίδης σκέφτεται την αντίδραση των φιλάθλων της ΑΕΚ που έχουν τον Έλληνα παίκτη ως θεό. Από την άλλη, μέχρι τότε δεν επιτρεπόταν ξένος παίκτης να παίξει στο ισπανικό πρωτάθλημα. Θεωρητικά, γιατί τότε στη Ρεάλ «αλώνιζε» ένας έτερος μύθος του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου, ο Φέρεντς Πούσκας. Όποια και αν ήταν η αιτία, η μεταγραφή δεν έγινε και ο Παπαϊωάννου πέρασε στην αντεπίθεση.
Ένα τραγούδι ακόμα
Το φθινόπωρο του 1965 ο Μίμης είναι στην Ευρώπη. Όχι όμως στην Ισπανία, αλλά στη Γερμανία. Και όχι για να παίξει μπάλα, αλλά για να τραγουδήσει. Παράδοξο; Η πίκρα και η οργή του δεν κρύβονται, αλλά από την άλλη έχει και καλή φωνή. Και ξεκινά δίπλα στους καλύτερους: Στέλιος Καζαντζίδης, Μαρινέλλα, και ο Χρήστος Νικολόπουλος στο μπουζούκι.
Επιστρέφει στην Ελλάδα και δηλώνει ότι θα συνεχίσει να τραγουδά. Η διοίκηση της ΑΕΚ βάζει βαθιά το χέρι στην τσέπη και του δίνει 500.000 δραχμές. Η τραγουδιστική του πορεία συνεχίζεται μεν, αλλά σαφέστατα πολύ πιο ισχνή από την αντίστοιχη αθλητική.
Κυπελλούχος το 1966, πρωταθλητής το 1967-68, και ξανά τη σεζόν 1970-71, όμως και πάλι το 1971 ο Μίμης Παπαϊωάννου σκέφτεται να εγκαταλείψει το ποδόσφαιρο, για να ασχοληθεί ξανά με το τραγούδι!
«Εγώ νομίζω ότι το τραγούδι θα με κάνει να ξεχάσω την πίκρα της αποχωρήσεώς μου απ’ τα γήπεδα. Ήρθε ο καιρός! Θα παίξω φέτος και ίσως και του χρόνου, αν αισθάνομαι καλά. Θα σταματήσω τότε την μπάλα, γιατί θέλω να την εγκαταλείψω πριν μ’ εγκαταλείψει εκείνη».
Πάντως το 1971 είχε και άλλη ιστορική στιγμή: Ο Παπαϊωάννου τραγούδησε τον ύμνο της ομάδας του.
Τελικά το φινάλε ως παίκτης γίνεται μερικά χρόνια αργότερα, με το κλείσιμο της δεκαετίας του ’70. Το 1979 ο Παπαϊωάννου κρεμάει τα παπούτσια του, έχοντας γράψει ιστορία και καταρρίψει ρεκόρ.
Η Μαίρη της ζωής του
Τη Μαίρη, τη γυναίκα της ζωής του, την γνώρισε λίγα χρόνια αφότου ήρθε στην Αθήνα για την ΑΕΚ. Από τις πρώτες του στιγμές στην πρωτεύουσα ήταν στρατιώτης: Δεν κάπνιζε, δεν έπινε, δεν ξενυχτούσε. Ο πατέρας της γυναίκας του ήταν ταξιτζής. Ήξερε ότι είχε την άποψη πως οι ποδοσφαιριστές δεν ήταν… καλά παιδιά. Ο Μίμης Παπαϊωάννου, όταν ζήτησε το χέρι της Μαίρης, είχε ρωτήσει τον πατέρα της αν πίστευε ότι οι ποδοσφαιριστές είναι «κακά παιδιά».
«Υπάρχουν και ταξιτζήδες κακά παιδιά…» ήταν η ντρίμπλα στον πεθερό του, κι έτσι τα βρήκαν μεταξύ τους.
Όσον αφορά τα επαγγελματικά του, στα 37 του χρόνια πέρασε από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Πέρασε καλά στις ΗΠΑ, στον «Παγκύπριο» της Νέας Υόρκης. Παίκτης-προπονητής χρίστηκε, πιο πολύ όμως πρεσβευτής του σπορ και καμάρι των Ελλήνων ομογενών αποδείχτηκε. Μόνο ευχάριστες αναμνήσεις είχε από τις ΗΠΑ, όπως αναφέρει στην αυτοβιογραφία του Ραντεβού στον αέρα που εκδόθηκε και κυκλοφόρησε το 2011.
Φινάλε
Τα τελευταία δύο χρόνια έπασχε από άνοια. Δεν μπορούσε να βγει από το σπίτι και δεν είχε τη δυνατότητα να παρακολουθήσει την αγαπημένη του ΑΕΚ. Η απουσία του από τα εγκαίνια της «Αγια-Σοφιάς» ήταν τεράστια, αλλά η κατάστασή του ήταν τέτοια, που κανένας από την οικογένειά του δεν ήθελε να τον ταλαιπωρήσει. Τα φώτα του νέου γηπέδου άναψαν, αλλά αυτός δεν τα είδε ποτέ!
Η ΑΕΚ όμως δεν τον ξέχασε.
Στο γήπεδο της Νέας Φιλαδέλφειας στέκει σε έναν από τους τέσσερις πυλώνες σε μια χαρακτηριστική του πόζα. Ατενίζει το χώρο, εκπέμπει τη μαγεία ακόμα και στα νέα παιδιά που δεν έχουν ζώσα ανάμνηση από εκείνον, όμως έχουν μεγαλώσει με το μύθο του.
Σπύρος Δευτεραίος