1994. Στο θέατρο «Έρευνας» στου Ζωγράφου έχει αρχίσει να μαζεύεται για την παράσταση. Στον τοίχο κυριαρχούν φωτογραφίες από παραστάσεις προηγούμενων ετών. Και κάπου στο βάθος κάποιες κορνίζες με την παρουσίαση του τωρινού έργου σ’ ένα μικρό κανάλι και μια-δυο κριτικές σε μικρές, άγνωστες εφημερίδες. Αυτές οι λίγες αναφορές στον Δημήτρη Ποταμίτη ήταν μια κάπως μελαγχολική εξέλιξη καθώς βρισκόμαστε ση δεκαετἰα του ’90, όπου ο καθένας μπορούσε να ανεβάσει ένα έργο σ’ ένα δωμάτιο και να έχουν γράψει κριτικές οι πάντες. Θα πει κάποιος, οι καταχωρήσεις κάνουν τις παραστάσεις; Όχι βέβαια, εξού και 3,5 ώρες μετά οι θεατές που έβγαιναν από το φινάλε της παράστασης ήταν συγκλονισμένοι.
Το έργο ήταν «Οι άγγελοι στην Αμερική» που μια δεκαετία μετά έγινε αμερικανική βραβευμένη μίνι σειρά και το καλοκαίρι του 2011 ανέβηκε στο Φεστιβάλ Αθηνών, χωρίς να αναφέρεται το πρώτο ανέβασμα του.
Τη δεκαετία του ’90, το θέατρο στην Αθήνα γιγαντώθηκε, άλλαξε και έγινε μια νέα «ζούγκλα». Κάτι που όπως φάνηκε δεν ταίριαζε σε ένα ξεχωριστό άτομο, όπως ο Κύπριος δημιουργός.
Οι αναζητήσεις και η ΕΟΚΑ
Γεννιέται σαν σήμερα στη Λεμεσό, το 1945, αλλά είχε μεγαλώσει στην Αμμόχωστο, την οποία θεωρούσε ιδιαίτερη πατρίδα του. Ασχολήθηκε με το θέατρο από την παιδική του ηλικία (στο σχολείο), αλλά ταυτόχρονα αγωνίστηκε, ως νέος, στο πλευρό της πρώτης ΕΟΚΑ εναντίον των Άγγλων. Οι δυο όψεις ενός ξεχωριστού εφήβου. Από τη μια η μελέτη, από την άλλη ο αγώνας.
Όταν τελειώνει το σχολείο έρχεται στην Αθήνα για να σπουδάσει. Μπαίνει στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου όπου είχε καθηγητές μεταξύ άλλων τους Αλέξη Μινωτή, Κατίνα Παξινού, Αλέξη Σολομό, Λυκούργο Καλλέργη, Στέλιο Βόκοβιτς, Άγγελο Τερζάκη. Το ταλέντο «φωνάζει» από την αρχή και τελειώνοντας τη Σχολή τού γίνεται πρόταση από τον σκηνοθέτη Τάκη Μουζενίδη να παίξει στην Επίδαυρο τον Εύμηλο, στην τραγωδία Άλκηστις του Ευριπίδη. Ακολουθεί η συνεργασία του με τον Μάνο Κατράκη και μετά η συνεργασία του με τον Θεατρικό Οργανισμό «Προσκήνιο» του Αλέξη Σολομού όπου θα εμφανιστεί σε διάφορα έργα τού διεθνούς ρεπερτορίου,.
Παρόλο που ο ελληνικός κινηματογράφος ήταν στην ακμή του, τον ίδιο δεν τον ενδιέφερε η ενασχόλησή του με αυτόν. Ούτε όμως και στο σινεμά της εποχής, ακόμα και το πιο ψαγμένο, είχε θέση ένας εμφανίσιμος μεν νεαρός με όμως εντελώς διαφορετικά χαρακτηριστικά και αρκετά αδύνατος. Θα παίξει σε δύο ταινίες (Γεύση από Έρωτα (1966) του Φράνσις Κάραμποτ και Ολοκαύτωμα (1971) του Δημήτρη Παπακωνσταντή) και τέρμα.
Ο Ποταμίτης ζει και αναπνέει για το θέατρο. Και όχι μόνο σαν ηθοποιός. Βρίσκεται σε μια περίοδο που γίνονται σπουδαία πράγματα στο εξωτερικό –εδώ είχαμε χούντα, οπότε…–, βλέπει παραστάσεις στο εξωτερικό, μπορεί και μεταφράζει και είναι 25-26 χρονών. Τότε παίρνει τη μεγάλη απόφαση: Να στήσει ένα δικό του θέατρο, μακριά από το κέντρο αλλά και σε μια περιοχή που ο κόσμος ήθελε να δει κάτι διαφορετικό. Βρίσκει τον κινηματογράφο «Ρέα» στου Ζωγράφου και ξεκινάει να το μετατρέπει σε θέατρο. Η περιοχή –και λόγω των φοιτητών– προσφερόταν, ενώ είχε προγηθεί το 1971 το άνοιγμα του θεάτρου «Στοά» των Θανάση Παπαγεωργίου και Λήδας Πρωτοψάλτη. Οπότε ξεκινάει η σκληρή δουλειά και γίνεται το Θέατρο Έρευνας,στην οδό Ιλισίων 21, στου Ζωγράφου. Το ημερολόγιο έγραφε: Νοέμβριος 1973.
Τα θαύματα γίνονται και στου Ζωγράφου
Έχοντας κάποιον στο μυαλό του την θεατρική Αθήνα, όπου από τους Αμπελοκήπους μέχρι το Φάληρο, υπάρχει έστω και μια σκηνή, ενημερώνουμε ότι τότε το 90% των σκηνών ήταν στο κέντρο της πρωτεύουσας. Ούτε Γκάζι, ούτε Ψυρρή, ούτε τίποτα. Το πιο μακρινό ίσως και να ήταν το θέατρο «Καλουτά» στην Πατησίων. Παράλληλα με την ενήλικη σκηνή, ο Ποταμίτης δημιούργησε και το παιδικό του θεάτρου Έρευνας, όπου σύμφωνα με τους μελετητές είχαν ανέβει σπουδαίες παραστάσεις. Μάλιστα κάποιες από αυτές, όπως τα Παραμύθια του παππού Αριστοφάνη ανέβηκαν και στο εξωτερικό.
Στην «ενήλικη» σκηνή πάντως κυριαρχούσε το σύγχρονο δραματολόγιο με αποκορύφωμα δύο τεράστιες επιτυχίες: Τον Άνθρωπο Ελέφαντα πριν γίνει ταινία από τον Ντεϊβιντ Λιντς, ενώ νωρίτερα είχε σπάσει τα ταμεία και το Έκβους. Μάλιστα το τελευταίο ο Ποταμίτης το ανέβασε ξανά το 1986. Τότε μάλιστα για το promo της παράστασης είχε φωτογραφηθεί γυμνός μαζἰ με την παρτενέρ του Άννα Ανδριανού στο περιοδικό PLAYBOY. Εκεί είχε δηλώσει μεταξύ άλλων: «Σ’ εκείνη την πρώτη παράσταση υπήρχε γυμνό, όσο υπάρχει και σήμερα, και εν τω μεταξύ το 1975 κανέναν δεν σοκάρισε. Συνέβη, μάλιστα, το αντίθετο. Κάποιος θεατής, μετά από μια παράσταση είχε έρθει στο καμαρίνι και διαμαρτυρήθηκε: “Με ξεγελάσατε. Ήρθα να δω τσόντα και αισθάνθηκα ότι βρισκόμουν σε εκκλησία”».
Ο «κουλτουριάρικος χαβαλές»
Από τα μέσα της δεκαετίας του 80, ο θεατρικός χάρτης αλλάζει ξανά. Πλέον οι μικρές εναλλακτικές σκηνές αρχίζουν να σηκώνουν κεφάλι. Από την άλλη ο Ποταμίτης, θέλει νέα έργα, διαφορετικά, κάτι που κοστίζει. Ο ίδιος προτιμά να σκηνοθετεί και εκτός Ζωγράφου και μάλιστα πιο κόντρα παραστάσεις. Ο άνθρωπος που το χειμώνα ανέβαζε Σάφερ ή Μολιέρο, τα καλοκαίρια μπορούσε να σκηνοθετήσει επιθεωρήσεις στο Δελφινάριο. Η κατάσταση με τα ΜΜΕ και την εξουσία παραμένει το βατερλώ του.
Ο Ποταμίτης δεν δίσταζε να συγκρουστεί πολλές φορές με το υπουργείο Πολιτισμού κατηγορώντας το για το πώς δίνονται οι επιχορηγήσεις. Ονειρευόταν και υποστήριζε δημόσια, ότι το θέατρο θα μπορούσε να λειτουργήσει ως μορφή έμπνευσης για τους μελλοντικούς πολιτικούς. Ανήκε στους καλλιτέχνες που ήθελε να τονίζει τις ανεπάρκειες και τα τραύματα της κοινωνίας.
Λίγο πριν πεθάνει έστειλε επιστολή λέγοντας ότι εγκαταλείπει τη θεατρική δραστηριότητα του θεάτρου Έρευνας ύστερα από 29 χρόνια. Τότε μάλιστα είχε μιλήσει για την «αισθητική του κουλτουριάρικου χαβαλέ ως θεατρική πρωτοπορία».
Οικονομικά βρίσκεται σε αδιέξοδο. Έχοντας να παλέψει και με τον καρκίνο, το 2002 κλείνει το θέατρο, ένα χρόνο πριν κλείσει τα 30 χρόνια λειτουργίας.
Ο Δημήτρη Ποταμίτης, έφυγε πικραμένος από τη ζωή στις 26 Φεβρουαρίου 2003. Έφυγε μόνος, γράφοντας όμως μέχρι το τέλος ποιήματα που τα είχε παραδώσει σε εκδότη για δημοσίευση. Δυστυχώς δεν κατάφερε να επιστρέψει στη σκηνή, όπως είχε γραψει, όταν βέβαια «η μυθολογία ξαναδώσει τη θέση της στην ιστορία». «Ως ιδεολόγος και κυπριακό μουλάρι, δεν με ενδιέφερε αν θα πεινάσω».
Σπύρος Δευτεραίος