Αν κάποιος κοιτάξει τις δημιουργίες του Σταύρου Κουγιουμτζή θα εκπλαγεί· μιλάμε για τον αφρό του ελληνικού τραγουδιού σε μια εποχή που οι δημιουργοί είχαν το πάνω χέρι. Και όμως, όπως είχε δηλώσει, το πρώτο τηλεοπτικό αφιέρωμα σε εκείνον έγινε όταν ήταν 50 χρονών και είχε πάνω από δύο δεκαετίες στο χώρο. Κακές δημόσιες σχέσεις;
Ίσως, αλλά στην ουσία οι άνθρωποι που τον έζησαν μιλούν για έναν συνθέτη χαμηλών τόνων που ποτέ δεν ζήτησε και δεν εκβίασε την προβολή. Μην πούμε ότι και την απέφευγε.
Τρανή απόδειξη των παραπάνω ήταν πως για μια δεκαετία εξαφανίστηκε από την Αθήνα και από τα μουσικά πράγματα. Και φυσικά ουδέποτε καταδέχτηκε να μπει κάτω από πολιτικές ετικέτες, όπως πολλοί –και άξιοι, δυστυχώς– συνάδελφοι του έκαναν.
Είχε τη λαϊκότητα του απλού, όχι του αγράμματου ή του άξεστου ανθρώπου, αλλά και τη φιλοσοφία του λόγιου, του σκεπτόμενου. Δεν είναι τυχαίο ότι το όργανο που λάτρεψε δεν ήταν το μπουζούκι αλλά το πιάνο.
Από ένα ανοιχτό παράθυρο
Γεννήθηκε το 1932 σε έναν προσφυγικό καταυλισμό στο Επταπύργιο, κοντά στις φυλακές του Γεντί-Κουλέ. Μικρασιάτης στην καταγωγή, έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στη Θεσσαλονίκη, την πόλη που τόσο αγαπούσε. Έχασε τον πατέρα του σε μικρή ηλικία και μπήκε στη μάχη του μεροκάματου.
Όλα άλλαξαν στη ζωή του στα 15 του. Συγκεκριμένα τότε από ένα ανοιχτό παράθυρο με κλειστά παντζούρια άκουσε για πρώτη φορά πιάνο. Η πρώτη του επαφή με το ωδείο ήταν αρχικά απογοητευτική. «Είσαι μεγάλος για πιάνο» του είπαν. Όμως, όταν θες κάτι ποιος νοιάζεται για την ηλικία;
«Παρά τις κλασικές σπουδές του ήταν πολύ κοντά στο λαϊκό τραγούδι, διάλεγε άμεσους στίχους και επίσης έγραφε και πολύ ωραίους δικούς του. Ήταν ο άνθρωπος που δεν έγραψε ποτέ κατά παραγγελία και δεν έζησε κατά παραγγελία. Δεν είχε ποτέ την αγωνία και το άγχος της προβολής, ούτε τη ματαιοδοξία, γιατί γνώριζε την ουσιαστική αξία της μουσικής, του τραγουδιού και του λόγου, και μόνο με αυτά τα όπλα πάλευε στη ζωή του» έχει πει ο Γιώργος Νταλάρας για τον Κουγιουμτζή.
Το 1952 για λόγους βιοπορισμού άρχισε να εργάζεται ως πιανίστας σε νυχτερινά κέντρα της Θεσσαλονίκης. Έγραψε το πρώτο του τραγούδι «Περιστεράκι» το 1960· με αυτό συμμετείχε στο Φεστιβάλ του ΕΙΡ, με ερμηνεύτρια τη Ζωή Κουρούκλη.
Στη συνέχεια έγραψε την επιτυχία «Μη μου θυμώνεις μάτια μου» που ερμήνευσε αρχικά η χορωδία της Φιλαρμονικής Εταιρίας «Μάντζαρος» και στη συνέχεια ο Γιάννης Πουλόπουλος, όπως και το «Αν δεις στον ύπνο σου ερημιά», και ξεκίνησε συνεργασίες με μεγάλα ονόματα της τότε μουσικής σκηνής, όπως η Καίτη Χωματά και ο Γιάννης Βογιατζής.
Το 1966 εμφανίστηκε και στο χώρο του θεάτρου, γράφοντας μουσική για το Το ταξίδι του Γιώργου Θέμελη που ανέβηκε στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδας σε σκηνοθεσία Ευγένιου Σπαθάρη.
Το όνομα του άρχισε να γίνεται γνωστό και τράβηξε την προσοχή δισκογραφικής εταιρείας. Το 1967 αποφάσισε να κατέβει στην Αθήνα.
Ένα τραγούδι, πολλές ιστορίες, διεθνή επιτυχία
Το 1969 κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το «Να τανε το ’21» σε μουσική Κουγιουμτζή και στίχους Σώτιας Τσώτου. Η πρώτη κυκλοφορία ήταν με τον Γιώργο Νταλάρα, αν και είχε γίνει και ηχογράφηση με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση.
Με το που ακούστηκε έγινε τεράστια –και ακολούθως διαχρονική– επιτυχία, αλλά ξεκίνησαν και οι μύθοι. Κάποιοι λένε πως εξέφραζε «αντίσταση» προς το χουντικό καθεστώς, ενώ κάποιοι άλλοι υποστηρίζουν πως το τραγούδι προωθήθηκε από τη χούντα για τους δικούς της λόγους.
Όπως και να ‘χει, θέματα με το καθεστώς δεν υπήρχαν. Εντούτοις έπρεπε να αλλάξει ένας στίχος για να μην δημιουργηθεί… διπλωματικό επεισόδιο.
Συγκεκριμένα, το αρχικό τραγούδι έλεγε: «Να πολεμάω τις μέρες στα κάστρα και το σπαθί μου να πιάνει φωτιά / και να κρατάω τις νύχτες με τ’ άστρα μια Τουρκοπούλα αγκαλιά».
Η «Τουρκοπούλα» ενόχλησε την πρεσβεία της Τουρκίας, με αποτέλεσμα να ζητηθεί αλλαγή, παρόλο που το δισκάκι (τόσο με τον Νταλάρα όσο και με τον Μπιθικώτση) είχε ήδη κυκλοφορήσει. Τελικά ο παραγωγός Μίνως Μάτσας έδωσε εντολή να γίνει νέα ηχογράφηση, με τη λέξη «ομορφούλα».
Το 1972 πάντως έγινε η τούρκικη διασκευή του –φυσικά με εντελώς άλλου νοήματος στίχους–, ενώ διασκευάστηκε και σε άλλες χώρες, από την τότε ενωμένη Γιουγκοσλαβία μέχρι την Ολλανδία.
Η μεγάλη απόφαση
Η δεκαετία του 1980 είχε ξεκινήσει και ο Κουγιουμτζής συνέχιζε να γράφει σπουδαία τραγούδια που έγιναν επιτυχίες και από νέους καλλιτέχνες, όπως η Ελευθερία Αρβανιτάκη με τον (ύμνο) «Κόκκινο φουστάνι».
Και ξαφνικά το 1988 σηκώθηκε και έφυγε από την Αθήνα. Γύρισε πίσω στην πόλη του τη Θεσσαλονίκη όπου παρέμεινε για μια δεκαετία. Μαζί του η σύζυγός του Αιμιλία με την οποία γνωρίζονταν από μικροί, καθώς ήταν φίλη της αδελφής του.
Με πρόταση του Γιώργου Νταλάρα επανήλθε στο προσκήνιο το 1998, με καινούργια κομμάτια βασισμένα στη βυζαντινή παράδοση. Ηχογραφήθηκαν στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, με τον Νταλάρα και την Αιμιλία Κουγουμτζή και συνοδεία χορωδίας, με τον τίτλο Ύμνοι αγγέλων σε ρυθμούς ανθρώπων.
Η τελευταία του δισκογραφική παρουσία ήταν το 2001 με το άλμπουμ Έβρεχε ο κόσμος. Περιέχει 11 τραγούδια που έγραψε για την κόρη του Μαρία Κουγιουμτζή και τον Γιώργο Χριστοδούλου.
Ο συνθέτης έφυγε από τη ζωή το Σάββατο 12 Μαρτίου 2005, στα 72 του χρόνια, από ανακοπή καρδιάς.
Σπύρος Δευτεραίος