Πήρε η γιαγιά Βασιλοπούλα μια λεπτή βελόνα, απ’ αυτές που έκαναν τα κεντήματά τους, και την πύρωσε καλά στη φλόγα της λάμπας. Μετά, πέρασε μια χρυσοκλωστή και τρύπησε τον ένα λοβό του αυτιού μου. Κι άφησε μέσα τη μικρή κλωστή, για να μην κλείσει η τρύπα. Μετά έκαψε πάλι τη βελόνα και τρύπησε και το άλλο μου αυτί.
Κι ενώ εγώ πλάνταζα στο κλάμα, έδεσε τις ακρούλες φτιάχνοντας έτσι δύο νημάτινα χρυσά κρικάκια. Με έφτυσε και με σταύρωσε τρεις φορές, για να μην ματιαστώ, και με φύσηξε με δύναμη στο στόμα.
Πάλευε η μάνα μου να με συνεφέρει, που είχα μπλαβιάσει απ το κλάμα. Πλησίασαν και οι γειτόνισσες να βοηθήσουν και να της ευχηθούν. Βγήκαν και τα κεράσματα και είπανε κι ένα τραγούδι οι γυναίκες: «Η αγάπη είναι καρφίτσα κι αγκυλώνει την καρδιά, και αγκύλωσε κι εμένα και δεν έχω γιατρειά. Βρε ωχ αμάν και δεν έχω γιατρειά…».
Κι εκεί μες στη χαρά του εθίμου, στα ξαφνικά, έβγαλε μια λίρα χρυσή η γιαγιά μου και την έβαλε πάνω στα φασκιά μου. Έτρεξε πρώτη η Ζαρίφενα συγκινημένη και την αγκάλιασε τσιρίζοντας: «Άξια κι Αξιωμένη». Μετά κι οι άλλες σηκώθηκαν κι αυτές να ευχηθούν. Κι έτσι αυθόρμητα, μες στο καλό δωμάτιο του σπιτιού, μπροστά στα μάτια τόσωνε ανθρώπων, καπάρωσε η γιαγιά μου και το φώτισμά μου και το όνομά της.
Ο πατέρας μου το έμαθε όταν γύρισε στο σπίτι το βράδυ. Δεν έπρεπε να ήταν μπροστά στο έθιμο. Δεν είχανε καμιά δουλειά οι άντρες εκεί. Ούτε και στης Φωφώς, ούτε και στης Χρυσής μας ήταν παρών. Το όριζε το έθιμο κι αυτό. Εκείνες όμως δεν τις χρύσωσε η γιαγιά μου. Ίσως δεν πρόλαβε.
Ούτε κι εμένα πρόλαβε να με βαφτίσει στην Αφησιά μας. Στο Λαύριο έγινε το φώτισμά μου. Το 1923. Κι είχανε τότε αλλάξει πολύ τα πράγματα. Εκεί ο ιερέας, δεν τα ’χε, είπε, καλά με τις Βασιλοπούλες και τις Αρχοντοπούλες.
Και είπε κιόλας ότι «Κάνανε αμάν όλοι, για να τους διώξουνε τους βασιλιάδες».
Εγώ το πήρα βέβαια το όνομα της γιαγιάς μου, αλλά όχι ολόιδιο. Πήρα ένα παρόμοιο που ήταν και χριστιανικό. Ποτέ κανένας, όμως, δεν με φώναξε Βασιλική. Βρήκανε το Κουλίτσα πιο δεχτικό για τη γιαγιά μου. Μου τα έλεγε αυτά η μάνα μου όταν μεγάλωσα. Κι έλεγε πως για εκείνους τα έθιμα ήταν πολλές φορές πιο πάνω κι απ’ την επιθυμία και απ’ το νόμο.
(Από τις αφηγήσεις της μητέρας μου για τη ζωή στην Αφησιά πριν από το 1922.)
Αντωνία Γκίνη