Μπορεί να μιλάμε με σεβασμό για την παλιά φουρνιά ηθοποιών, μπορεί να ανακαλύφθηκαν εκ νέου από τη νέα κουλτούρα, όμως η αλήθεια για αυτούς ήταν ότι είχαν περιορισμένο έως ανύπαρκτο περιθώριο να υποδυθούν κάτι άλλο. Έτσι κλισαρίστηκαν από το σύστημα –είτε θεατρικό είτε κινηματογραφικό–, χάνοντας τη δυνατότητα να δοκιμαστούν σε διαφορετικά πράγματα.
Πάρτε για παράδειγμα τον μεγάλο Βασίλη Αυλωνίτη. Τον θυμάστε σαν φύλακα-εξομολογητή του Δημήτρη Χορν στο Μια ζωή την έχουμε; Ή στο Αμαξάκι, που με την έμφυτη κωμικότητά του, πάτησε πάνω στις δραματικές στιγμές του ρόλου και του έργου του;
Όχι, ο Αυλωνίτης δεν ήταν ένας λαϊκός κωμικός της σειράς. Ήταν ένας σπουδαίος ηθοποιός, που όταν είχε καλό ρόλο κένταγε. Είχε το δικό του στιλ παιξίματος, που ποτέ δεν έπεσε σε μούτες ή σε ευκολίες. Γι’ αυτό και πέρασε και από τα μεγάλα σαλόνια, γι’ αυτό και έμεινε στην αιωνιότητα. Έκανε και προχειροδουλειές –ειδικά στο πέρασμα του χρόνου, και πιο κάτω θα δείτε γιατί–, όμως αυτό που έμεινε ήταν η μεγαλοσύνη και το ταλέντο του. Και δίκαια.
Από το Θησείο, στο σανίδι
Πρωτοχρονιά 1904 στο Θησείο. Γεννιέται ο Βασίλης Αυλωνίτης, ο άνθρωπος που στην πορεία του θα αλλάξει το ελληνικό θέατρο. Από μικρός ήθελε να γίνει ηθοποιός, και έγινε αρχικά στην περιοχή του. Συγκεκριμένα, μετά την ολοκλήρωση του στρατιωτικού του, έπιασε δουλειά ως βοηθός σκηνογράφου στο θέατρο «Έντεν», που βρίσκονταν στη γειτονιά του, το Θησείο.
Βέβαια τα πράγματα στην οικογένεια Αυλωνίτη δεν ήταν ονειρικά – το αντίθετο. Ο πατέρας του εγκατέλειψε την οικογένειά του, κι ο Βασίλης υποχρεώθηκε με τον αδελφό του, Αντώνη, να κάνουν δουλειές του ποδαριού για να επιβιώσουν.
Λέγεται ότι δεν ήξερε να διαβάζει και γι’ αυτό σπάνια έπαιζε πρόζα, ενώ οι περίφημοι αυτοσχεδιασμοί του, αιτία είχαν το ότι ξεχνούσε τα λόγια του.
https://www.youtube.com/watch?v=B63JuF8hSWk
Πάντως στα χρόνια του «Έντεν», τα βράδια, μετά την παράσταση, ακολουθούσε τους ηθοποιούς σε ένα γειτονικό ταβερνάκι, και όταν ερχόταν στο κέφι διασκέδαζε με τα καμώματά του τους θεατρίνους και τους θαμώνες.
Ένα από εκείνα τα βράδια του 1924, τον έσπρωξαν να ανέβει στη σκηνή. Στην αρχή τα έχασε, αμέσως όμως και με το πρώτο γέλιο της πλάκας συνήλθε κι άρχισε να χορεύει, κουνώντας τα χέρια και τα πόδια του κωμικά, κάνοντας διάφορες γκριμάτσες.
Ο κόσμος τρελάθηκε στο γέλιο, και το χειροκρότημα που για πρώτη φορά εισέπραξε ήταν ενθουσιώδες. Εκείνο το βράδυ, στο θέατρο «Έντεν» του Θησείου, γεννήθηκε ένας μεγάλος Έλληνας κωμικός.
Το επίσημο ντεμπούτο του έγινε λίγους μήνες αργότερα, με το θίασο της Ελένης Ζαφειρίου, στο έργο Ερωτικές γκάφες. Ακολούθησαν πολλές οπερέτες και κωμωδίες έως το 1928, οπότε συγκρότησε δικό του θίασο και ασχολήθηκε με την επιθεώρηση.
Η απόπειρα δολοφονίας
22 Αυγούστου 1931. Ο Βασίλης Αυλωνίτης ήταν στην επιθεώρηση Η κατεργάρα. Μεταξύ άλλων σκετς, εμφανιζόταν και στο «Οι υπουργοί βγήκαν από τα κολοκύθια», σατιρίζοντας τον τότε πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο.
Ένα βράδυ, την ώρα που βρισκόταν σε εξέλιξη το σκετς, τέσσερα άτομα κατευθύνθηκαν προς τη σκηνή κρατώντας όπλα. Ενστικτωδώς ο Βασίλης Αυλωνίτης έκανε κίνηση για να αποφύγει τους πυροβολισμούς, κάτι που συνέβη. Ο ίδιος σώθηκε, αλλά μια σφαίρα χτύπησε και σκότωσε τον φροντιστή Παναγιώτη Μωραΐτη.
Οι θεατές, που στην αρχή πίστεψαν ότι ο πυροβολισμός ήταν μέρος του έργου, μόλις κατάλαβαν τι συνέβη εγκατέλειψαν πανικόβλητοι το θέατρο. Ο Αυλωνίτης το πήρε προσωπικά, ειδικά για το θάνατο του τεχνικού και δήλωσε: «Θα περάσουν πολλά χρόνια για να βγω σε αθηναϊκή σκηνή» Ευτυχώς.
Ερωτικές περιπέτειες
Η δολοφονική απόπειρα, είχε και άλλη απώλεια. Ο Αυλωνίτης ήταν παντρεμένος με τη χορεύτρια Πόπη Εξηνταβελόνη. Την τραγική εκείνη μέρα για την καριέρα του, μετά το θάνατο του τεχνικού, φανερώθηκε μια κρυφή θαυμάστριά του, η οποία του έστελνε λουλούδια και ραβασάκια. Εκείνη έστειλε ένα αμάξι να παραλάβει τον ηθοποιό και να τον φέρει σπίτι της, ώστε να συζητήσουν για το τρομακτικό γεγονός που βίωσε. Εκείνος την ερωτεύτηκε παράφορα, με αποτέλεσμα να εγκαταλείψει την σύζυγό του και να φύγει μαζί της στο Παρίσι.
Η εν λόγω θαυμάστρια ήταν η πλούσια χήρα εξ Αιγύπτου Νίτσα Παπαδοπούλου.
Η πλούσια χήρα εξ Αιγύπτου το πρωί της 15ης Νοεμβρίου1931 έφυγε με τον καλό της για τη Μασσαλία, με το ατμόπλοιο «Πατρίς». Ήταν μια εκούσια απαγωγή. Ο Αυλωνίτης τις δύο τελευταίες μέρες δεν είχε εμφανιστεί στο σπίτι του, ενώ άφησε γράμμα στη σύζυγό του.
Λίγα χρόνια αργότερα επέστρεψε στην Ελλάδα παντρεμένος με τη Γιογιό, μια Ελληνογαλλίδα η οποία έμεινε δίπλα του μέχρι το τέλος της ζωής του, το 1970. Μαζί απέκτησαν δύο παιδιά, τον Γιάννη και την Ελένη.
Ανθρώπων πάθη
Όμως, ο Βασίλης Αυλωνίτης είχε κι ένα αρρωστημένο πάθος, τα άλογα. Ο εθισμός του ήταν τόσο μεγάλος, που παρά τις τεράστιες επιτυχίες του στο θέατρο και το σινεμά, δεν του έμενε δραχμή.
Σε δημοσιεύματα της εποχής περιγράφεται ως τακτικός θαμώνας στον Ιππόδρομο.
Είναι χαρακτηριστικό πως η καλή του φίλη και συμπρωταγωνίστρια, η Γεωργία Βασιλειάδου, τον είχε πείσει για ένα διάστημα να της δίνει τα χρήματά του για να τα φυλάει. Μέχρι που ο εθισμός του τον άφησε.. ταπί, και της τα ζήτησε πίσω. Μαλώσανε, και η μεγάλη ηθοποιός τον αποκαλούσε από τότε «κεφάλα». Σημειωτέον, μαζί με τη Βασιλειάδου και τον Νίκο Ρίζο είχαν συστήσει θίασο το 1960.
Το πάθος του με τον τζόγο τον έκανε να είναι απόμακρος τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Δεν τον ένοιαζε η υγεία του, και ζητούσε από συναδέλφους του μικρούς ρόλους ώστε με την αμοιβή να μπορεί να ικανοποιεί τον εθισμό του.
Τελευταία φορά εμφανίστηκε στην ταινία Η αριστοκράτισσα και ο αλήτης, το 1970.
Το φιλμ προβλήθηκε στις αίθουσες μετά το θάνατό του.
Σπύρος Δευτεραίος