Η ρωσική επίθεση στην Οδησσό την ώρα που βρισκόταν εκεί ο κ. Μητσοτάκης –ανεξαρτήτως αν αποτελούσε στόχο φυσικής εξόντωσης ή όχι– και η απόφαση στη δίκη Μπελέρη δείχνουν τη χαμηλή εμβέλεια της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής με ευθύνη των κυβερνήσεων, αλλά και την αδύναμη επιρροή της χώρας, ακόμη και στον βαλκανικό περίγυρο. Εκεί που κάποτε αποτελούσε πρότυπο.
Χώρες που βγήκαν καθημαγμένες από το κομμουνιστικό καθεστώς στις αρχές του 1990 –σε σημείο που οι πολίτες τους δεν είχαν να φάνε–, έχουν ξεπεράσει σήμερα την Ελλάδα και σε ΑΕΠ και σε κατά κεφαλήν παιδεία κατά Γιανναρά, και σε υποδομές και σε όψη δημόσιου χώρου.
Μια κοινωνική μειοψηφία που καταφέρνει και γίνεται σχετική πολιτική πλειοψηφία λυμαίνεται τις σάρκες ενός υδροκέφαλου κράτους. Μερικές πολιτικές οικογένειες και τέσσερα-πέντε οικονομικά τζάκια με νοοτροπία κοτζαμπασισμού έχουν δημιουργήσει ένα ολιγαρχικό πολιτικό μόρφωμα του οποίου όλες οι εξουσίες εξαντλούνται στην περιφέρεια πρωτευούσης, χωρίς αντιπολίτευση και συχνά καταγγελλόμενο στους ευρωπαϊκούς θεσμούς ως προβληματικό κράτος δικαίου.
Το μόνο που προσώρας το σώζει είναι ότι αποτελεί μέλος του σκληρού πυρήνα μιας Ευρωπαϊκής Ένωσης που –και αυτή– διέρχεται πολλαπλή κρίση: δεν έχει ταυτότητα, δεν ξέρει πώς να την αποκτήσει, δεν έχει γεωπολιτικό εκτόπισμα και που είναι και αυτοκαταστροφική. Έστω και έτσι όμως διατηρεί κάποιες από τις αξίες της και πού και πού επιτηρεί τα μέλη της αν τις εφαρμόζουν, έστω επιλεκτικά.
Αυτός ο φόβος της Αθήνας μας σώζει. Δεν της επιτρέπει να υποχωρήσει σε καταστάσεις που θα θύμιζαν Μεσαίωνα, σε αγαστή συνεργασία με τα μέσα ενημέρωσης. Εκτός από κράτος δικαίου, δεν υπάρχει και δημοσιογραφία στη χώρα. Τα πάντα έχουν μετατραπεί σε υπαλληλικό προσωπικό των ιδιοκτητών εν ονόματι της επιβίωσης, σε μια απόλυτη διαπλοκή πολιτικής, οικονομικής, δικαστικής εξουσίας και ιδιοκτητών ΜΜΕ. Πρόκειται για ένα ιδιόμορφο πολιτικό σύστημα που δεν έχει καμιά σχέση με τη δημοκρατία. Άλλωστε, η δημοκρατία βασίζεται στην ύπαρξη πολιτικών κομμάτων. Η Ελλάδα αποτελεί σύγχρονη μορφή μονοκομματικού κράτους.
Για το μόνο που ενδιαφέρεται αυτή η ολιγαρχία είναι η ευδαιμονία της σε βάρος του συνόλου του πληθυσμού, κυρίως όμως σε βάρος της ελληνικής περιφέρειας. Δεν έχει συνείδηση ελληνικότητας, αντιθέτως κάνει ό,τι μπορεί για να αποβάλει από πάνω της το χαρακτηρισμό.
Οι Ρώσοι βομβάρδισαν την Οδησσό την ώρα που την επισκεπτόταν ο Έλληνας πρωθυπουργός και η ενέργεια αυτή είναι απολύτως καταδικαστέα. Η ρωσική επιθετικότητα είναι επικίνδυνη για όλους τους λαούς. Μπορεί να αποδίδεται στη Μόσχα ένας γεωπολιτικός ορθολογισμός σε ό,τι αφορά την εισβολή της στην Ουκρανία (για μας δεν υπάρχει καμιά δικαιολογία, αλλά διεθνούς κύρους γεωπολιτικοί αναλυτές θεώρησαν δεδομένο ότι η Ρωσία θα αντιδρούσε και δεν θα επέτρεπε τη ΝΑΤΟϊκή προσέγγιση), όμως όταν στοχοποιείς άμεσα ή έμμεσα ξένες ηγεσίες καθίστασαι ιδιαιτέρως επικίνδυνος.
Ο Πούτιν έχει περάσει τον Ρουβίκωνα. Βρίσκεται ήδη βαθιά στον πόλεμο και νιώθει ότι προσπάθησε να προσαρμοστεί στις απαιτήσεις της Δύσης, η οποία όμως όχι μόνο δεν ικανοποιήθηκε, αλλά εξέλαβε τη συμπεριφορά του ως αδυναμία και είναι αποφασισμένος να κλιμακώσει, ακόμη και με πυρηνικά, αν το ΝΑΤΟ ή η Δύση μπουν στον πόλεμο. Η Ρωσία θεωρεί πως με συμβατικό πόλεμο δεν μπορεί να κερδίσει το ΝΑΤΟ, άρα θα κλιμακώσει με πυρηνικό τρόπο αν απειληθεί η ακεραιότητά της.
Δεν θα απειληθεί όμως, διότι ο πόλεμος βρίσκεται προς το τέλος του. Η Ρωσία ή θα κρατήσει τις εδαφικές κατακτήσεις της και δεν θα μπορέσει να αποφύγει την περικύκλωσή της από το ΝΑΤΟ, ή θα διαπραγματευθεί μέρος των κατεχομένων για να διασφαλίσει μορφές ουδετερότητας της Ουκρανίας.
Η Δύση –και όταν λέμε Δύση, εννοούμε τις ΗΠΑ, οι άλλες δυνάμεις είναι ανύπαρκτες– έσυρε την Ουκρανία στον ακρωτηριασμό· θα προτιμήσει εδαφικές απώλειες για να βρίσκεται κοντά στα ρωσικά σύνορα. Την πρώτη επιλογή δηλαδή. Κατά μια πειστική ερμηνεία, εκείνο που οδήγησε τις ΗΠΑ σε μια προσπάθεια γειτνίασης και περικύκλωσης της Ρωσίας είναι για να εγκαταστήσει τα αντιπυραυλικά της συστήματα που δεν είναι αποτελεσματικά σε μακρινές αποστάσεις.
Αλλά η αμερικανική στόχευση δεν ήταν μονοδιάστατη. Οι ΗΠΑ διέλυσαν ουσιαστικά την Ευρώπη, την κατέστησαν απολύτως εξαρτώμενη από αυτές γεωπολιτικά, την ανάγκασαν να διακόψει οποιαδήποτε επαφή με τη Ρωσία, κατέστησαν απολύτως μη ανταγωνιστική την οικονομία της και της προκάλεσαν απόλυτη ενεργειακή εξάρτηση από τις ίδιες ή από πηγές που η Ουάσινγκτον μπορεί να επηρεάσει.
Η Ευρώπη –με την Ουκρανία, φυσικά– είναι η μόνη χαμένη από την ουκρανική περιπέτεια, μαζί και η Ελλάδα.
Περνάμε στη φάση του διαμοιρασμού των ιματίων της Ουκρανίας και η επίσκεψη Μητσοτάκη στην Οδησσό έχει να κάνει με το μέρος της ανοικοδόμησης που του επετράπη από την Ουάσινγκτον να αναλάβει. Ο κ. Μητσοτάκης βρέθηκε εκεί ως ντίλερ οικονομικών συμφερόντων.
Θα δούμε αν και πόσο θα τα καταφέρει στον τομέα αυτό, αλλά εκεί που σίγουρα έβλαψε τη χώρα είναι στις διεθνείς ισορροπίες που έπρεπε να κρατήσει. Όταν αποτελείς στόχο μιας πυρηνικής δύναμης, όπως η Ρωσία, μέλους του Συμβουλίου Ασφαλείας και με ενεργό παρουσία στην περιοχή ελληνικού ενδιαφέροντος, αποκαλύπτεται το ναδίρ στο οποίο έχεις οδηγήσει τις σχέσεις των δύο χωρών. Δυστυχώς, υπάρχει μέρος της κοινωνίας που επικροτεί τη μονομέρεια στην εξωτερική πολιτική και όχι τις ισορροπίες που θα εξυπηρετούσαν τη χώρα.
Αλλά και η υπόθεση Μπελέρη δείχνει το μειωμένο κύρος της χώρας. Η υπόθεση ξεπερνά τη δικαστική διαμάχη. Είναι ζήτημα καταπάτησης δικαιωμάτων μιας αναγνωρισμένης εθνικής μειονότητας σε διεθνές επίπεδο, και σε διμερές μια προσπάθεια του βαθέος αλβανικού κράτους να βγάλει τα απωθημένα του κατά της Ελλάδας.
Υπάρχουν τρία σημεία στα οποία πρέπει να εστιάσουν ο διεθνής παράγων και η διεθνής κοινή γνώμη.
• Στη Χειμάρρα εξακολουθεί να διοικεί ο υποψήφιος για τη δημαρχία που έχασε τις εκλογές και ο εκλεγμένος δήμαρχος βρίσκεται στη φυλακή.
• Ο Φρέντι Μπελέρης καταδικάστηκε παρά τα πολλά κενά της διαδικασίας σε 2 χρόνια φυλάκιση για 340 ευρώ. Δεν υπάρχει δηλαδή αναλογικότητα ποινής και αδικήματος.
• Η δικαστής της υπόθεσης συνελήφθη στην Ελλάδα για παραβίαση εισόδου στη χώρα. Τίθεται δηλαδή το ερώτημα της αντικειμενικής κρίσης της.
Γι’ αυτά και για άλλα πολλά το αλβανικό καθεστώς πρέπει να βρεθεί υπόλογο στην ευρωπαϊκή κοινή γνώμη.
Δυστυχώς στην Αθήνα υπάρχουν πολλοί που πιστεύουν πως η βαλκανική πολιτική της Ελλάδας πρέπει να βασιστεί στη μη σλαβική Αλβανία.
Το αλβανικό βαθύ κράτος βγάζει ένα μίσος κατά της Ελλάδας και των Ελλήνων, παρόλο που η χώρα μπόρεσε να κρατηθεί στα μετακομμουνιστικά της βήματα χάριν του ελληνισμού. Η Αθήνα δεν μπορεί να διαμορφώσει πολιτική ακόμη και απέναντι σε αδύναμες οντότητες όπως η Αλβανία, οι οποίες την προκαλούν συνειδητά με τη συμπεριφορά τους.
Οι Αλβανοί έχουν βρει διεθνείς προστάτες, και τις ΗΠΑ και την Τουρκία και την Ευρώπη. Αυτό φάνηκε και στην περίπτωση του Κοσόβου (πολέμησε το ίδιο το ΝΑΤΟ γι’ αυτούς), και στην περίπτωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, χαρτογιακάδες της οποίας βγαίνουν και κουνούν το δάχτυλο στην Αθήνα όταν δειλά δειλά δηλώνει πως θα θέσει βέτο στην ευρωπαϊκή πορεία των Τιράνων.
Η Τουρκία εφαρμόζει απέναντι στα Τίρανα μια οθωμανική πολιτική που ξεπερνά τον στενό ορίζοντα της Άγκυρας. Σε αντίθεση με την Αθήνα που ομφαλοσκοπεί και ο ορίζοντάς της εξαντλείται στα όρια πρωτευούσης, η Τουρκία αξιοποιεί την οθωμανική παράδοση –και πολιτική– και εγκλωβίζει στην επιρροή της χώρες και στα Βαλκάνια, οι οποίες λειτουργούν ως μακρύ χέρι της.
Η αποτελεσματικότητα μιας ανάλογης πολιτικής από την Ελλάδα εν ονόματι του οικουμενικού της πολιτισμού θα ήταν μεγαλύτερη, αλλά στην Αθήνα ποτέ δεν πίστεψαν στον οικουμενικό ελληνισμό. Αν κάτι δεν το πιστεύεις δεν μπορείς να εφαρμόσεις και την πολιτική του.